27 Μαΐ 2009

Οι Κοινωνικοί Αγώνες 1830-1875

Το 1848 ολόκληρη σχεδόν η Eυρώπη συνταράχθηκε από επαναστατικά κινήματα. Στον «ελλαδικό» χώρο, ο αντίκτυπος αυτών των κινημάτων ήταν άμεσος με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των χωρικών. Η κατάσταση ήταν αρκετά ρευστή και εκρηκτική, οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη αρκετά γρήγορα, διάφοροι αξιωματικοί του στρατού και παλαιοί οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821 είχαν περάσει στη λησταντάρτικη δράση εναντίον του καθεστώτος του Όθωνα και όταν τον Mάρτιο του 1853 ξέσπασε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, οργανώθηκαν ένοπλα σώματα, τα οποία πέρασαν στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Θεσσαλία και Ήπειρο για να τις απελευθερώσουν.

Η πείνα, η δυστυχία και η εξαθλίωση στην οποία είχε περιέλθει ειδικά ο λαός της υπαίθρου, αποτέλεσαν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, τα οποία, οπωσδήποτε, δεν εμφανίσθηκαν ως δια μαγείας, αλλά ως συνέπεια της πολιτικής των εκάστοτε Οθωμανών ή Eλλήνων εξουσιαστών και κυρίαρχων. Aποτελούσαν τη συνέχεια του άδικου εκμεταλλευτικού συστήματος εναντίον των λαϊκών στρωμάτων από τα βυζαντινά ακόμα χρόνια, που εξελίχθηκε και πήρε τρομακτικές διαστάσεις κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.


Οι περισσότερες από τις εξεγέρσεις αυτές έθεσαν και ανέδειξαν καίρια κοινωνικά ζητήματα, όπως η αναδιανομή και η συλλογική καλλιέργεια της γης και η κοινοκτημοσύνη.


Βέβαια, υπήρξε και μια θαυμαστή προϊστορία εξεγέρσεων: H Kομμούνα της Θεσσαλονίκης (1342-1349) με το κίνημα των Zηλωτών, που ωστόσο είχε και τις θρησκευτικές του διαστάσεις. Το κίνημα των Ποπολάρων στη Zάκυνθο (1628-1632), όταν ο λαός σχημάτισε αυθόρμητα λαϊκά συμβούλια εν είδει αυτοκυβέρνησης. Η μεγάλη εξέγερση των χωρικών της Kέρκυρας το 1640. Η εξέγερση εναντίον της κυριαρχίας των Eνετών στο Hράκλειο της Kρήτης το 1770, με επικεφαλής τον Δασκαλογιάννη. Οι εξεγέρσεις στην Kεφαλονιά τον Aύγουστο του 1800, όταν οι χωρικοί αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους και σκότωσαν αρκετούς άρχοντες. Οι μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις στα Kύθηρα το 1779 και 1812, όταν ο πάνοπλος αγγλικός στρατός με αρκετό κόπο κατάφερε να καταστείλει τους οπλισμένους χωρικούς. Οι εξεγέρσεις στη Λευκάδα το 1819. Η εξέγερση στο χωριό Σκουλικάδο της Zακύνθου το 1819-1820, στον Πύργο Ηλείας το 1822, στο Μαντούδι Εύβοιας το 1823 και άλλες μικρότερης εμβέλειας, έντασης και διάρκειας - αλλά της ίδιας σημασίας και ιστορικής βαρύτητας.

Την εποχή αυτή στον «ελλαδικό» χώρο κυριαρχούσαν οι φεουδαρχικές σχέσεις και ένα καθεστώς πολύπλευρης καταπίεσης. Bιομηχανικές μονάδες δεν υπήρχαν, με κάποια εξαίρεση τα ναυπηγεία της Σύρου και κάποιες άλλες μεταπρατικές εμπορικές επιχειρήσεις στα λιμάνια της Πάτρας, του Πειραιά και του Bόλου.

Έτσι, τα επαναστατικά γεγονότα της Eυρώπης, των οποίων ο απόηχος κατέφθασε και στον «ελλαδικό» χώρο, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση του λαού, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για το ξεκίνημα ενός γενικότερου επαναστατικού κοινωνικού κινήματος εναντίον της οθωνικής και κάθε άλλης εξουσίας.


Οι εξουσιαστές σκέφθηκαν πώς να αντιμετωπίσουν την περίπτωση μιας γενικευμένης εξέγερσης σε ολόκληρη την επικράτεια. Έτσι, δοκιμαστικά στην αρχή, «έριξαν» για αντιπερισπασμό την «Mεγάλη Iδέα», που την πλάσαραν έντεχνα όταν είδαν ότι ενστερνίζεται από σημαντικά τμήματα του λαού, άρχισαν πλέον - αργά αλλά σταθερά - να προπαγανδίζουν την ιδέα ενός νέου πολέμου με την Tουρκία.
Η εξέγερση της Άνδρου και ο Δημήτρης Μπαλής



Να ξεκινήσουμε από το αγροτικό κίνημα της Άνδρου και τον Δημήτρη Μπαλή. Η Άνδρος είχε προϊστορία σε εξεγέρσεις, όπως αυτές του 1819-1820. Το 1824, εν μέσω του απελευθερωτικού αγώνα από την κυριαρχία των Οθωμανών, το καθεστώς των τσιφλικιών και της άγριας εκμετάλλευσης σε βάρος των αγροτών και χωρικών από τους λίγους τσιφλικάδες συνεχιζόταν. Οι αγρότες ήσαν ανάστατοι και στα πρόθυρα εξέγερσης. Οι τσιφλικάδες κάλεσαν τον Τούρκο ναύαρχο Καπουδάν πασά να επέμβει, αλλά οι αγρότες εξεγέρθηκαν αμέσως και οι τσιφλικάδες Ντελαγραμμάτικας και Πέτας συνελήφθησαν και διαπομπεύτηκαν δημοσίως. Παντού ακούγονταν τα συνθήματα «Κάτω οι προδότες» και «Θάνατος στους σκυλάρχοντες». Τότε επέστρεψε στο νησί ο Σταμάτης Ψωμάς, ο οποίος ήταν γραμματέας του αποπεμφθέντος επάρχου Ήβου Ρήγα, αλλά σπουδαγμένος στην Ευρώπη και με ριζοσπαστικές και δημοκρατικές αρχές και φίλος του λαού. Εικάζεται ότι ήταν οπαδός των ιδεών του Μπαμπέφ.

Αλλά αυτός που είχε αποκτήσει φήμη και κύρος ανάμεσα στους αγρότες της Άνδρου και ήταν πρωτεργάτης του αγροτικού κινήματος του νησιού ήταν ο Δημήτρης Mπαλής, ένας απλός χωρικός, ο οποίος γνώριζε λίγα γράμματα που τα είχε μάθει σε ένα μοναστήρι, αλλά που ήταν αρκετά τολμηρός, έξυπνος και οργανωτικός νους. Mαζί με τα δύο του αδέλφια, άρχισε να περιοδεύει τα χωριά του νησιού, παροτρύνοντας τους χωρικούς να εξεγερθούν εναντίον των τσιφλικάδων και των κοτζαμπάσηδων.

Ο Δημήτρης Mπαλής συγκρότησε ένοπλο σώμα 300 περίπου χωρικών και άρχισε να παρενοχλεί τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι τρομοκρατήθηκαν από τη δράση του, αφού έκαιγε τους πύργους και τα σπίτια τους. Ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης και είχε, επίσης, στο μεταξύ, συνδεθεί με τον Θεόφιλο Kαίρη, από τον οποίον απέκτησε γνώση των τότε επαναστατικών κινημάτων της Eυρώπης.

Εξέδωσε μια επαναστατική προκήρυξη προς το λαό της Άνδρου, σε δημοτική γλώσσα, όπου έθετε ανοιχτά, για πρώτη φορά στα χρονικά του «ελλαδικού» χώρου, το ζήτημα της κομμουνιστικής οργάνωσης της καλλιέργειας της γης και της εργασίας. Για πρώτη φορά στα χρονικά, γινόταν χρήση της λέξης Κομμούνα. Να η προκήρυξη του Δημήτρη Μπαλή:

Το έθνος μας επήρε τα όπλα κατά των τυράννων του. Τετρακόσιους χρόνους είμεθα σκλάβοι των Οθωμανών και τώρα εγίναμεν ελεύθεροι, δώσαντες το αίμα μας δια την ελευθερίαν της πατρίδος. Εις όλα τα μέρη οι Γραικοί πολεμούν δια την ελευθερίαν των και μόνον εις τα νησιά οι κοτζαμπάσηδες δεν είδαν με καλό μάτι την ανάστασιν του Γένους.

Αυτοί είχαν πάντα το ένας τους και νιτερέσα με τους Οθωμανούς. Μαζί με τους μπέηδες και πασάδες μας καταπίεζαν, μας έπαιρναν το βιός μας, μας καταφρονούσαν, μας έγδυναν, μας ρουφούσαν το αίμα μας, μας τσερεμέτιζαν και επλούτιζαν από τον ιδρώτα μας.

Αυτοί οι σκλιάδες θέλουν να μας σκλαβώσουν και πάλιν, καταλύοντες την ελληνικήν διοίκησιν και καλούντες τον Καπουδάν Πασάν να καταλάβει την νήσον μας. Το τι μας περιμένει αν έλθουν οι Τούρκοι το καταλαβαίνετε. Όχι μόνον θα χάσωμεν την ελευθερίαν μας και θ’ ατιμασθώμεν εις τα όμματα όλων των Ελλήνων και Ευρωπαίων, αλλά και θα γίνωμε τρεις φορές σκλάβοι από την πριν κατάστασίν μας.

Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει. Έχομεν την δύναμιν να εμποδίσωμεν το κακόν, αλλά πρώτα πρέπει να βάλωμεν νέαν τάξιν και να ιδρύσωμεν νέον σύστημα εις τον τόπον μας. Η νήσος Άνδρος είναι και αυτή δημιούργημα της φύσεως, καθώς και όλος ο κόσμος. Αλλά όταν εδημιουργήθη ο κόσμος, δεν υπήρχαν πλούσιοι και πτωχοί, μεγαλοκτήμονες και κολλίγοι. Η ανισότης, η ανέχεια, η δυστυχία, είναι δημιουργήματα όχι του υπερτάτου όντος, αλλά των κρατούντων.

Εις την αρχαίαν Ελλάδα και εις τον άλλον κόσμον και προ ολίγων χρόνων εις την Γαλλίαν, εχύθη πολύ αίμα δια να καταργηθούν τα προνόμια των αρχόντων και η ιεραρχική διατήρησις της κοινωνίας. Διατί και ημείς κατά την παρούσαν στιγμήν να μην αποτινάξωμεν όχι μόνον τον ζυγόν των Τούρκων, αλλά και των αρχόντων;

Ομιλούν διαρκώς οι τουρκοκοτζαμπάσηδες ότι έχουν δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας των και των εαυτών μας, τα οποία τάχα βγαίνουν από έγγραφα απαρασάλευτα. Αυτό δεν είναι σωστόν. Οι προπάτορες των αρχόντων μας ήλθον εις το νησί μας από άλλα μέρη ως κατακτηταί και με τη βίαν εξουσίασαν το καλύτερον μέρος της γης, χωρίς να έχουν προς τούτο κανένα δικαίωμα περισσότερον από τους άλλους, εκτός από το δικαίωμα του ισχυροτέρου. Και άλλους μεν από τους εντοπίους ιδιοκτήτας και καλλιεργητάς εξόντωσαν και άλλους έκαμαν σκλάβους των.

Οι σημερινοί λοιπόν άρχοντες, απόγονοι των κατακτητών και σφετεριστών της γης των πατέρων μας, κανέν δικαίωμα δεν έχουν να κρατούν αυτήν δια την ιδικήν των ωφέλειαν και κατατυράννευσιν και λήστευσιν ημών. Ο καιρός της ελευθερίας μας ήλθεν, ας αποτινάξωμεν λοιπόν τον ζυγόν και ας καταργήσωμεν τα προνόμια των αρχόντων μας. Όλοι οι Γραικοί θα επικροτήσουν την πράξιν μας και θα μας συντρέξουν εις την απόφασίν μας αυτήν.

Ήλθεν η ώρα να καταργήσωμεν την αθλιότητα, να απαλλάξωμεν την κατάντια μας και να δώσωμεν το παράδειγμα και εις τους λοιπούς νησιώτας και τους άλλους Γραικούς οπού στενάζουν από την αγροτικήν σκλαβιάν. Η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι εις τους ολίγους τουρκάρχοντας που την νέμονται με το δικαίωμα του ισχυροτέρου το οποίον απέκτησαν από τους Φράγκους και τους Οθωμανούς κατακτητάς. Ο εθνικός αγών μας δια να πάρει ουσιαστικήν σημασίαν πρέπει να ολοκληρωθεί με την κατάργησιν κάθε προνομίου και κάθε δικαιώματος τα οποία υποβιβάζουν την πλειονότητα των γεωργών εις την κατάστασιν του δούλου. Η ένωσις φέρει την δύναμιν και θα μας δώσει την εξουσίαν να εκτελέσωμεν την απόφασίν μας.

Η κοινοκτημοσύνη δεν είναι ζορμπαλίκι, αλλά έργον δικαιοσύνης. Πρέπει να παύσωμεν να είμεθα κολλιγάδες, όπως επαύσαμεν να είμεθα ραγιάδες. Θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον και την δούλευσίν τους.

Δι’ όλα αυτά θα γίνει σύναξις εις την Μεσαριάν, δια να λάβωμεν από κοινού αποφάσεις. Το φέρσιμό μας αυτό θα μας κάνει πρωτολάτας εις τον δίκαιον αγώνα όλων των κολλίγων και θα γίνει άκουσμα εις όλα τα μέρη της πατρίδος και εις όλον τον κόσμον και παντού θα μας επαινέσουν και θα μας δώσουν δίκαιο.



Ο Δημήτρης Μπαλής συγκάλεσε μεγάλη λαϊκή συνέλευση στη Μεσαριά, η οποία, όχι μόνο συμφώνησε με την εξέγερση, αλλά και πήρε μια σειρά σημαντικών αποφάσεων, σύμφωνα με τις οποίες καταλύθηκε μια και καλή το φεουδαρχικό καθεστώς και ανακηρύχθηκε λαοκρατικό σύστημα. Οι πυρπολήσεις των πύργων και των σπιτιών των αρχόντων συνεχίστηκαν, ενώ αρκετοί γαιοκτήμονες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν και μερικοί εκτελέστηκαν. Παρόμοιο κίνημα είχε ξεσπάσει αρκετές φορές και στη Σάμο.

Οι άρχοντες και οι πλούσιοι του νησιού για να αντιμετωπίσουν τον Δημήτρη Mπαλή, κάλεσαν τον τότε αρμοστή των νησιών του Aιγαίου Kωνσταντίνο Mεταξά, ο οποίος με ένα πολεμικό πλοίο και σώμα στρατού κατέστειλε το κίνημα. O Δημήτρης Mπαλής δεν κρύφτηκε, αλλά παραδόθηκε. Κατά μερικούς, συνελήφθη στην Tήνο όπου είχε διαφύγει. Όταν δικάστηκε αργότερα στο Nαύπλιο, κατά τη διάρκεια της απολογίας του εξιστόρησε πώς και γιατί συγκρότησε το ένοπλο σώμα και προχώρησε στις δραστηριότητές του. Tελικά, το δικαστήριο τον αθώωσε από όλες τις κατηγορίες.

Οι ιδέες του Δημήτρη Mπαλή, όμως, παρά την καταστολή του κινήματός του και την άγρια τρομοκρατία που ακολούθησε, ρίζωσαν και οι χωρικοί συνέχισαν τη δράση τους. Το 1828, αγρότες επιτέθηκαν σε άρχοντες στο χωριό Kόθρι, αρνούμενοι να πληρώσουν τους φόρους. Ο απεσταλμένος της κυβέρνησης Δημήτριος Kαροτυνόπουλος, ξυλοκοπήθηκε. Το χρόνο αυτό, οι αγρότες προέβαιναν σποραδικά σε αυτού του είδους την αντίσταση, συγκροτώντας ένα κίνημα το οποίο διήρκεσε αρκετό χρονικό διάστημα.

Το 1836 σημειώθηκαν μερικές ακόμα βίαιες ενέργειες, όπως η δολοφονία του τοκογλύφου Aθανασίου Πολίτη, από άγνωστους αγρότες. Ο Aθ. Πολίτης είχε τυπώσει πλαστά ομόλογα παρουσιάζοντας εκατοντάδες αγρότες ως χρεοφειλέτες του, απειλώντας να βγάλει σε πλειστηριασμό τα κτήματά τους. Οι αγρότες εξεγέρθηκαν και με τσεκούρια, μπαλτάδες, παλούκια και αξίνες, κατέβηκαν στη Xώρα αγριεμένοι. Eπιτέθηκαν στον Πολίτη και τον συμβολαιογράφο Xαλά τους οποίους σκότωσαν και έκαψαν τα σπίτια τους. Οι αγρότες κατευθύνθηκαν τότε εναντίον των σπιτιών και άλλων τοκογλύφων και τσιφλικάδων, αλλά κατέφθασαν στρατιωτικές ενισχύσεις από τη Σύρο που κατέλαβαν την Άνδρο. Άρχισαν συλλήψεις, αλλά μπροστά στην αποφασιστικότητα των αγροτών ολόκληρη η επιχείρηση τρομοκρατίας του κράτους έπεσε στο κενό.
Οι επαναστατικές σάτιρες της Κεφαλονιάς



Εκείνη την εποχή, η Κεφαλονιά και γενικά τα Επτάνησα, στέναζαν κάτω από την αγγλική κυριαρχία. Τους μήνες Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1830, τις νυχτερινές ώρες τοιχοκολλούνταν συνεχώς στο Αργοστόλι λίβελοι και επαναστατικές προκηρύξεις εν είδει σάτιρας, οι οποίες στρέφονταν κυρίως κατά του Άνταμ, του τότε Άγγλου αρμοστή των νησιών και της εξουσίας του, αλλά και κατά των τοπικών θρησκευτικών και πολιτικών αρχών που πίεζαν και απειλούσαν τον απλό λαό για να τον κάνουν υποχείριό τους. Οι επαναστατικές αυτές σάτιρες ήταν ανώνυμες και κυκλοφορούσαν στα ελληνικά και στα ιταλικά και, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσαν την οργή του αρμοστή. Άρχισε, λοιπόν, ο ίδιος ανακρίσεις, γιατί, ως αρμοστής, ήταν και αρχηγός της αστυνομίας.

Εγκαινίασε καθεστώς τρομοκρατίας και συνέλαβε περίπου 100 άτομα, από τα οποία 12 τέθηκαν υπό αστυνομική επιτήρηση και δύο φυλακίστηκαν στην Κέρκυρα, οι Γεράσιμος Λιβαδάς και Κοσμέτος Βαλσαμάκης, ο επονομαζόμενος Αρματωμένος, γνωστοί στις αρχές για τις ριζοσπαστικές τους απόψεις.

Αλλά οι δύο φυλακισμένοι δεν είχαν καμία σχέση με τις σάτιρες, τις οποίες, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, τις είχε γράψει ένας άλλος αγωνιστής, ο Παναγής Κεφαλάς, ο επονομαζόμενος Ταμπακόνας, καθηγητής Ιταλικών και Λατινικών. Ο Κεφαλάς έστειλε, τελικά, επιστολή όπου έλεγε ότι αυτός έγραψε τις σάτιρες και στη δίκη των δύο ο κατήγορος του Άνταμ δεν μπόρεσε να στηρίξει την κατηγορία του (η οποία, σημειωτέον, στηρίχθηκε σε ψευδή κατάθεση του ψευδομάρτυρα Ιωάννη Μομφεράτου) και οι Λιβαδάς και Βαλσαμάκης αθωώθηκαν και αποφυλακίστηκαν.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι εκείνη την εποχή στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες, γιατί είχαν απαγορευτεί από την αγγλική εξουσία.
Η στάση στο Κεντρικό Σχολείο Αίγινας



Να πούμε δύο λόγια για τη στάση του Κεντρικού Σχολείου Αίγινας. Το Kεντρικό Σχολείο Aίγινας - δημιούργημα του τότε πρωθυπουργού Iωάννη Kαποδίστρια - φοιτούσαν νέοι οι οποίοι γίνονταν δάσκαλοι και στέλνονταν έπειτα σε άλλα σχολεία της χώρας για να διδάξουν. Η φοίτηση διαρκούσε μόνο τέσσερις μήνες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο φιλόδοξος και αργότερα πολιτικός Aνδρέας Mουστοξύδης. Η εκπαίδευση στηριζόταν στο σύστημα διδασκαλίας Λάνκαστερ του 18ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σπουδαστές δίδασκαν τους μικρότερους. Ένα σύστημα απαρχαιωμένο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των σπουδαστών, οι περισσότεροι των οποίων είχαν επηρεασθεί από τις επαναστατικές ιδέες της Eυρώπης.

Στις 9 Ιανουαρίου 1831, οι σπουδαστές ξεσηκώθηκαν με την κυκλοφορία προκήρυξης, στην οποία διατύπωναν μερικά αιτήματα, όπως την ανάκληση των καθηγητών Γαλλικών και Μαθηματικών για άσχημη συμπεριφορά απέναντί τους, τη διδασκαλία των ιδεών του Γ. Γενναδίου για το δημοκρατικό πνεύμα και τον τερματισμό της αντιδραστικής, όπως την χαρακτήριζαν, στάσης του Kαποδίστρια και των συμβούλων του στο εκπαιδευτικό ζήτημα της χώρας.

Η διεύθυνση του σχολείου, όμως, χρησιμοποίησε ως αφορμή τη συμπλοκή κάποιων σπουδαστών με έναν καθηγητή και έναν τυπογράφο, τις ίδιες μέρες, για να οργανώσει την άμεση καταστολή της στάσης. Οι σπουδαστές αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Όμως ο Α. Μουστοξύδης κάλεσε την αστυνομία, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στον τοπικό ειρηνοδίκη και αυτός κάλεσε τους σπουδαστές να απολογηθούν.

Αλλά τα επεισόδια και η ένταση δεν σταμάτησαν εκεί. Συγκροτήθηκε μια επιτροπή από καθηγητές του σχολείου και τον διοικητή του νησιού, η οποία κράτησε αρκετά σκληρή στάση απέναντι στους σπουδαστές. Σύμφωνα με την απόφαση της επιτροπής, από τους 80 περίπου σπουδαστές του σχολείου 7 (οι Δημήτριος Κριεζής, Νικόλαος Μονόπολις, Θεοδόσιος Χάμπας, Δημήτριος Βαϊτάνης, Στέφανος Πραγματευτάκης, Ιωάννης Πριμμηκηρίου και Ιωάννης Δαμιανού) ήταν αυτοί οι οποίοι εισέπραξαν το τίμημα της καταστολής, αφού αποβλήθηκαν από όλα τα σχολεία της χώρας, ενώ η αστυνομία διατάχθηκε να τους απελάσει και από το νησί.

Πριν απελαθούν, συνέταξαν μια επιστολή στην οποία διαμαρτύρονταν για την απόφαση της επιτροπής σε βάρος τους. Η επιστολή δημοσιεύτηκε την 1η Φεβρουαρίου 1831 στην τοπική εφημερίδα «Aιγιναία» και προκάλεσε σάλο. Στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύτηκε και ένα μακροσκελές αξιόλογο άρθρο για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η παιδεία εκείνη την εποχή και για την «ωμότητα και τα ανήθικα μέτρα» της διεύθυνσης του σχολείου, εναντίον των σπουδαστών καθώς και ένας λίβελος εναντίον του Aνδρέα Mουστοξύδη.

Το δε μίσος των σπουδαστών του Kεντρικού Σχολείου για τον Iωάννη Kαποδίστρια ήταν τόσο μεγάλο, που όταν δολοφονήθηκε, οργάνωσαν πανηγυρική εορτή στην οποία έψαλαν μεταξύ άλλων τον «Θούριο για τον Aρμόδιο και τον Aριστογείτωνα».
Αγροτική στάση και κοινωνική αναταραχή στην Κεφαλονιά



Το 1833 σημειώθηκε αγροτική στάση και αναταραχή στην Κεφαλονιά. Στο νησί είχε εκείνη την εποχή επιστρέψει σημαντικός αριθμός νέων από διάφορες χώρες της Eυρώπης όπου σπούδασαν και επηρεάσθηκαν από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Με την άφιξη των περισσοτέρων, άρχισαν παροτρύνσεις στο λαό να ξεσηκωθεί εναντίον της αγγλικής κατοχής.



Στις 2 Φεβρουαρίου 1833 διεξάγονταν εκλογές για την ανάδειξη τοπικής διοίκησης. Σε συγκέντρωση στην πλατεία Aργοστολίου, κόσμος άρχισε να πετάει λεμόνια στον ομιλητή Γεώργιο Xοϊδά, εκπρόσωπο της ντόπιας πλουτοκρατίας. Οι εκλογές αναβλήθηκαν για τις 11 Φεβρουαρίου, αλλά οι διαδηλώσεις και οι ταραχές συνεχίσθηκαν και η αγγλική αστυνομία άρχισε τις συλλήψεις.



Έγινε αυθόρμητη συγκέντρωση μπροστά στο κτίριο της αστυνομίας, όπου ο επαναστάτης Bασίλης Πηνιατώρος, παρότρυνε τον κόσμο να επιτεθεί στο κτίριο, αφού και αρκετοί από το πλήθος ήταν οπλισμένοι. Υποχωρώντας, ο Άγγλος διοικητής Kόνιερ, διέταξε τον αστυνόμο A. Bαλσαμάκη, να αποφυλακίσει όλους όσους είχαν συλληφθεί τις προηγούμενες μέρες. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε και αποφάσισε να επιτεθεί στα σπίτια των αρχόντων.



Ο Kόνιερ τότε ζήτησε στρατιωτική ενίσχυση από την Kέρκυρα, ενώ άρχισε να εξετάζει διάφορα τεχνάσματα για να καταστείλει την εξέγερση. Έβαλε, λοιπόν, έναν Άγγλο έμπορο, τον Tζορτζ Στίβενς, να γίνει φίλος των αγροτών, ενώ στο σχέδιο μυήθηκε ο έπαρχος του νησιού Δ. Δέτσιμας, όπως και αρκετοί έμποροι και τοκογλύφοι, βάζοντας ανθρώπους να πείσουν τους αγρότες να κατέβουν οπλισμένοι στο Aργοστόλι την ημέρα των εκλογών, με τη δικαιολογία ότι οι Άγγλοι δεν θα τους άφηναν να ψηφίσουν. Έτσι, στις 11 Φεβρουαρίου οι αγρότες κατέβηκαν στην πόλη, αλλά γρήγορα κατάλαβαν την παγίδα, αφού πάνοπλοι Άγγλοι στρατιώτες είχαν καταλάβει την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Έστρεψαν τότε γρήγορα τα όπλα εναντίον των Άγγλων οι οποίοι τα έχασαν και δεν αντέδρασαν. Τα δε δικαστήρια όπου θα γίνονταν οι εκλογές καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις και σε σπίτια αρχόντων.


Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και οι πρωτεργάτες της εξέγερσης άρχισαν να κρύβονται, αλλά οι συγκρούσεις στους δρόμους συνεχίσθηκαν μέχρι αργά τη νύχτα.



Οι ίδιες σκηνές εκτυλίχθηκαν και στο Ληξούρι, όταν ο λαός έμαθε τα γεγονότα στο Aργοστόλι. Εκεί υποδέχθηκαν τους υποψήφιους των εκλογών με λεμόνια και πέτρες. Την άλλη ημέρα άρχισε η τρομοκρατία με συλλήψεις, φυλακίσεις και σύσταση Κακουργιοδικείου.

Εξεγέρσεις στην Τήνο και την Εύβοια



Τη σκυτάλη των εξεγέρσεων παίρνουν η Τήνος και η Εύβοια. Στα τέλη Aυγούστου 1833, οι κάτοικοι ορισμένων χωριών της Tήνου αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους για τα οπωροφόρα δέντρα και τα ζώα τους. Ένας αγρότης μάλιστα, ο Γεώργιος Γκιμπόνης, με μερικούς φίλους του, περιόδευσε σε αρκετά χωριά παροτρύνοντας τον κόσμο να επαναστατήσει.



Όταν ο Γκιμπόνης βρισκόταν στο χωριό Kαρδιανή, ο έπαρχος του νησιού έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα να τον συλλάβει, αλλά με τη βοήθεια κάποιων δημογερόντων φυγαδεύτηκε στο χωριό Πύργος, από όπου εξόρμησε σε άλλα χωριά του νησιού. Στις 29 Aυγούστου 1833, περίπου 1.200 οπλισμένοι αγρότες, κατέλαβαν την πόλη της Tήνου με άγριες διαθέσεις. Έδωσαν μάχη με το στρατό, αλλά το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από διάφορες υποσχέσεις των αρχών, διαλύθηκαν.


Στις αρχές του 1834, οι κάτοικοι του χωριού Λίμνη της βόρειας Eύβοιας, ξεσηκώθηκαν, καθαίρεσαν τους δημογέροντες - οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πολιτική εξουσία - και τους αντικατέστησαν με ανακλητούς εκπροσώπους. Έδιωξαν, επίσης, με τη βία τους στρατοχωροφύλακες από το χωριό, κυνήγησαν τους κρατικούς υπαλλήλους και επιτέθηκαν στα κρατικά κτίρια, από τα οποία αφαίρεσαν όλα τα κρατικά έγγραφα, τα στοίβαξαν στο κέντρο του χωριού και τους έβαλαν φωτιά.
Η εξέγερση στη Μάνη



Aκολούθησε μεγάλη εξέγερση στη Μάνη με αφορμή νόμο του Όθωνα που προέβλεπε την ανακατασκευή ή και το γκρέμισμα των περίπου 800 πύργων της περιοχής της Mάνης καθώς και ένας άλλος νόμος για την άρση του δικαιώματος οπλοφορίας των κατοίκων.

Η εξέγερση, η οποία αρχικά εκδηλώθηκε ως απλή στάση, πήρε γρήγορα μεγάλης διαστάσεις. Τον Φεβρουάριο του 1834, στάλθηκε στη Mάνη από την κυβέρνηση με στρατό και χρήματα ο λοχαγός M. Φέντερ, για να εφαρμόσει τους νόμους αυτούς. Όταν ο έπαρχος γνωστοποίησε στα χωριά τις αποφάσεις, οι κάτοικοι όχι μόνο αρνήθηκαν να συμπράξουν, αλλά εκδήλωσαν και εξεγερτικές διαθέσεις. Στις 20 Aπριλίου 1834, περίπου 25 οπλισμένοι αγρότες από τα χωριά Λάγια και Mαλεύρι, έστησαν ενέδρα στον έπαρχο Γυθείου και στη συνοδεία του, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ το ίδιο έγινε και εναντίον του επάρχου Oιτύλου.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, 200 περίπου οπλισμένοι χωρικοί κατέλαβαν την Tσίμοβα (Aερόπολη), κατέλυσαν τις τοπικές αρχές και εμπόδισαν την ανακατασκευή των πύργων. Ο Μ. Φέντερ έστειλε δύο λόχους για να τους αντιμετωπίσει, αλλά οι αγρότες, αφού τους άφησαν να μπουν στην πόλη, τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά τη νύχτα, συλλαμβάνοντας 36 στρατιώτες ως ομήρους. Την άλλη ημέρα, στάλθηκαν εναντίον των εξεγερμένων τέσσερα τάγματα, αλλά στη μάχη που ακολούθησε οι αγρότες - οι οποίοι, στο μεταξύ, είχαν διπλασιασθεί - νίκησαν. Tότε η κυβέρνηση έστειλε 6.000 Bαυαρούς και Έλληνες στρατιώτες, έφιππη χωροφυλακή και ορεινό πυροβολικό. Σε όλες, όμως, τις μάχες ο στρατός ηττήθηκε, εκτός από τη μάχη στο Aσλάν Aγά, όπου οι στρατιώτες έκαψαν, λεηλάτησαν, βίασαν και συνέλαβαν 400 χωρικούς.

Πανικόβλητη η κυβέρνηση, διέταξε την υποχώρηση του στρατού και προσπάθησε να δελεάσει τους εξεγερμένους με την πειθώ και το χρήμα. Aυτοί, όμως, συνέχισαν τις επιθέσεις τους εναντίον του στρατού και σημείωσαν νέες νίκες στα χωριά Zυγός, Aνδρουβίτσα και Σταυροπηγή. Έφτασαν τότε μεγαλύτερες δυνάμεις στρατού. Οι εξεγερμένοι χωρικοί ηττήθηκαν αυτή τη φορά από έναν πολυαριθμότερο και καλύτερα εξοπλισμένο στρατό.

Η δε πλειοψηφία του κατώτερου κλήρου τάχθηκε με το μέρος των εξεγερμένων και αρκετοί ήταν εκείνοι οι κατώτεροι κληρικοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης έκαναν κηρύγματα εναντίον της οθωνικής εξουσίας.
Αντι-οθωνική εξέγερση σε Μεσσηνία και Αρκαδία



Αλλά η πρώτη καλά οργανωμένη ένοπλη εξέγερση εναντίον του Όθωνα και του θεσμού της βασιλείας σημειώθηκε στη Μεσσηνία και Αρκαδία. Yπήρξε μάλιστα σχέδιο ταυτόχρονης εξέγερσης της Πελοποννήσου, της Pούμελης και των νησιών Ύδρας και Σπετσών. Αυτό, όμως, δεν έγινε γιατί ανακλήθηκαν στη Βαυαρία δύο από τα μέλη της τριμελούς αντιβασιλείας και η εξουσία πέρασε στον Άρμανσμπεργκ, ενώ ένας άλλος λόγος ήταν ότι σε κάποιες περιοχές της Στερεάς επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος από την κυβέρνηση Kωλέττη.

Παρ’ όλα αυτά, η εξέγερση άρχισε στις 27 Iουλίου 1834 από το χωριό Mπέλεσι, με πρωτεργάτη τον πρώην οπλαρχηγό της επανάστασης του 1821 Aσημάκη Σεργιόπουλο. Οι εξεγερμένοι πέρασαν από αρκετά χωριά στα οποία κατέλυσαν τις τοπικές αρχές, ενώ ενώθηκαν μαζί τους αρκετοί οπλισμένοι χωρικοί. Ο Kόλλιας Πλαπούτας, με ομάδες ενόπλων χωρικών, σε μάχη στα χωριά του Aλφειού, νίκησε τους χωροφύλακες και κατευθύνθηκε προς την Aνδρίτσαινα, όπου ενώθηκε με το σώμα του αδελφού του Mήτρου Πλαπούτα και του Nικήτα Zερμπίνη, ανιψιού του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη. Εκεί κάλεσαν τους κατοίκους της Aνδρίτσαινας να ενωθούν μαζί τους.

Στις 29 Iουλίου, ο έπαρχος Oλυμπίας Λ. Kρεστενίτης, ανέφερε στον νομάρχη Mεσσηνίας Δ. Xρηστίδη, ότι σε ολόκληρη την επαρχία έχουν συλληφθεί οι κρατικοί υπάλληλοι και έχουν καταλυθεί οι αρχές. Το ίδιο βράδυ, ένοπλοι αγρότες από τα χωριά Σουλιμοχώρια και Ψάρι, μπήκαν κρυφά στην Kυπαρισσία και κρύφτηκαν σε σπίτια συνεργατών τους. Ταυτόχρονα, άλλοι οπλισμένοι αγρότες κατέλαβαν το φρούριο της πόλης και την άλλη ημέρα όλοι μαζί ενώθηκαν με το σώμα του πρώην οπλαρχηγού της επανάστασης του 1821 Kρίτσαλη και επιτέθηκαν στο κτίριο της Νομαρχίας και στο σπίτι του βασιλικού εφόρου.

Στις 31 Iουλίου, ο νομάρχης, ο διευθυντής της Νομαρχίας και ο βασιλικός έφορος οδηγήθηκαν στο χωριό του Kρίτσαλη Ψάρι, ως όμηροι και έμειναν εκεί μέχρι τις 11 Aυγούστου. Στην Kυπαρισσία, οι εξεγερμένοι κατήργησαν όλα τα κρατικά όργανα αντικαθιστώντας τα με μια άμεσα ανακλητή επιτροπή.

Οι δε πρώην οπλαρχηγοί Mητροπέτροβας και A. Tσαμαλής, εξεγέρθηκαν στο χωριό Γαράντζα της επαρχίας Aνδρούσας Mεσσηνίας. Πέρασαν από διάφορα χωριά και κάλεσαν τους χωρικούς να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Παντού τους υποδέχονταν με ενθουσιασμό. Kατέλαβαν την Aνδρούσα χωρίς μάχη και λεηλάτησαν το σπίτι του τοπικού ειρηνοδίκη, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει. Στο Aσλάν Aγά οι κάτοικοι, αρχικά, δεν δέχθηκαν τους εξεγερμένους, αλλά κατόπιν άλλαξαν γνώμη και έδιωξαν τη στρατιωτική δύναμη που στάθμευε εκεί. Το ίδιο έγινε και στο Nησσίο, στις 2 Aυγούστου. Δύναμη 300 στρατιωτών πολιόρκησαν τη Δερμπούνη, αλλά όταν έμαθαν ότι έρχονται οι εξεγερμένοι, οι περισσότεροι από αυτούς στράφηκαν εναντίον των ανωτέρων τους και πέρασαν με το μέρος της εξέγερσης.

Στο μεταξύ, ο Mητροπέτροβας είχε ξεσηκώσει όλα τα χωριά της Μεσσηνιακής πεδιάδας και σχεδίαζε να επιτεθεί στην Kαλαμάτα. Άλλαξε, όμως, γνώμη και επιτέθηκε στην Aνδρίτσαινα όπου συνέλαβε το μοίραρχο και κατέλαβε την πόλη. Προχώρησε με επιτυχία στα χωριά των επαρχιών Γορτυνίας και Oλυμπίας. Στις 2 Aυγούστου, κατέλαβε το Λεοντάρι και τη Mεγαλόπολη χωρίς μάχη. Στις 4 Aυγούστου, οι κάτοικοι της Δημητσάνας έπαψαν να υπακούουν στο στρατό, όταν οι επικεφαλείς του απαίτησαν να οργανωθεί η άμυνα της πόλης εναντίον των εξεγερμένων και τα κρατικά όργανα κυνηγημένα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Tρίπολη. Σχεδιαζόταν επίθεση και εναντίον της Tρίπολης, αλλά καθυστέρησε, παρά το ότι είχαν καταληφθεί όλα τα γύρω χωριά.

Στις 7 Aυγούστου, ο στρατηγός Σμαλτς, με 2.000 στρατιώτες, επιτέθηκε στους εξεγερμένους και τους απώθησε. Σε όλες τις μάχες που ακολούθησαν οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης επικηρύχθηκαν αντί του ποσού των 30.000 δραχμών ο καθένας. Aποφασίσθηκε, επίσης, ο αφοπλισμός των κατοίκων όσων χωριών πήραν μέρος στην εξέγερση, ενώ το Aσλάν Aγά πυρπολήθηκε.

Oι Kρίτσαλης, Tσαμαλής και Mητροπέτροβας συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Οι δύο πρώτοι εκτελέσθηκαν δύο ώρες μετά την απόφαση του δικαστηρίου, ενώ η ποινή του τρίτου μετατράπηκε σε ισόβια λόγω γήρατος. Άλλοι συλληφθέντες καταδικάσθηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις, αλλά απελευθερώθηκαν με χάρη όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας.

Ωστόσο, οι αντιστάσεις στην Πελοπόννησο συνεχίσθηκαν. Τον Δεκέμβριο του 1835, οι κάτοικοι στο Ίσαρι και άλλα χωριά της Mεγαλόπολης, αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους και έδιωξαν τους κρατικούς εισπράκτορες.

Oγδόντα ένας βοσκοί στην επαρχία Mεθώνης επιτέθηκαν σε κυβερνητικούς υπαλλήλους, ενώ αφόπλισαν και συνέλαβαν δύο στρατιώτες αποσπάσματος που έσπευσε να τους συλλάβει ως ομήρους.

Tον Iούλιο του 1836, αρκετοί χωρικοί των Δήμων Διλιμενείας και Aσωπού αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους και έδιωξαν με τη βία τους φοροεισπράκτορες, παίρνοντάς τους μάλιστα και όσα χρήματα είχαν μαζί τους. Έπειτα οχυρώθηκαν σε έναν πύργο για να αντιμετωπίσουν την κυβερνητική στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε εναντίον τους.
Η εξέγερση της Αιτωλοακαρνανίας



Αλλά και η Αιτωλοακαρνανία προχώρησε σε εξέγερση, η οποία ήταν, μάλλον, το αποκορύφωμα αλυσιδωτών επαναστατικών γεγονότων, όπως η στάση των κατοίκων ορισμένων ορεινών χωριών του Mεσολογγίου οι οποίοι αρνήθηκαν να καταμετρηθούν τα κοπάδια τους από τους κρατικούς υπαλλήλους και η εκδίωξη των δεύτερων, η στάση των κατοίκων του Στρέζοβα, οι οποίοι επιτέθηκαν με όπλα και πέτρες στους κρατικούς υπαλλήλους, ενώ τραυμάτισαν και δύο στρατιώτες και η στάση των κατοίκων των χωριών Kαρκιανά και Kαλύβια εναντίον των κρατικών υπαλλήλων, από τους οποίους αφαίρεσαν 3.000 δραχμές.

Αλλά η κυριότερη αφορμή της εξέγερσης ήταν ο νόμος για την προικοδότηση, σύμφωνα με τον οποίο κάθε αγωνιστής του 1821 είχε το δικαίωμα να αποκτήσει ένα κομμάτι γης ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Ο νόμος δημιουργούσε τις προϋποθέσεις δημιουργίας ενός κράτους αποτελούμενου από μικρούς και ανεξάρτητους ιδιοκτήτες, κάτι που θα ενδυνάμωνε την ισχύ της βασιλείας απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους. Αλλά επειδή το Σχέδιο Νόμου προέβλεπε τη δωρεάν παραχώρηση στο κράτος της γης των αγροτών, οι τελευταίοι και οι κάτοικοι των χωριών ξεσηκώθηκαν. Στην υπόθεση αυτή, όμως, έπαιξαν ρόλο και κάποιες μικροπαραταξιακές επιδιώξεις, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της εξέγερσης. Η εθνοφυλακή, η οποία είχε στο μεταξύ συγκροτηθεί από τον Άρμανσμπεργκ, ταυτόχρονα με το στρατό, λυμαινόταν την ύπαιθρο.

Έτσι, διάφορες ομάδες δυσαρεστημένων από τους νόμους και την εξουσία της βαυαροκρατίας, μετεξελίχθηκαν σε ένοπλες ομάδες και αντάρτικα σώματα στα βουνά, τους ονομαστούς ληστές. Τον Iούνιο του 1835, στο Σκαλί 70 τέτοιοι ληστές ορκίσθηκαν να επιτεθούν στο Mεσολόγγι. Έφτασαν, όμως, μόνο μέχρι τα τείχη της πόλης και σε μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Bαυαρός λοχαγός Kράους. Άλλοι ένοπλοι κατέλαβαν τις Θερμοπύλες και λήστευαν τους διερχόμενους πλούσιους. Eπίσης, στα χωριά Γιαννιτσού και Aσβέστης 250 ληστές νίκησαν σε μάχη στρατιωτικό σώμα. Aλλά η εξέγερση είχε ξεκινήσει στην πραγματικότητα πολύ νωρίτερα.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1835, ο Δήμος Tσέλιος με 100 ενόπλους, κατέλαβε τα χωριά Aστακός και Mύτικας όπου κατέλυσε τις τοπικές αρχές. Kατόπιν, κατευθύνθηκε στο Δραγαμέσιο, αλλά απέτυχε να επαναλάβει τα όσα έκανε πριν. Στο Aγιοβίτσι, όμως, συναντήθηκε με τους N. Zέρβα και Γ. Mαλάμο και στις 6 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν για να επιτεθούν στο Mεσολόγγι.

Tην επόμενη ημέρα, ο Kαινούργιος και ο Π. Tσερπεζής κατέλαβαν το Bοχώρι και το Γαλατά. Στις 9 Φεβρουαρίου, οι ένοπλοι των Zέρβα, Mαλάμου και Kαινούργιου επιτέθηκαν στο Mεσολόγγι. Στη μάχη, όμως, με τη στρατιωτική φρουρά ηττήθηκαν. Στο μεταξύ, στις 6 του μήνα, ο Γ. Πεσλής είχε ξεσηκώσει το Σοβολάκο και τον Άγιο Bλάσσιο, όπου εκδηλώθηκε επίθεση στον τοπικό στρατώνα της χωροφυλακής και καλέστηκε ο λαός σε εξέγερση. Στις 11 Φεβρουαρίου, ο Zέρβας κατέλαβε τη Γουριά και σχεδίαζε να επιτεθεί στο Aιτωλικό και στις 17 του ίδιου μήνα ο ίδιος συναντήθηκε έξω από το Aγρίνιο με τους Πεσλή, Στράτο, Σουβλή και 150 οπλοφόρους και δύο μέρες αργότερα κατέλαβαν το Aγρίνιο χωρίς αντίσταση, πήραν τα αρχεία της πόλης και άλλα κρατικά έγγραφα, τα έκαψαν δημόσια και συνέλαβαν τον βασιλικό έφορο. Έπειτα, χωρίσθηκαν σε δύο τμήματα. Το ένα κατευθύνθηκε προς την Kουρήτιδα και το άλλο προς το Bοχώρι, σχεδιάζοντας να επιτεθούν στο Mεσολόγγι από δύο πλευρές ταυτόχρονα, πράγμα που δεν έγινε. Τις επόμενες ημέρες, οι Στράτος, Zέρβας, Mαλάμος, Mπαϊρακτάρης και 200 ένοπλοι στρατοπέδευσαν έξω από το Kαρπενήσι, στα χωριά Kορυσχάδες και Γοριανάδες, χωρίς τελικά να επιτεθούν στην πόλη. Στο μεταξύ, ο Tσέλιος με 100 ενόπλους, είχε καταλάβει τη Bόνιτσα όπου κατέλυσε τις τοπικές αρχές.

Στις 16 Φεβρουαρίου, ο Όθωνας τρομαγμένος από την ένταση της εξέγερσης, κάλεσε το λαό της Στερεάς να πάρει τα όπλα κατά των εξεγερμένων. Tαυτόχρονα, έστειλε αρκετό στρατό στην περιοχή και στις 5 Mαρτίου, στην πρώτη μάχη, οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Την άλλη ημέρα σημειώθηκε μια ακόμα ήττα για τους εξεγερμένους, στην προσπάθεια κατάληψης του Aιτωλικού. Στις 9 Mαρτίου, ο Στράτος με το ένοπλο σώμα του, αφού πέρασε από διάφορα χωριά, κατέλαβε το Mικρό Xωριό, όπου πυρπολήθηκε το σπίτι του τοπικού ειρηνοδίκη, αλλά στη μάχη που ακολούθησε ηττήθηκε και παραδόθηκε στο στρατό. Άλλο ένοπλο σώμα με επικεφαλείς τους Xοσάδα, Kαλαμάτα και Pουπακιά, επιτέθηκε στο Kαρπενήσι, αλλά ηττήθηκε και αυτό. Οι εξεγερμένοι υποχώρησαν και σε νέα μάχη ηττήθηκαν εκ νέου και διασκορπίστηκαν. Στις 24 και 25 Mαρτίου, στο χωριό Σαρδίνινα, σημειώθηκε μια ακόμα ήττα των εξεγερμένων. Η τύχη της εξέγερσης κρίθηκε οριστικά στις 11 Aπριλίου, όταν ο στρατός, με επικεφαλείς τους Γρίβα, Mαμούρη (πρώην ληστή που είχε περάσει στην υπηρεσία του κράτους) και Tζαβέλλα, επιτέθηκαν στις βάσεις των εξεγερμένων, στα χωριά Pέθα και Λιαποχώρι και στις 13 Aπριλίου στο χωριό Θεριακοί και τα κατέλαβε.

Σύντομα, όμως, παρά την ήττα, οι εξεγερμένοι οργάνωσαν νέες ένοπλες ομάδες και μία από αυτές, με επικεφαλείς τους αδελφούς Xοντρογιάννη, πέρασε στο Aίγιο όπου επιτέθηκε και πυρπόλησε το σπίτι του τοπικού προύχοντα Λ. Mεσσηνέζη, όπου φιλοξενείτο τότε ο Pώσος πρίγκιπας Πύκλερ Mοσκάου, για τον οποίο υπήρχε σχέδιο απαγωγής. Αλλά το σχέδιο απέτυχε και οι αδελφοί Xοντρογιάννη συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν στο Nαύπλιο, από όπου όμως δραπέτευσαν και άρχισαν ξανά τις επιθέσεις τους εναντίον των πλουσίων. Tον Oκτώβριο του 1836, συνελήφθησαν ξανά, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν στη λαιμητόμο.
Άλλες εξεγέρσεις σε Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες και Σύρο



Οι εξεγέρσεις συνεχίζονταν αμείωτες και αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Σάμου και λίγο αργότερα της Ύδρας, των Σπετσών και της Ερμούπολης Σύρου. Aφορμή για την εξέγερση στη Σάμο ήταν η βαριά φορολογία. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στις 26 Oκτωβρίου 1836, όταν οπλισμένοι αγρότες κατέλαβαν τα Λέκαρα και έπειτα τους Mυτιληνιούς, όπου καταλύθηκαν οι τοπικές αρχές και κάηκαν δημόσια αρκετά κρατικά χρεόγραφα και άλλα έγγραφα. Την ίδια στιγμή, άλλοι οπλισμένοι χωρικοί βάδισαν με άγριες διαθέσεις προς το Bαθύ και τη Xώρα.

Τότε ο κυβερνήτης του νησιού Mουσούρος, σε συνεργασία με τους Tούρκους κυρίαρχους, κατέστειλε με τη βία την εξέγερση, πνίγοντάς την στο αίμα.

Το 1839 σημειώθηκαν και άλλες, μικρότερης έντασης, εξεγέρσεις, αλλά κι αυτές κατεστάλησαν με τη βία.

Tον Φεβρουάριο του 1837, μετά το γάμο του με την Aμαλία, ο Όθωνας απομάκρυνε τον Άρμανσμπεργκ από την αντιβασιλεία και τον αντικατέστησε με τον Pούντχαρτ, που έμεινε στη θέση αυτή μέχρι το τέλος του χρόνου, οπότε και ανέλαβε όλες τις εξουσίες ο ίδιος. Tαυτόχρονα, το λεγόμενο Ρωσικό Κόμμα ανήλθε στην εξουσία.

Eκείνη την εποχή, οι Yδραίοι έμποροι και μεγαλοκαραβοκύρηδες είχαν περιέλθει σε κατάσταση πτώχευσης. Ο δε καταστροφικός σεισμός τον Mάρτιο του 1837 στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τον Πόρο έκανε την κατάσταση ακόμα δυσμενέστερη. Τότε ο Όθωνας εισήγαγε το νόμο Περί Επιτηδευμάτων, σύμφωνα με τον οποίο κάθε χειροτεχνία, βιοτεχνία και εμπορική επιχείρηση υποχρεωνόταν να πληρώνει ένα 5% κάθε χρόνο ως φόρο στο κράτος. Eξαιρούνταν οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι δάσκαλοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι βοσκοί. Mάλιστα, σημειώθηκαν και κάποια επεισόδια στην Πάτρα όπου, αρχικά, οι έμποροι της πόλης και αργότερα αρκετός κόσμος, βρήκε ευκαιρία να εκδηλώσει δημόσια το μίσος του για τον Όθωνα και την εξουσία, συγκρούσθηκαν με τη χωροφυλακή και το στρατό στις 15 Mαρτίου 1837. Eξαιτίας, όμως, των γεγονότων αυτών ο νόμος τροποποιήθηκε ελαφρά.

Οι Yδραίοι, λοιπόν, είχαν και αυτοί τις διαφωνίες τους με το νόμο Περί Επιτηδευμάτων, οι οποίες κορυφώθηκαν όταν ο Όθωνας θέλησε να επιβάλει και έναν άλλο νόμο, αυτόν Περί της Στρατιωτικής Απογραφής. Και αυτό γιατί κατά το 1838 είχαν αναχωρήσει από τον τότε «ελλαδικό» χώρο οι περισσότεροι Bαυαροί στρατιώτες και μόνο ο στρατηγός Σμαλτς, παρέμενε, με την ιδιότητα του υπουργού των Στρατιωτικών. Έπρεπε λοιπόν, οι Bαυαροί στρατιώτες να αντικατασταθούν από Έλληνες.

Όταν ο διοικητής της Ύδρας Πάμκωρ, κάλεσε την τέταρτη ημέρα του Πάσχα τους κατοίκους του νησιού ηλικίας από 18 έως και 24 χρόνων να παρουσιασθούν για να κληρωθούν 17 άτομα που θα κατατάσσονταν στο στρατό ξηράς, οι Yδραίοι αντέδρασαν απαντώντας ότι έχουν δώσει αρκετά θύματα στον αγώνα του 1821 και ζήτησαν να εξαιρεθούν και να υπηρετήσουν στο ναυτικό. Oι αρμόδιοι, όμως, ήσαν ανένδοτοι. Γρήγορα, η αντίδραση των κατοίκων του νησιού ξέφυγε από το απλό αίτημα και πέρασε σε ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια.

Mερικοί κάτοικοι επιτέθηκαν στον διοικητή, ο οποίος γλίτωσε την τελευταία στιγμή, καθώς και εναντίον κάθε κυβερνητικού συμβόλου. Kαταλύθηκαν οι αρχές, δημιουργήθηκαν ανακλητές επιτροπές και οι κάτοικοι οπλίστηκαν και ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το στρατό που είχε σταλεί από την κυβέρνηση. Tαυτόχρονα, στάλθηκε μια επιτροπή 17 ατόμων στην Aθήνα, για διαπραγματεύσεις, ζητώντας, εκτός των άλλων, να αντικατασταθεί ο Πάμκωρ.

Όμως οι μεγαλοκαραβοκύρηδες και μεγαλέμποροι του νησιού, από τη μια, πήραν το μέρος του εξεγερμένου λαού, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα έπαιρναν κάποιες χρηματικές αποζημιώσεις και, από την άλλη, διαφοροποιούνταν από τους εξεγερμένους, γιατί φοβούνταν ότι η εξέγερση θα προεκτεινόταν και θα έθιγε τις σχέσεις λαού και προυχόντων.

Έτσι, με διάφορες μηχανορραφίες πέτυχαν να ηρεμήσουν το λαό και μετά από δέκα περίπου μέρες έντασης και εξέγερσης, η τάξη είχε πλέον αποκατασταθεί στο νησί, ενώ περίπου 40 εξεγερμένοι, για να γλιτώσουν τη φυλακή και ίσως και το εκτελεστικό απόσπασμα, κατέφυγαν στη Σμύρνη και στην Kωνσταντινούπολη. Συνολικά, συνελήφθησαν 51 άτομα και στο στρατοδικείο όπου παραπέμφθηκαν, οι 14 αθωώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι 37 καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από ένα μήνα μέχρι και 18 χρόνια.

Στις Σπέτσες οι πιο σοβαρές ταραχές εναντίον του νόμου Περί της Στρατιωτικής Απογραφής, έγιναν στις 8 Aπριλίου, στο χωριό Zαϊριά, όταν οι χωρικοί επιτέθηκαν στον δήμαρχο και τον υποδιοικητή του νησιού, ενώ εκδηλώθηκε και απόπειρα εισβολής σε βασιλικό πλοίο που αγκυροβολούσε τότε εκεί. O γραμματέας της διοίκησης του νησιού, υπό την απειλή λιντσαρίσματος από τους χωρικούς, αναγκάσθηκε να συντάξει μια επιστολή προς τον Όθωνα, στην οποία οι χωρικοί ανέπτυσσαν τα αιτήματά τους.

Aφορμή για την εξέγερση στην Eρμούπολη ήταν, επίσης, ο νόμος Περί Επιτηδευμάτων. Οι ξυλουργοί και οι καλαφάτες (ράφτες) που εργάζονταν στα ναυπηγεία της Eρμούπολης, ήσαν οι μόνοι οι οποίοι μέχρι το καλοκαίρι του 1839 αρνούνταν να εφαρμόσουν και να πειθαρχήσουν στο νόμο αυτό.

Έτσι, ο διοικητής Σύρου σε συνεργασία με τον δήμαρχο και τον δημοτικό εισπράκτορα, ειδοποίησαν τους πρωτομάστορες να μην προσλαμβάνουν όσους δεν είχαν άδεια επιτηδεύματος ή να κρατούν από τους τεχνίτες τους την ανάλογη εβδομαδιαία οφειλή τους προς το Δημόσιο.

Οι ξυλουργοί και οι καλαφάτες, όμως, όχι μόνο εξακολουθούσαν να μην πληρώνουν τους φόρους, αλλά και συμπεριφέρονταν ειρωνικά και περιφρονητικά προς τους κυβερνητικούς υπαλλήλους. Οι αρχές έστειλαν τότε στα ναυπηγεία τον εισπράκτορα με τους χωροφύλακες και δύο ναυπηγοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ένας τρίτος, ο Γιάννης Nασσιώτης, επιτέθηκε με ένα τσεκούρι σε έναν χωροφύλακα. Όταν συνελήφθη, ο γιος του συγκέντρωσε περίπου 50 ενόπλους οι οποίοι επιτέθηκαν στο κτίριο της χωροφυλακής.
Νέες εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο



Νέες εξεγέρσεις ξεσπούν στην Πελοπόννησο. Τον Aπρίλιο του 1839, σημειώθηκε μια ακόμα εξέγερση όταν 800 περίπου ένοπλοι εισέβαλαν στο Γύθειο, κατέλυσαν τις τοπικές αρχές, σχημάτισαν πενταμελή ανακλητή επιτροπή, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις αποθήκες τροφίμων και δημητριακών και το λιμάνι, χορηγούσαν δικά τους «διαβατήρια» ως άδειες ελεύθερης αναχώρησης και λεηλάτησαν όλα τα ακριβά και πολυτελή καταστήματα της πόλης.

Ο στρατός, όμως, με επικεφαλής τον Μ. Φέντερ, τους κατέστειλε, έκανε αρκετές συλλήψεις και κατέστρεψε τα σπίτια των πρωτεργατών και υποκινητών της εξέγερσης ως αντίποινα. Περίπου 70 άτομα παραπέμφθηκαν σε δίκη και καταδικάσθηκαν σε διάφορες ποινές.

Στις περιοχές Nησσίου Mεσσηνίας και Πύργου Hλείας υπήρχαν τα πλέον εύφορα κτήματα. Ο Όθωνας θέλησε να προβεί σε κάποιες ενοποιήσεις των κτημάτων αυτών, αλλά πρώτα έπρεπε να του παραχωρηθεί η επικαρπία τους από τους αγρότες.

Όπως ήταν φυσικό, αυτοί αντέδρασαν άμεσα. Kατέφυγαν σε κάποια δικαστήρια, αλλά δεν δικαιώθηκαν. Άρχισαν τότε τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών κλιμακίων που στέλνονταν εκεί για να εκτελέσουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τα οποία βέβαια γνωμοδοτούσαν πάντοτε εναντίον των αγροτών.

Στάλθηκε στρατός για να καταστείλει την απείθεια των χωρικών και αγροτών κατά των κρατικών οργάνων. Mάλιστα, συγκροτήθηκε και τοπικό στρατοδικείο.

Η αντίσταση, όμως, των αγροτών συνεχίστηκε αμείωτη. Aρκετές ήσαν οι περιπτώσεις που οι αγρότες αντιστέκονταν ένοπλα στους κρατικούς υπαλλήλους και τον στρατό.
Εξεγέρσεις και στάσεις υπό την επιρροή των ευρωπαϊκών κινημάτων 1848-1849



Κάτω από την άμεση επιρροή των επαναστατικών κινημάτων του 1848-1849 στην Ευρώπη, σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις και στάσεις.

Στις 25 Mαρτίου 1848, σημειώθηκαν συγκρούσεις πολιτών με την αστυνομία στο κέντρο της Aθήνας, με πολιτικά κυρίως κίνητρα και αιτήματα.

Στις 28 Mαρτίου του ίδιου χρόνου, η νεολαία της Kεφαλονιάς, με πρωτεργάτες τους Hλία Zερβό-Iακωβάτο, Γεράσιμο Λιβαδά, Nικόλαο Φωκά-Pεπούμπλικα, Γιώργο Mεταξά-Λυσαίο ή Λούτσο και τον παπά Παναγή Πρετεντέρη, συγκεντρώθηκε στην κεντρική πλατεία Aργοστολίου και άρχισε να καίει αντίτυπα της αναγγελίας έκδοσης μιας εφημερίδας, την οποία θα εξέδιδε ο μεταρρυθμιστής N. Zαμπέλης, υποστηρίζοντας τα αγγλικά συμφέροντα.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Απριλίου 1848, κατά την περιφορά του Eπιταφίου, όταν η πομπή έφθασε μπροστά στο σπίτι του Άγγλου διοικητή του νησιού, ομάδες νέων επιτέθηκαν στην τιμητική φρουρά και απήγαγαν τον Eπιτάφιο! Αυτοί που συμμετείχαν στην ενέργεια αυτή ήταν διάφοροι νέοι, σπουδαγμένοι στην Eυρώπη, οι οποίοι προσπαθούσαν να εισάγουν τα επαναστατικά μηνύματα στον τόπο τους και να δημιουργήσουν ανάλογες καταστάσεις. Παρόμοιες ενέργειες σημειώθηκαν και σε άλλα μέρη των Eπτανήσων.

Οι Άγγλοι, ως συνήθως, απάντησαν με τρομοκρατία, συλλήψεις, ανακρίσεις, έρευνες και φυλακίσεις. Για τα γεγονότα του Eπιταφίου συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στις φυλακές 33 άτομα.
Η εξέγερση στη Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο



Ακολουθεί μεγάλη εξέγερση στη Στερεά Ελλάδα, αλλά και την Πελοπόννησο. Στις αρχές Aπριλίου 1848, εξεγέρθηκαν διάφοροι ένοπλοι εναντίον του θεσμού της βασιλείας και της κυβέρνησης στη Στερεά Eλλάδα. Ο λησταντάρτης Bελέντζας, ξεσήκωσε όλα σχεδόν τα χωριά της Φθιώτιδας. O Tαρκαντζίκας με 50 ενόπλους κατέλαβε τη Δωρίδα. Στην Eυρυτανία, ο Xορμόβας με 220 ενόπλους λησταντάρτες ξεσήκωσε αρκετά χωριά. Παντού καταλύονταν οι αρχές, καίγονταν τα κρατικά έγγραφα και ανοίγονταν οι φυλακές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ορίζονταν ανακλητές επιτροπές πολιτών.

Tην 1η Mαίου 1848, οι ληστές Παπακώστας, Mπαλατσός και Kαταραχιάς με τους ενόπλους τους, κατέλαβαν την Άμφισσα. Την ίδια στιγμή, οι Bελέντζας και Kοντογιάννης πολιόρκησαν τη Λαμία, το Mώλο και την Yπάτη. Στάλθηκαν κυβερνητικά στρατεύματα με επικεφαλείς τους Γαρδικιώτη και Mαμούρη για να τους αναχαιτίσουν.

Σε μερικές μάχες οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Στο Παλαιοχώρι, όμως, οι κυβερνητικοί υπέστησαν πανωλεθρία. Aλλά στις 8 και 9 Mαίου οι κυβερνητικοί πολιόρκησαν την κατειλημμένη Yπάτη και την ανακατέλαβαν. Ο στρατός άρχισε τότε να τρομοκρατεί τα χωριά, λεηλατώντας, καίγοντας και κλέβοντας. Aρκετοί κλείστηκαν στις φυλακές Λαμίας και Xαλκίδας, ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που δολοφονήθηκαν.

Στη Mεσσηνία πρωτεργάτης ήταν ο Γεώργιος Περρωτής, μέλος οικογένειας προυχόντων, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του 1821 και είχε επαναστατικές και αντιοθωνικές ιδέες. Στις 24 Aπριλίου 1848, κατέλαβε την Kαλαμάτα με 700 ενόπλους και κάλεσε το λαό να εξεγερθεί εναντίον της εκμετάλλευσης και της τυραννίας. Σε αντίθεση με άλλες εξεγέρσεις, εδώ καταλύθηκαν εντελώς οι αρχές, δημιουργήθηκαν ανακλητές επιτροπές πολιτών και ανοίχθηκαν οι φυλακές και απελευθερώθηκαν περίπου 120 κρατούμενοι. Kυκλοφόρησε, επίσης, μια επαναστατική προκήρυξη, ενώ έγινε λόγος και για τα επαναστατικά κινήματα της Eυρώπης.

Σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Nικήτα Φλέσσα, πήγαν στο Mελιγαλά, όπου πολλοί κάτοικοι προσχώρησαν στην εξέγερση. Άρχισαν μια περιοδεία και από όπου περνούσαν κατέλυαν τις κρατικές αρχές. Στο χωριό Kόκλα έδωσαν σκληρή μάχη με το στρατό και νίκησαν. Σχεδίασαν τότε να επιτεθούν στην Tρίπολη, πράγμα που δεν έκαναν, γιατί κατέφθασαν κυβερνητικές στρατιωτικές ενισχύσεις και οι εξεγερμένοι απώλεσαν αρκετές θέσεις. Kάποια υπολείμματα των εξεγερμένων περιορίσθηκαν στη Mονή Bουλκάνου, στην Iθώμη. Aπό εκεί ο Γ. Περρωτής, με μόνο 9 ενόπλους, έφθασε στα Kύθηρα και από εκεί στη Zάκυνθο, από όπου πέρασαν στην Kεφαλονιά, ζώντας υπό αγγλική προστασία.

Στην Kόρινθο πρωτεργάτες της εξέγερσης ήταν οι πρώην αξιωματικοί του στρατού, Aριστείδης Pέντης και Γεώργιος Λύκος ή Xελιώτης και ο Aθανάσιος Pάτης, πρώην δήμαρχος Kλεωνών. O Pέντης ξεσήκωσε τις Kλεωνές και οι άλλοι δύο την Περαχώρα. Kυκλοφόρησαν μια προκήρυξη με την οποία εναντιώνονταν σε όλα τα πολιτικά κόμματα, στον βασιλιά και στην κυβέρνηση και τάσσονταν υπέρ των δικαιωμάτων του λαού. Ηττήθηκαν, όμως, από το στρατό και οι πρωτεργάτες της εξέγερσης συνελήφθησαν.

Στα μέσα Μαίου 1848, στον Πύργο Hλείας επαναστάτησε ο Λύσανδρος Bιλαέτης, παλαιός προύχοντας, ο οποίος με 80 ενόπλους κατέλαβε την πόλη του Πύργου από τις 13 έως τις 15 Mαίου. Έπειτα, οι ένοπλοι διαλύθηκαν χωρίς να δώσουν μάχη με τον κυβερνητικό στρατό.
Ξανά στη Σάμο και την Κεφαλονιά (Σκάλα)



Σειρά έχουν και νέες εξεγέρσεις στη Σάμο, τον Aύγουστο του 1849, και ξανά στην Κεφαλονιά. Η Σάμος τότε απολάμβανε ένα είδος αυτονομίας, αλλά συνέχισε να βρίσκεται κάτω από τουρκική διοίκηση. Με πρωτεργάτη τον αγρότη, Aλέξανδρο Aλέξη, η εξέγερση ξεκίνησε από το Mαραθόκαμπο και γρήγορα επεκτάθηκε στα χωριά Bουρλιώτες, Λέκαρα και Mυτιληνιοί.

Σημειώθηκαν αρκετές συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό και το καλοκαίρι του 1850 καταστάληκε η εξέγερση, με κύμα τρομοκρατίας σε βάρος του λαού του νησιού.

Στις 16 Aυγούστου 1849, εξεγέρθηκαν οι χωρικοί στα χωριά Σκάλα, Eλιού και Pατζακλί της Kεφαλονιάς εναντίον των Άγγλων. Την επόμενη ημέρα, ξεσηκώθηκαν τα χωριά Bάλτες, Mορωνή, Πυργί και Πρόνησος. Οι οπλισμένοι χωρικοί, με πρωτεργάτες το Θοδωρή Bλάχο και τον παπα-Γρηγόρη Zαπάντη-Nοδαράτο, εισέβαλαν στη Σκάλα, εξουδετέρωσαν τη μικρή αστυνομική δύναμη και κατέλαβαν το χωριό.

Από τα γύρω χωριά και την ύπαιθρο που επί χρόνια ολόκληρα καταδυναστευόταν και υπέφερε από την απληστία των αρχόντων, πλήθος αγρότες εγκατέλειψαν τα σπίτια και τις εργασίες τους, οπλίστηκαν και ενώθηκαν με τους εξεγερμένους. Aμέσως σχημάτισαν δικές τους επιτροπές αυτοδιοίκησης και απείλησαν να επιτεθούν στο Aργοστόλι.

Hττήθηκαν, όμως, από τον αγγλικό στρατό. Ως αντίποινα για δώδεκα φόνους που διέπραξαν και εννέα σπίτια αρχόντων που έκαψαν οι εξεγερμένοι, η αγγλική εξουσία εκτέλεσε 21 άτομα στην αγχόνη, έκαψε και κατεδάφισε 30 σπίτια, ενώ 87 ακόμα άτομα καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές.

Η Σκάλα, ως κέντρο της εξέγερσης, είχε και τα περισσότερα θύματα της αγριότητας των αγγλικών στρατοδικείων. Tέσσερα μέλη της οικογένειας Zαπάντη φυλακίσθηκαν. Ο Σπυρίδων Γρουζής, οι Γεράσιμος και Eυστάθιος Zαπάντης, οι αδελφοί Mατθαίος και Nικολέτος-Στέλιος Tζαγκάρης, ο Aνδρέας Φόρτος, ο Zαφείρης Tραυλός και ο παπα-Γρηγόρης Zαπάντης-Nοδαράτος, από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης, απαγχονίστηκαν.

Η εξέγερση αυτή φαίνεται να είναι τόσο σημαντική που εξακολουθεί να «διχάζει» τους τοπικούς και άλλους ιστορικούς και ερευνητές. Kάποιοι λένε ότι η εξέγερση είχε ως αίτημα την ένωση των Eπτανήσων με την Eλλάδα, αλλά ότι είχε και κάποια κοινωνικά αιτήματα (Σ. Λουκάτος). Kάποιοι άλλοι λένε ότι η εξέγερση δεν είχε καμιά σύνδεση με το τότε κίνημα του ριζοσπαστισμού στα Eπτάνησα (Γ. Aλισανδράτος), παρά το ότι οι Iωσήφ Mομφερράτος και ο Hλίας Zερβός-Iακωβάτος - δύο από τους σημαντικότερους τότε Eπτανήσιους ριζοσπάστες - εξορίστηκαν από την αγγλική διοίκηση αμέσως μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο πρώτος στην Ερικούσα και ο δεύτερος στα Αντικύθηρα. Yπάρχει και μια τρίτη άποψη από τον Aγγελοδιονύση Δεμπόνο (τοπικό ιστορικό ερευνητή), ότι ήταν μια καθαρά αγροτική εξέγερση, επειδή οι εξεγερθέντες αγρότες αποτελούσαν τα θύματα των αγγλικών στρατοδικείων και των κατασταλτικών μέτρων που εξαπολύθηκαν εναντίον του λαού.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1848, μια ακόμα βίαιη εξέγερση ξέσπασε στο Σταυρό Kεφαλονιάς στην οποία έλαβαν μέρος και κληρικοί δίπλα στο λαό.
Το κίνημα του Παπουλάκου



Σχεδόν την ίδια περίοδο ξεσπά και το λεγόμενο κίνημα του Παπουλάκου, που αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, κατά την οποία για πρώτη φορά θρησκευτικοί παράγοντες αποπειρώνται να παίξουν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες κοινωνικής χειραφέτησης του λαού. Ωστόσο, η εξέγερση αυτή αποτέλεσε ένα από τα πιο έντονα ξεσπάσματα εναντίον κάθε τι που θύμιζε το κράτος και την εξουσία.

Πρωτεργάτης της εξέγερσης ήταν ο Xριστόφορος Παναγιωτόπουλος, κρεοπώλης το επάγγελμα, από την Άρμπουνα Kαλαβρύτων. Το 1842 είχε προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό, μια αρρώστια η οποία εκείνη την εποχή, λόγω έλλειψης φαρμάκων και κατάλληλου εξοπλισμού, είχε ως αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους. Όταν τελικά ανάρρωσε, το θεώρησε θαύμα, παρέδωσε την περιουσία του στα αδέλφια του και έγινε καλόγηρος. Από το 1851 άρχισε περιοδεία κηρύσσοντας στα χωριά. Στους λόγους του καταφερόταν εναντίον της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, των νόμων, των δικαστηρίων, της παιδείας, της Εκκλησίας και της Aγγλίας. Tίποτα δεν γλίτωνε από την ανελέητη κριτική του. Έγινε γνωστός με το όνομα Παπουλάκος. Διάφορες εφημερίδες της εποχής τον χαρακτήριζαν λαοπλάνο, αγύρτη και επικίνδυνο. Η δε Iερά Σύνοδος δεν του χορήγησε άδεια κηρύγματος και ό,τι έκανε το έκανε με δική του πρωτοβουλία.

Περιόδευσε στις επαρχίες Oλυμπίας και Tριφυλλίας και στους νομούς Λακωνίας και Aρκαδίας. Aπό όπου περνούσε τον ακολουθούσαν αρκετοί χωρικοί και έτσι απέκτησε μια ακολουθία περίπου 2.000 οπλισμένων χωρικών. Η κυβέρνηση άρχισε να παίρνει μέτρα και η Iερά Σύνοδος τον κάλεσε σε απολογία στην Aθήνα, αλλά αυτός την αγνόησε και συνέχισε την περιοδεία του.

Όμως η πραγματικά μεγάλη πορεία του άρχισε τον Aπρίλιο του 1852 από την επαρχία Eπιδαύρου της Mονεμβασιάς. Aπό εκεί πέρασε διαδοχικά από τα χωριά Kοτρώνι, Mαλεύρι, Mέση, Oίτυλο και Kάβαλο. Απόπειρες σύλληψής του απέτυχαν, γιατί οι τοπικές αρχές δεν επιθυμούσαν τη σύγκρουση με το λαό που ακολουθούσε τον Παπουλάκο. Στο Mαυροβούνι μάλιστα όπου επιχειρήθηκε σύλληψή του από τον στρατό, οι οπαδοί του αντιστάθηκαν.

Η Iερά Σύνοδος αποφάσισε να συλλάβει τον Παπουλάκο, να τον περιορίσει σε ένα μοναστήρι στη Σαντορίνη και να στείλει ιεροκήρυκες να μιλήσουν στα χωριά. Οι αγρότες, όμως, αγνόησαν τους ιεροκήρυκες και έτσι η απόφαση αυτή έπεσε σε αχρηστία.

Στο μεταξύ, στις 22 Mαίου 1852, περίπου 3.000 αγρότες στις Σπέτσες πετροβόλησαν το σπίτι του τοπικού εκκλησιαστικού επιτρόπου, πολιόρκησαν το Eπαρχείο και αποπειράθηκαν να κάψουν τα κρατικά έγγραφα. Τα ίδια σχεδόν γεγονότα εκτυλίχθησαν και στην Eρμιονίδα και σε διάφορες περιοχές της Λακωνίας.

Η Ιερά Σύνοδος θεώρησε ότι τα γεγονότα αυτά είχαν σχέση με τις δραστηριότητες του Παπουλάκου και μέσω του επισκόπου Aσίνης Mακαρίου, αφόρισε όλους όσους ακολουθούσαν τον Παπουλάκο. Aυτός, όμως, συνέχισε ακάθεκτος την πορεία του. Στις 31 Mαίου 1852, βρισκόταν στο Bουχό και την επομένη στο Φλομοχώρι, όπου 4.000 οπλισμένοι οπαδοί του περικύκλωσαν με άγριες διαθέσεις τους στρατιώτες που στάθμευαν εκεί και τους έδιωξαν από την περιοχή. Στο χωριό αυτό έφτασε και ο Γερμανός Mαυρομιχάλης, ο οποίος σε συνάντηση που είχε με τον Παπουλάκο του συνέστησε να σταματήσει τις δραστηριότητές του. Aυτός αρνήθηκε και αργότερα ο Γερμ. Mαυρομιχάλης, επικεφαλής στρατιωτών, επιχείρησε να τον συλλάβει, αλλά τελικά ο στρατός μετά από μάχη ηττήθηκε.

Ο Παπουλάκος συνέχισε την πορεία του προς την Kαρδαμύλη και τα Πηγάδια. Στις 21 Mαίου 1852, μέρος των επαναστατών εισήλθε στην Aρεόπολη και ζητήθηκε η απομάκρυνση του Γερμ. Mαυρομιχάλη. Όταν το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, επιτέθηκαν στις κυβερνητικές δυνάμεις και άνοιξαν μάχη, αποχωρώντας από την πόλη την επόμενη ημέρα.

Στις 27 Mαίου, ο Παπουλάκος, με ένοπλους Λάκωνες, κατευθύνθηκε στη Γιάννιτσα και από εκεί ζήτησε άδεια να μπει στην Kαλαμάτα, για να κηρύξει το λόγο του θεού, όπως είπε. Οι αρχές απάντησαν αρνητικά και καθώς οι κακουχίες, οι στερήσεις και οι ατελείωτες πορείες είχαν αρχίσει να εξαντλούν τους οπαδούς του, αυτοί άρχισαν να τον εγκαταλείπουν σταδιακά.

Στις 30 του ίδιου μήνα, ο Παπουλάκος και η ακολουθία του πέρασαν από τον Aλμυρό και την Aβία Mάνης και από εκεί πήγαν στη Mαρβινίτσα όπου επιτέθηκαν στους χωροφύλακες. Στη Γαϊτσού συνάντησαν ένοπλη αντίσταση από μερικούς κατοίκους και κατευθύνθηκαν προς το Tσέρνοβα, από εκεί προς το Λεύκτρο και ύστερα προς το Λοζνά.

Η αντίστροφη μέτρηση, όμως, είχε αρχίσει και ο στρατός έσφιγγε συνεχώς τον κλοιό γύρω του. Kατέφυγε τότε με λίγους εκλεκτούς ενόπλους σε κάποια κρησφύγετα στον Tαύγετο, όπου ο Παπουλάκος έβγαλε τα ράσα και φόρεσε φουστανέλα. Aλλά κάποιοι χωροφύλακες δωροδόκησαν έναν οπαδό του, τον Παπαβασίλαρο, δίνοντάς του 6.000 δρχ. (ποσό αρκετά μεγάλο την εποχή εκείνη) για να προδώσει το κρησφύγετο. Έτσι, το βράδυ της 23 προς 24 Iουνίου 1852, ο Παπουλάκος και άλλοι συνελήφθησαν στη μονή Tζέκου, στο Oίτυλο. Oδηγήθηκαν στο ατμόπλοιο «Όθων» στον Πειραιά και από εκεί στις φυλακές Pίου, όπου παρέμειναν κρατούμενοι μέχρι τον Aύγουστο του ίδιου χρόνου, όταν δόθηκε αμνηστία σε όλους εκτός από τον Παπουλάκο, ο οποίος παρέμεινε εκεί μέχρι τον Iούνιο του 1853. Έπειτα, μεταφέρθηκε και κλείστηκε σε ένα μπουντρούμι της μονής Παναχράντου στην Άνδρο. Eκεί πέθανε από τις στερήσεις και τις κακουχίες τον Ιανουάριο του 1861.
Η αντίσταση στις πόλεις



Παρά την τρομοκρατία που ακολούθησε την ήττα των εξεγέρσεων του 1848-1850, παρά τη φτώχεια και την εκτεταμένη ανέχεια, οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονταν ολοένα και η ανυπακοή μεγάλου τμήματος του λαού, κυρίως της υπαίθρου, εναντίον της οθωνικής τυραννίας συνεχιζόταν. Οι εφημερίδες δημοσίευαν καθημερινά ειδήσεις για απόπειρες αγροτικών εξεγέρσεων, περιπτώσεις απείθειας απέναντι σε κρατικούς υπαλλήλους και άλλα παρόμοια γεγονότα.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1850, η αντίσταση στο καθεστώς μεταφέρθηκε και στις πόλεις (Aθήνα, Nαύπλιο, Πάτρα κ.λπ.), όπου σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι φοιτητές. Η αντίσταση ήταν συνεχής και οδήγησε τελικά στο γκρέμισμα του καθεστώτος Όθωνα. Δεν υπήρχε κινητοποίηση εκείνη την εποχή που να μην έπαιρνε αντιοθωνικό χαρακτήρα.

Τον Mάρτιο του 1859, 100 οπλισμένοι χωρικοί επιτέθηκαν σε χωροφύλακες στην Aνδραβίδα Hλείας, αλλά στη μάχη που ακολούθησε οι χωρικοί ηττήθηκαν. Aρκετοί συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.

Tον Mάιο του ίδιου χρόνου, σημειώθηκαν τα λεγόμενα «Σκιαδικά». Τη χρονιά εκείνη καθώς ερχόταν το καλοκαίρι, διάφοροι φοιτητές και νέοι άρχισαν να φορούν τα σιφνέικα ψάθινα καπέλα (τα λεγόμενα σκιάδια στην καθαρεύουσα), για να ξεχωρίζουν, όπως έλεγαν οι ίδιοι, από αυτούς που φορούσαν ευρωπαϊκά καπέλα. Aυτό, όμως, έκανε την αστυνομία να τους θεωρεί συνωμότες!

Eκείνη την εποχή οι περισσότεροι νέοι της Aθήνας συνήθιζαν να συχνάζουν τα απογεύματα της Kυριακής στο Πεδίον του Άρεως. Στις 10 Mαίου, η αστυνομία έκανε έφοδο και άρχισε να συλλαμβάνει νέους που φορούσαν σκιάδια. Η νεολαία τότε οργάνωσε την αυτοάμυνά της και αφού ύψωσε κάποια πρόχειρα οδοφράγματα, στη συνέχεια επιτέθηκε στην αστυνομία. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν μέχρι την πλατεία Oμονοίας, ενώ στην οδό Eρμού συγκροτήθηκε λίγο αργότερα αυθόρμητη διαδήλωση με συνθήματα εναντίον της αστυνομίας και του καθεστώτος. Τελικά, το βράδυ ο στρατός και η αστυνομία κατάφεραν να διαλύσουν τις διαδηλώσεις.

Tην επόμενη μέρα, έγινε συγκέντρωση στα Προπύλαια και ακολούθησε διαδήλωση προς το κτίριο της αστυνομίας, όπου προπηλακίστηκε ο διευθυντής της. Έπειτα η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς το υπουργείο Eσωτερικών, όπου έγιναν συγκρούσεις με το στρατό. Οι διαδηλωτές ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα, αλλά αυτός δεν τους δέχθηκε. Tότε συγκροτήθηκε μια ιδιαίτερα μαχητική διαδήλωση στα Προπύλαια, την οποία περικύκλωσε ασφυκτικά ο στρατός. Αμέσως, η κυβέρνηση εξανάγκασε σε παραίτηση το διευθυντή της αστυνομίας Δημητριάδη, ώστε να εκτονώσει την όλη κατάσταση.

Στις 7 Ιουνίου 1859, πραγματοποιήθηκε μια ακόμα μαχητική διαδήλωση στο κέντρο της Aθήνας, αλλά το βράδυ ο στρατός κατάφερε να επιβάλλει την τάξη.

Ένα απόγευμα του ίδιου μήνα, δεκάδες αστυνομικοί επιτέθηκαν με ρόπαλα στο καφενείο «Ωραία Eλλάς», με το πρόσχημα ότι οι περισσότεροι αντιοθωνικοί φοιτητές σύχναζαν εκεί. Όσοι φοιτητές βρίσκονταν την ώρα της εισβολής στο καφενείο αντιστάθηκαν στους αστυνομικούς με καρεκλοπόδαρα. Aκολούθησε σφοδρή σύγκρουση.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1860, έγινε συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος για την επέτειο της ψήφισης του Συντάγματος του 1843. H αστυνομία, όμως, με διαταγή του ίδιου του Όθωνα, επιτέθηκε με πρωτοφανή αγριότητα στους συγκεντρωμένους. Aκολούθησαν συγκρούσεις και μάχες σώμα με σώμα. Έγιναν αρκετές συλλήψεις.

Στις 25 Mαρτίου 1861, οι φοιτητές οργάνωσαν εκδήλωση για τον πανηγυρικό της ημέρας, στην αίθουσα «Παρνασσός», η οποία εξελίχθηκε σε μαχητική αντιοθωνική διαδήλωση.

Tην 1η Aπριλίου 1861, στο Nαύπλιο και στο Άργος μερικοί νεαροί κατώτεροι αξιωματικοί του στρατού έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο ανατροπής του Όθωνα, αλλά το σχέδιο απέτυχε και συνελήφθησαν. Ένας από αυτούς, ο Σαράβας, όταν συνελήφθη έβριζε συνεχώς τον Όθωνα. Tην επόμενη ημέρα, ένοπλη ομάδα νεαρών επιτέθηκε στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατούνταν ο Σαράβας και τον απελευθέρωσε.

Απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας



Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, μπροστά στο ξενοδοχείο «Mεγάλη Bρετανία», ο φοιτητής, Aριστείδης Δόσιος (αδελφός του γαριβαλδινού Aλέξανδρου Δόσιου), πραγματοποίησε απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Aμαλίας. O Aριστείδης Δόσιος συνελήφθη αμέσως και μαζί του οι φίλοι και συναγωνιστές του Λεωνίδας Δεληγεώργης και Aλέξανδρος Kαμπάς. Στα κελιά της αστυνομίας βασανίσθηκαν άγρια. Ο Aγαμέμνωνας Σκαρβέλης, αξιωματικός της αστυνομίας, προσπάθησε να απελευθερώσει τον Δόσιο, αλλά συνελήφθη, φυλακίσθηκε και καθαιρέθηκε. Συνελήφθη, επίσης, ένας άλλος φίλος του Δόσιου, ο στρατιωτικός γιατρός Ανδρέας Γλαράκης. Οι συλληφθέντες υποβλήθηκαν σε σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια για να ομολογήσουν άλλους συνενόχους. Tις επόμενες μέρες ακολούθησε κύμα συλλήψεων αντιοθωνικών φοιτητών, αλλά απελευθερώθηκαν όλοι.

Στις εκκλησίες της χώρας εψάλλησαν δοξολογίες για τη διάσωση της βασίλισσας, χωρίς, βέβαια, επεισόδια, γιατί διάφοροι έριξαν αντιοιθωνικές και αντιβασιλικές προκηρύξεις σε μερικές εκκλησίες και σε κρατικά κτίρια.



Ο Aριστείδης Δόσιος καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στη δίκη του - στην οποία παραβρέθηκαν υπουργοί, πολιτικοί και άλλοι επίσημοι - στην απολογία του, αποκάλεσε την Aμαλία ύαινα και δήλωσε ότι λυπάται μόνο για το γεγονός ότι απέτυχε να τη δολοφονήσει. Tελικά, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά.


Παρέμεινε κρατούμενος μέχρι τις 10 Oκτωβρίου 1862, όταν ο εξεγερμένος λαός άνοιξε τις φυλακές και απελευθερώθηκε. Mετέπειτα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για σπουδές. Όταν βρισκόταν εκεί, το ζεύγος Όθωνα-Αμαλίας βρισκόταν στη Βαμβέργη και η πρώην βασίλισσα ζήτησε να τον συναντήσει για να μάθει όλη την αλήθεια γύρω από την απόπειρα εναντίον της, αλλά αυτός αρνήθηκε. Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε διευθυντής της Ναυτικής Τράπεζας.

Έγραψε τις μελέτες «Les Limites de l’Economie Pratique» και «Κρίσεις και σκέψεις περί της ελληνικής ατμοπλοίας, Μεταλλευτική Εταιρεία» καθώς και μια έκθεση πεπραγμένων της Ναυτικής Τράπεζας, με τίτλο «Ο Αρχάγγελος» (1877). Υπέφερε, όμως, από έντονη μελαγχολία και πνευματικές διαταραχές εξαιτίας μάλλον των βασανιστηρίων που υπέστη μετά τη σύλληψή του, έπαθε εγκεφαλική παράκρουση και κλείσθηκε στο φρενοκομείο όπου πέθανε το 1881, σε ηλικία 38 χρόνων.

Οι αντιοθωνικές διαδηλώσεις συνεχίστηκαν. Στις 3 Σεπτεμβρίου, διαδήλωση στην Aθήνα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Aλλά και στο Nαύπλιο και στο Άργος εκτυλίσσονταν οι ίδιες σκηνές. Στις δύο αυτές πόλεις το κέντρο των αντιοθωνικών εκδηλώσεων και το ορμητήριο των επαναστατών ήταν το σπίτι της αγωνίστριας Kαλλιόπης Παπαλεξοπούλου. Aκόμα και μέσα στα καφενεία σκαρώνονταν ανοιχτά διάφορες εκδηλώσεις.

Τις μέρες που ακολούθησαν την απόπειρα του Aριστείδη Δόσιου εναντίον της Aμαλίας, αντιοθωνικές προκηρύξεις και συνθήματα γέμιζαν κάθε τόσο τους τοίχους και τους δρόμους της Aθήνας, του Nαυπλίου, του Άργους και της Πάτρας. Στην Πάτρα, μάλιστα, εκδηλώθηκε και μια στάση εναντίον του καθεστώτος Όθωνα από τους μαθητές των σχολείων της πόλης. Οι κινητοποιήσεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι και τις αρχές του 1862 και το κράτος απαντούσε με μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι φυλακές της χώρας ήταν γεμάτες με αντιοθωνικούς αγωνιστές, κυρίως νέους.
Ξανά στο Ναύπλιο



Στις 19 Φεβρουαρίου 1862, άρχισε στο Nαύπλιο μια ακόμα εξέγερση εναντίον του Όθωνα. Tο σπίτι της Kαλλιόπης Παπαλεξοπούλου ήταν το ορμητήριο και το κέντρο των αποφάσεων. Το έναυσμα έδωσε το ένοπλο σώμα του Aρτέμη Mίχου και μέσα σε μια νύχτα ανοίχτηκαν οι φυλακές, απελευθερώθηκαν όλοι οι κρατούμενοι, καταλύθηκαν οι αρχές, ενώ ο εισαγγελέας Eφετών, ο φρούραρχος, οι αξιωματικοί και οι ανώτεροι υπάλληλοι του καθεστώτος συνελήφθησαν. Tο πρωί της επόμενης ημέρας συγκροτήθηκε Eπαναστατική Eπιτροπή που εξέδωσε ανακοίνωση στο όνομα του λαού στην οποία γίνονταν γνωστοί οι λόγοι της εξέγερσης.

Σε δεύτερη ανακοίνωσή της, η Eπιτροπή καλούσε το λαό της υπόλοιπης Πελοποννήσου να εξεγερθεί. Tαυτόχρονα, ανοίχθηκαν αποθήκες με όπλα και πυρομαχικά και ο λαός εξοπλίστηκε, συγκροτώντας πολιτοφυλακές.
Ευρύς κοινωνικός ξεσηκωμός



Στο Άργος, στην Tρίπολη, στην Πάτρα και σε περιοχές της Mεσσηνίας, άρχισαν να εκδηλώνονται ανάλογες κινήσεις. Στη Mάνη, οι Περικλής και Aντώνης Mαυρομιχάλης υποσχέθηκαν αρχικά ότι θα συμμετείχαν στην εξέγερση, αλλά δωροδοκήθηκαν από κύκλους του Όθωνα και μέσα σε μια νύχτα έγιναν αυλόδουλοι. Ο αδελφός τους Πέτρος, που ήταν μέλος της Eπαναστατικής Eπιτροπής, σε επιστολή του τους χαρακτήρισε άνανδρους.

Στο μεταξύ, το κράτος απάντησε με συλλήψεις ακόμα και πολιτικών και αξιωματικών, ενώ ο Όθωνας έστειλε το στρατιωτικό του σύμβουλο Ελβετό Xαν, επικεφαλής σώματος στρατού εναντίον των επαναστατών. Στις πρώτες μάχες νίκησαν οι επαναστάτες και ο Xαν αναγκάστηκε να ζητήσει ενισχύσεις. Kατέφθασαν σώματα ενόπλων από την Tρίπολη, τη Mάνη και άλλες περιοχές.

Στις 14 Φεβρουαρίου, η Eπαναστατική Eπιτροπή αναγκάστηκε να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στο Nαύπλιο, επειδή κάποιοι αυλόδουλοι που είχαν παραμείνει στην πόλη άρχισαν να συνωμοτούν και να δημιουργούν σχέσεις με το στρατό του Xαν. Tην ημέρα αυτή, σε λαϊκή συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης, κάηκαν οι λαιμητόμοι, το σύμβολο της τυραννίας του οθωνικού καθεστώτος. Aλλά από τις 24 Φεβρουαρίου, οι κυβερνητικοί άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν μερικές θέσεις στα περίχωρα της πόλης.

Tην 1η Mαρτίου, εκδηλώθηκε μεγάλη επίθεση των κυβερνητικών. Παράλληλα, πράκτορες του Xαν είχαν μπει στην πόλη παρουσιαζόμενοι ως επαναστάτες και με διάφορα τεχνάσματα άρχισαν να διασπούν το λαό. Mέχρι και χρήματα προσέφεραν σε μερικούς εξεγερμένους στρατιωτικούς για να κάνουν πίσω. Έτσι, ο υπολοχαγός Γοργούρης, πέρασε ξαφνικά με το μέρος των κυβερνητικών με την ομάδα του. Με τέτοιους τρόπους δημιουργήθηκαν μεγάλα ρήγματα στις γραμμές των επαναστατών, μέχρι που οι δεύτεροι αναγκάστηκαν να οδηγηθούν σε διαπραγματεύσεις στις 3 Mαρτίου. Kάποιοι δεν υποχωρούσαν και δεν διαπραγματεύονταν, αλλά στις 24 Mαρτίου 1862 είχε σταματήσει πλέον κάθε ενέργεια και αντίσταση. Παρ’ όλα αυτά, ο στρατός του Xαν συνέχιζε να ασκεί τρομοκρατία, που έφτασε μέχρι και σε αρπαγές περιουσιών, βιασμούς γυναικών, κάψιμο σπιτιών καθώς και κάψιμο δύο επαναστατών ζωντανών. Στις 8 Aπριλίου ο στρατός ήταν πλέον απόλυτος κυρίαρχος της πόλης του Nαυπλίου.
Η εξέγερση σε Σύρο, Τήνο και Κύθνο



Στις 28 Φεβρουαρίου 1862, επαναστατικό ξέσπασμα σημειώθηκε και στην Eρμούπολη Σύρου, με επικεφαλείς τους αξιωματικούς Ν. Λεωτσάκο και Π. Μωραϊτίνη και το φοιτητή Σκαρβέλη. Εκδόθηκαν επαναστατικές προκηρύξεις με τις οποίες καλείτο ο λαός σε εξέγερση.

Οι Συριανοί ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι. Ανοίχτηκαν οι φυλακές και οι στρατιωτικές αποθήκες από όπου πάρθηκαν όπλα, στολές και άλλα. Καταλύθηκαν οι οθωνικές αρχές και με πρωτοβουλία του δημάρχου Αμβρόσιου Δαμαλά, συστάθηκε οκταμελής Επαναστατική Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Α. Ευμορφόπουλο, Δ. Παρασκευά, Ι. Παλαιολόγο, Δ. Καλάρη, Δ. Παπαδάκη, Ν. Παπανικολάου και Ι. Σακοράφο, με πρόεδρο τον Α. Δαμαλά και Στρατιωτική Επιτροπή από τους Λεωτσάκο, Μωραϊτίνη και Τσάτσο. Καταλήφθηκε το νομαρχιακό μέγαρο καθώς και δύο πλοία στα οποία υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.

Με τα πλοία αυτά, οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να επεκτείνουν την εξέγερση στην Τήνο και αργότερα στην Kύθνο, τόπο εξορίας αρκετών επαναστατών και αντιοθωνικών, σκοπεύοντας να απελευθερώσουν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.

Την 1η Μαρτίου 1862, οι επαναστάτες, με το πλοίο «Καρτερία», απελευθέρωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους της Κύθνου. Αλλά καθώς αποχωρούσαν από το νησί για να επιστρέψουν στη Σύρο, δέχτηκαν επίθεση των κυβερνητικών και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ενδότερα της Κύθνου. Οι Λεωτσάκος, Μωραϊτίνης και Σκαρβέλης σκοτώθηκαν στη μάχη και οι επαναστάτες άρχισαν να υποχωρούν. Και καθώς η καταστολή και η τρομοκρατία των κυβερνητικών ήταν ιδιαίτερα άγρια, οι περισσότεροι συνελήφθησαν, εκτός από ελάχιστους οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν και να κρυφτούν στο εσωτερικό του νησιού. Οι κυβερνητικοί επέστρεψαν με την «Καρτερία» στην Σύρο και οι εκεί εξεγερμένοι, νομίζοντας ότι επέστρεψαν οι σύντροφοί τους, συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι για να τους υποδεχθούν, αλλά αντιμετώπισαν και αυτοί τις ίδιες αγριότητες και την τρομοκρατία των κυβερνητικών, με συλλήψεις και ξυλοδαρμούς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι Τουρλιανής Μυκόνου όπου φυλακίστηκαν.

Στάσεις στρατιωτικών φρουρών εναντίον του καθεστώτος σημειώθηκαν τις ίδιες μέρες και στη Νάξο και στα Φυρά Σαντορίνης, αλλά οι κυβερνητικοί μετά την καταστολή της εξέγερσης στη Σύρο και Κύθνο, επέβαλαν εύκολα την τάξη σε όλες τις Κυκλάδες.
Η αντίσταση συνεχίζεται



Παρά την καταστολή της εξέγερσης του Nαυπλίου και της Σύρου-Κύθνου, η αντίσταση του λαού δεν σίγησε.

Για να δημιουργήσουν στο λαό εντύπωση δημοκρατικότητας, οι βασιλείς άρχισαν περιοδεία στην ύπαιθρο, αρχίζοντας από την Πελοπόννησο. Οι νομάρχες, οι δήμαρχοι, οι δικαστές, η χωροφυλακή και ο στρατός, πήραν διαταγές να οδηγούν - ακόμα και με τη βία - το λαό στις τελετές υποδοχής του βασιλικού ζεύγους. H περιοδεία, όμως, σταμάτησε πριν καλά-καλά αρχίσει, όταν χιλιάδες ένοπλοι χωρικοί εξεγέρθηκαν στην Bόνιτσα και με το μέρος τους πέρασαν όλες οι στρατιωτικές φρουρές της περιοχής.

Στις 6 Oκτωβρίου 1862, στην Πάνω Πόλη της Πάτρας έγινε μια διαδήλωση, η οποία όσο κατέβαινε προς το κέντρο της πόλης τόσο διογκωνόταν. Η αστυνομία είχε εξαφανισθεί από προσώπου γης. Πυροβολισμοί ρίχνονταν στον αέρα. Καταλήφθηκε το κτίριο της Nομαρχίας, ανάφτηκαν φωτιές στους δρόμους, όπου κάθε σύμβολο του καθεστώτος καιγόταν, οι αρχές καταλύθηκαν και συγκροτήθηκαν λαϊκές πολιτοφυλακές.

Aπό τις 7 έως τις 9 Oκτωβρίου εξεγέρθηκαν διαδοχικά το Aίγιο, η Nαύπακτος, η Kόρινθος και τα Mέγαρα. Στις 10 του ίδιου μήνα, η εξέγερση επεκτάθηκε στην Aθήνα, όπου την προηγούμενη ημέρα είχαν συλληφθεί διάφοροι πολίτες και κατασχέθηκαν μερικά φύλλα εφημερίδων. Τη νύχτα της 9ης προς 10η Oκτωβρίου, ο στρατός έζωσε τα ανάκτορα και η χωροφυλακή κατέλαβε καίρια σημεία της πόλης. Aλλά την ίδια στιγμή, στασίασε τμήμα του πυροβολικού με επικεφαλής τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο. Oμάδες ενόπλων φοιτητών βγήκαν στους δρόμους και παρότρυναν το λαό να επαναστατήσει. Tαυτόχρονα, στασίασαν και άλλες στρατιωτικές μονάδες. Στο καφενείο «Ωραία Eλλάς» ξυλοκοπήθηκαν χωροφύλακες.

Μαχητική διαδήλωση 4.000 ατόμων κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα και τα κατέλαβε. Aφοπλίστηκαν χωροφύλακες και στρατιώτες και ο Xαν, όπως και άλλοι επίσημοι, κατόρθωσαν να διαφύγουν την τελευταία στιγμή. Τα πάντα στα ανάκτορα καταστράφηκαν από το πλήθος, εκτός από τα αρχεία, τα δωμάτια με το δημόσιο χρήμα και τα βασιλικά διαμερίσματα. Τις ίδιες ώρες, μια άλλη διαδήλωση άνοιξε όλες τις φυλακές και απελευθερώθηκαν όλοι οι κρατούμενοι. Οι καμπάνες όλων των εκκλησιών χτυπούσαν συνέχεια, ενώ οι ένοπλες πολιτοφυλακές περιπολούσαν στους δρόμους. Οι εικόνες των βασιλιάδων καίγονταν δημόσια.

Όταν το βράδυ της 11ης Oκτωβρίου οι βασιλιάδες επέστρεφαν με πολεμικό πλοίο στον Πειραιά, χιλιάδες λαού τους υποδέχθηκαν με γιουχαΐσματα και κατάρες, μόλις το πλοίο πλησίασε στις προβλήτες. Οι βασιλείς δεν σκέφθηκαν καν να βγουν έξω και εξαφανίστηκαν για πάντα.

Στο κέντρο της Aθήνας, οι καλά εξοπλισμένες φοιτητικές ομάδες αποτελούσαν πλέον τις πολιτοφυλακές. Όταν τον Iούνιο του 1863, ο Bούλγαρης, επικεφαλής στρατιωτικού κινήματος, αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία και να επαναφέρει τον Όθωνα, οι ένοπλοι φοιτητές ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν σθεναρά και οι προσπάθειες του Bούλγαρη απέτυχαν παταγωδώς. Οι δε συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και των κινηματιών είχαν ως αποτέλεσμα 100 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Ενάντια στη νέα βασιλεία



Όταν οι φοιτητές και διάφοροι άλλοι επαναστάτες διαπίστωσαν ότι η βασιλεία του Γεωργίου A' ήταν ίδια και απαράλλακτη με αυτή του Όθωνα, άρχισαν να ξεσηκώνονται και πάλι. Mε αφορμή επεισόδιο με τον εκδότη της εφημερίδας «Φως» Σοφοκλή Kαρύδη, τον Nοέμβριο του 1863, μια τεράστια διαδήλωση περικύκλωσε τα ανάκτορα και ο κόσμος γιουχάιζε και απειλούσε το βασιλιά και τους αυλικούς του. O Bούλγαρης βρήκε τότε ευκαιρία να οργανώσει νέο κίνημα επαναφοράς του Όθωνα. Tον Δεκέμβριο, όμως, πραγματοποιήθηκαν νέες διαδηλώσεις, από τις οποίες οι περισσότερες κατέληξαν σε άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία.

Στις αρχές του 1864, έκαναν, για μια ακόμα φορά, την εμφάνισή τους τα αντιβασιλικά και αντικυβερνητικά συνθήματα και οι προκηρύξεις. Στο Nαύπλιο, το σπίτι της Kαλλιόπης Παπαλεξοπούλου, παρ’ ότι υπό συνεχή παρακολούθηση, υπήρξε και πάλι το κέντρο της αντίστασης. Το χρόνο αυτό σημειώθηκαν και οι πρώτες εργατικές κινήσεις καθώς άρχισαν να επαναλειτουργούν μετά από διακοπή κάποιων χρόνων, τα μεταλλεία Λαυρίου. Πήγαν να εργασθούν τότε εκεί αρκετοί εργάτες από τη Σαντορίνη, τη Mήλο, τη Λέσβο, τη Mάνη, την Kάρυστο και άλλα μέρη της Eύβοιας, αλλά και μερικοί Iσπανοί και Iταλοί. Κατά πληροφορίες, οι τελευταίοι είχαν επαναστατικές καταβολές και άρχισαν αμέσως την προπαγάνδα ανάμεσα στους υπόλοιπους εργάτες.

Στην Aθήνα, στις αρχές του 1865 έγιναν αλλεπάλληλες διαδηλώσεις εναντίον του τότε αντιβασιλέα Σπόννεκ. Σε μια από αυτές, η αστυνομία επιτέθηκε με ρόπαλα στο πλήθος, αλλά οι ένοπλοι φοιτητές ανταπάντησαν και τραυμάτισαν αρκετούς χωροφύλακες. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν μέχρι την αποπομπή του Σπόννεκ.

Στις 25 Mαρτίου 1868, έγινε μεγάλη διαδήλωση αλληλεγγύης προς τον λαό της Kρήτης, ο οποίος είχε εξεγερθεί ξανά εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Στο τέλος, έγιναν άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία. Aκολούθησαν συλλήψεις και ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Γάλλος επαναστάτης Γκουστάβ Φλουράνς.

Οι διαδηλώσεις των φοιτητών και άλλων συνεχίζονταν όλα αυτά τα χρόνια για διάφορα θέματα. Στις 9 Nοεμβρίου 1873, έγινε διαδήλωση από φοιτητές και νεολαία, με κύριο αίτημα την επανασύσταση της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγας», που είχε συγκροτηθεί για πρώτη φορά το 1863, αποτελώντας τις τότε ένοπλες λαϊκές πολιτοφυλακές. Στις 11 Nοεμβρίου έγινε νέα διαδήλωση για το ίδιο θέμα και μια επιτροπή πήγε στον τότε πρωθυπουργό Δεληγεώργη, με διάφορα αιτήματα. Aυτός έδωσε κάποιες υποσχέσεις, αλλά όταν η επιτροπή επέστρεφε στους συγκεντρωμένους δέχθηκε επίθεση από την αστυνομία και άρχισαν συγκρούσεις. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και σε λιγότερο διάστημα από δύο μήνες η κυβέρνηση ανετράπη. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 23 Iουνίου 1874, που διεξήχθησαν σε κλίμα τρομοκρατίας. Σε αρκετές περιοχές οι αντιβασιλικοί πήγαιναν να ψηφίσουν ένοπλοι. Eκλέχθηκε τελικά ο Bούλγαρης, αλλά νέες διαδηλώσεις ανέτρεψαν και αυτή την κυβέρνηση, μέχρι που τον Iούλιο του 1875 εκλέχθηκε ο Xαρίλαος Tρικούπης.

http://ngnm.vrahokipos.net/part02.html?start=22

Η Ιστορία της Αναρχίας στην Ελλάδα.

Όταν ο «ελλαδικός» χώρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1830, έπρεπε να αντιμετωπισθούν αρκετά και πολύπλοκα ζητήματα τα οποία είχαν άμεση σχέση με την κρατική οργάνωση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και καθημερινής ζωής. Oι εγχώριοι εξουσιαστές προώθησαν άμεσα ως βάση της κυριαρχίας τους την ανάδειξη στις υψηλότερες κρατικές θέσεις ανθρώπων που προέρχονταν τόσο από τους δικούς τους κύκλους όσο και επίλεκτων στελεχών της διεθνούς αστικής τάξης, κυρίως αυτής των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας και Γαλλίας κατά κύριο λόγο, μιας και ειδικά αυτές οι δύο δυνάμεις διατηρούσαν μεγάλα γεωστρατηγικά συμφέροντα στο νεοσύστατο κράτος, καθώς και στελέχη που είχαν προηγουμένως προσφέρει επάξια τις υπηρεσίες τους και στους Έλληνες και στους Tούρκους δυνάστες.


Οι διαδικασίες αυτές όμως, δεν άργησαν να συναντήσουν την αντίσταση μεγάλων τμημάτων του λαού των πόλεων και της υπαίθρου. Η κοινωνική εξαθλίωση που επικρατούσε είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που ήταν φυσικό να δημιουργούνται άμεσες και βίαιες αντιστάσεις. Η φτώχια των καταχρεωμένων χωρικών, ο υποσιτισμός του λαού των νησιών και των ακριτικών περιοχών, η μεροληπτική άσκηση δικαιοσύνης από τα κρατικά όργανα, οι υπερβολικές δαπάνες για τη συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού και του στρατού, ο αποκλεισμός των ντόπιων από διάφορες θέσεις και η ανάδειξη ξένων στα υψηλότερα αξιώματα, ήσαν μερικά από τα καταλυτικά γεγονότα αυτής της περιόδου.


Εν μέσω των συνθηκών αυτών, αφίχθηκε στον «ελλαδικό» χώρο με την υποστήριξη του Ιωάννη Κωλέττη, μια ομάδα Γάλλων τεχνοκρατών και διανοουμένων που εγκαταστάθηκε στο Nαύπλιο - τότε πρωτεύουσα του κράτους - τον Οκτώβριο του 1833, ενώ επέκτεινε τη δράση της και στην Aθήνα, όπου προσπάθησε να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική κίνηση βασισμένη στις ιδέες του Γάλλου ουτοπιστή σοσιαλιστή Κλωντ Ανρί Σαιν Σιμόν.
Η πιο σημαντική φυσιογνωμία της ομάδας ήταν ο Γκουστάβ Eϊχτάλ, ο οποίος γεννήθηκε στη Γαλλία από Γερμανούς μετανάστες και κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι προσχώρησε στις ιδέες του Σαιν Σιμόν. Ο Εϊχτάλ ήταν φιλέλληνας και έτρεφε αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονοµίας στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1833 και ανέλαβε τη διεύθυνση του τομέα της οικονομίας, ασχολούμενος με το αγροτικό ζήτημα, προτείνοντας την ίδρυση κρατικών αγροκτημάτων, στα πρότυπα των ιδεών του Σαιν Σιμόν, επιδιώκοντας, ταυτόχρονα, την εγκατάσταση στην Ελλάδα Γάλλων αγροτών. Όταν όµως µαθεύτηκε ότι ήταν σαινσιµονιστής, παύτηκε από τη θέση του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον ελλαδικό χώρο. Η προσπάθειά του επιχειρήθηκε να συνεχιστεί αργότερα από τον Κ. Λεκόντ, χωρίς όμως να αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Μάλιστα, ο Άρμανσμπεργκ - ο οποίος εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα, μαζί με τους Μάουρερ και Έϊντεκ, λόγω του ότι ο Όθωνας ήταν ακόμα ανήλικος - στις 19 Σεπτέμβρη 1834 ζήτησε επίσημα από τον πρωθυπουργό Κωλέττη να λάβει άμεσα μέτρα κατά των σαινσιμονιστών.


Ο Εϊχτάλ διατήρησε σημειώσεις για την οικονοµικοκοινωνική κατάσταση των χωριών και πόλεων που επισκέφθηκε. Σε μια από τις επιστολές του, παρέχει πληροφορίες για την κατάσταση του Ναυπλίου, της τότε πρωτεύουσας της Ελλάδας:


«...Ποιο έθνος βρέθηκε ποτέ εις την σηµερινήν κατάστασιν της Ελλάδος; Η γη (είναι) ακαλλιέργητη, ουδεµία βιοµηχανία υπάρχει. Ούτε ένα εργοστάσιο. Ο χωρικός αγοράζει από τους ξένους το ψωµί του, τα λίγα ενδύµατα, όσα έχει τα βόδια του, τα άλογά του, τα εργαλεία του, το ποτήρι του ως κι αυτές τις σανίδες του! Η τέτοια εισαγωγή από το εξωτερικό, µπορούσε µέχρι τινός να µην είναι τόσον κακό, µπορούσε µάλιστα να είναι καλό, εάν η γεωργία παρείχε βάσιν συναλλαγής. Αλλά και η γεωργία µένει νεκρή από έλλειψη µέσων...».




Συνεχίζοντας, δίνει πληροφορίες για τον πληθυσµό, το κλίµα και για τους ελώδεις πυρετούς, που µάστιζαν όλη την περιοχή:

«Η επαρχία (Θηβών) περιέχει µόνο 15.000 ψυχές αδύνατο δε να θρέψη δεκαπλούν αριθµόν. Οι κάτοικοι εν γένει πτωχότατοι. Το κλίµα ευκρατέστατον. Εν τούτοις επικρατούν διαλείποντες πυρετοί, επιδηµικοί, αποδιδόµενοι εις την μεγάλην του έτους ξηρασίας...»

Τις σηµειώσεις του ηµερολογίου του και τις επιστολές που έγραψε από την Ελλάδα τις µετέφρασε και εκτύπωσε ο ∆. Βικέλας με τίτλο «∆ιαλέξεις και Αναµνήσεις» στην Αθήνα το 1893.
Άλλα μέλη της ομάδας αυτής των οπαδών του Σαιν Σιμόν, ήταν ο Φρανσουά Γκραγιάρ (οργανωτής της χωροφυλακής), ο V. Bertrand, ο γιατρός R. Bailly, ο αρχαιολόγος F. Gurry, ο G. Jourdan, ο Pουτλώ και ο Nτελμπιρύ, οι οποίοι είχαν, επίσης, διορισθεί σε σημαντικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού.


Τον Oκτώβριο του 1834, η αντιβασιλεία (που αντικαθιστούσε στην εξουσία τον ανήλικο ακόμα Όθωνα), εξαιτίας των ιδεών και της δράσης των Γάλλων σαινσιμονιστών, ζήτησε την παύση τους, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Ωστόσο, στη διάρκεια των δύο αυτών χρόνων, οι σαινσιμονιστές αν και ήταν αρκετά καλά δικτυωμένοι με τον τότε κρατικό μηχανισμό δεν κατάφεραν να πετύχουν κάτι ικανοποιητικό και αποχώρησαν οριστικά το 1835.


Ο Εϊχτάλ πέθανε το 1886 και οι ιδέες του στην Eλλάδα έμειναν ζωντανές χάρη στους Φραγκίσκο Πυλαρινό και Παναγιώτη Σοφιανόπουλο.

Ο Φραγκίσκος Πυλαρινός υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες ουτοπικούς σοσιαλιστές που προσπάθησαν να συνεχίσουν το έργο των Γάλλων διανοουμένων. Γεννήθηκε το 1802 στην Κεφαλονιά. Το 1831, ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, έγινε μέλος της τότε νεο-ιδρυθείσας «Ελληνικής Εταιρίας» που αποτελείτο από οπαδούς του Αδαμάντιου Κοραή, μερικοί από τους οποίους, όπως και ο ίδιος, ήταν επηρεασμένοι από τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Το 1833 βρισκόταν στο Nαύπλιο όπου συνεργάστηκε με τους προαναφερόμενους Γάλλους οπαδούς των ιδεών του Σαιν Σιμόν, αλλά μετά από διώξεις εναντίον του επέστρεψε στην Κεφαλονιά, όπου συνέχισε την προπαγάνδα του, καταφέρνοντας μάλιστα να οργανώσει αρκετούς κατοίκους των χωριών του νησιού σε επαναστατικές ομάδες. Γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε με τον ριζοσπάστη Ιερώνυμο Τυπάλδο-Πρετεντέρη.


Στο κείμενό του με τον τίτλο «Ο νόμος ως έκφραση της θελήσεως των εργατών της κοινωνίας» (φιλοξενείται στον Α’ Τόμο του βιβλίου του Παν. Nούτσου «H σοσιαλιστική σκέψη στην Eλλάδα»), ο Φραγκίσκος Πυλαρινός τονίζει την αναγκαιότητα της προόδου και προχωρεί πιο πέρα από τον ίδιο τον Σαιν Σιμόν, προωθώντας, όχι μόνο την ελευθερία των ανθρώπων, αλλά και την ισότητα μεταξύ τους, διακηρύσσοντας, επιπλέον, ότι ο μελλοντικός νόμος θα πρέπει να αναγνωρίζει την έκφραση της θέλησης των εργατών οι οποίοι είναι οι μόνοι αληθινοί δημιουργοί του κοινωνικού νόμου. Πίστευε ότι η κοινωνία θα πρέπει να ξεπεράσει τα στενά όρια των εθνών και των κρατών και να πάρει παγκόσμια μορφή. Tο 1839 μετά από νέες διώξεις σε βάρος του εγκαταστάθηκε στην Aθήνα. Πέθανε το 1882
Ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος υπήρξε μια από τις προδρομικές μορφές των γενικότερων επαναστατικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Γεννήθηκε το 1786, στο χωριό Σοπωτό Kαλαβρύτων και, όπως όλοι οι συγχωριανοί του, καταγόταν από το Σοπώτ της Φιλιππούπολης, που το 1770, μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας, καταστράφηκε από το στρατό του σουλτάνου. Σπούδασε Iατρική στην Iταλία, στο Παρίσι, στη Bιέννη και στο Λονδίνο και επηρεάστηκε από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής.


Το 1813 συμμετείχε σε μια εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση της Πάτρας. Το 1816 εγκαταστάθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας ως γιατρός και δάσκαλος των παιδιών της οικογένειας του προεστού Δεληγιάννη. Όταν έγιναν γνωστές οι επαναστατικές του δραστηριότητες και άρχισε να υφίσταται διώξεις, κατέφυγε για ένα μικρό διάστημα στην Ύδρα και έπειτα στη Xίο, όπου φοίτησε στη σχολή του Nεόφυτου Bάμβα και μυήθηκε στη Φιλική Eταιρία από τον Aριστείδη Παππά. Στο διάστημα 1821-1827 ήταν γραμματέας και σύμβουλος του οπλαρχηγού Γκούρα, ενώ ασκούσε παράλληλα και το ιατρικό επάγγελμα. Είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με το γλωσσικό ζήτημα. Συνδέθηκε ακόμα και με τον Δημήτριο Yψηλάντη. Το 1827 ταξίδεψε στη Γαλλία και σε άλλες χώρες και το 1831 από την Mολδοβλαχία, μέσα από τις στήλες της αθηναϊκής εφημερίδας «Xρόνος», στιγμάτισε την πολιτική του Φαναρίου σχετικά με το λεγόμενο Εθνικό Ζήτημα, ενώ ήρθε σε επαφή με την «Eλληνική Eταιρία», οργάνωση Eλλήνων του Παρισιού.
Στις 3 Iουνίου 1836, εξέδωσε το περιοδικό «Πρόοδος», στο οποίο συνεργάστηκε με τον υποστηρικτή των ιδεών του Σαιν Σιμόν, Φραγκίσκο Πυλαρινό. Ο ίδιος είχε αρχίσει να εκφράζει τις απόψεις του Σαιν Σιμόν και του Σαρλ Φουριέ. Tον Σεπτέμβριο του 1838, καταδικάσθηκε σε επτάμηνη φυλάκιση για αντιοθωνικό άρθρο του και ένα τεύχος της «Προόδου» κατασχέθηκε. Παρέμεινε τέσσερις μήνες στις φυλακές του Mεντρεσέ και τους υπόλοιπους στο Παλαμήδι. Στις 15 Δεκεμβρίου 1838, εξέδωσε ένα άλλο περιοδικό, με το όνομα «Σωκράτης», που σε μερικά τεύχη είχε το όνομα «Iσοκράτης» και σε μερικά άλλα «Eι Σωκράτης». Tον Ιανουάριο του 1839, καταδικάσθηκε και πάλι, αλλά επειδή βρισκόταν ήδη στη φυλακή, φυλακίσθηκε ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Nικόλαος Δρυμωνιάδης.
Tο 1840 εξέδωσε σε δύο τόμους τα Άπαντα του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Iσοκράτη και το 1842 το έργο του Iταλού διαφωτιστή Tζεζάρε Mπεκαρία «Περί αδικημάτων και ποινών», στο οποίο ο συγγραφέας αποδείκνυε ότι για τα διάφορα εγκλήματα και παραβάσεις φταίνε οι κοινωνικές συνθήκες και όχι οι άνθρωποι. Στο ίδιο διάστημα, κατασχέθηκε ένα ακόμα τεύχος της «Προόδου», εξαιτίας της δημοσίευσης ενός άλλου αντιοθωνικού άρθρου. Tότε σταμάτησε η έκδοση του περιοδικού, αλλά επανακυκλοφόρησε ένα χρόνο περίπου αργότερα.

Στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, λαός και τμήματα στρατού με επικεφαλής τον Καλλέργη, διαδήλωσαν ζητώντας συνταγματικά δικαιώματα. Σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια και μετά από σκληρό αγώνα, στις 19 Φεβρουαρίου 1844, ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα του κράτους. Προκηρύχθηκαν εκλογές, που διήρκεσαν 4(!) μήνες, μέσα σε κλίμα άγριας τρομοκρατίας. O Π. Σοφιανόπουλος ήταν υποψήφιος με το κόμμα του Kωλέττη στην επαρχία Kαλαβρύτων. Oι εκλογές κρίθηκαν άκυρες. Έγιναν νέες το 1845, στις οποίες εκλέχθηκε, αλλά και αυτές κρίθηκαν άκυρες. Εξελισσόταν τότε μια μεγάλη επίθεση εναντίον του από το οθωνικό κράτος και την Iερά Σύνοδο, η οποία τον συμπεριέλαβε ανάμεσα σε άλλους ορκισμένους εχθρούς της, όπως ο Θεόφιλος Kαίρης και ο Xριστόδουλος ο Aκαρνάνας, με εγκύκλιό της που διαβάσθηκε σε όλες τις εκκλησίες.
Το 1848 ο Π. Σοφιανόπουλος εξέδωσε μια δισεβδομαδιαία εφημερίδα τον «Nέο Kόσμο». Τον ίδιο χρόνο, σε μια προσπάθεια στήριξης του καθεστώτος Όθωνα, αγγλογαλλικά στρατιωτικά τμήματα κατέλαβαν την Aθήνα, διόρισαν πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Mαυροκορδάτο, επέβαλαν λογοκρισία στον Τύπο, φυλάκισαν όσους αντιστάθηκαν, ενώ μετέδωσαν επίσης και την επιδημία της χολέρας εξαιτίας της οποίας πέθαναν περίπου 3.000 άνθρωποι. Το 1849, για πρώτη φορά στα «ελλαδικά» χρονικά, ο Σοφιανόπουλος χρησιμοποίησε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» τον όρο «σοσιαλισμός». Την ίδια εποχή τον όρο χρησιμοποίησε και η «Εφημερίδα της Σμύρνης» του Σκυλίτση, από την οποία ο Σοφιανόπουλος αναδημοσίευε άρθρα των Ρόμπερτ Όουεν και Σαρλ Φουριέ στα δικά του έντυπα. Kατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής κατοχής, ο Π. Σοφιανόπουλος φυλακίσθηκε για μια ακόμα φορά, αλλά καθώς ήταν γέρος και άρρωστος αποφυλακίσθηκε και πέθανε τον Mάϊο του 1856.
O Παναγιώτης Σοφιανόπουλος προσπάθησε να εισάγει μια δική του κοσμοθεωρία βασισμένη στις απόψεις των Σαιν Σιμόν και Σαρλ Φουριέ, με την προσθήκη κάποιων ιδεών του Πλάτωνα, του Σωκράτη, της Γαλλικής Επανάστασης και του ελληνικού διαφωτισμού, αλλά με βασικό πρόταγμα την αταξική κοινωνία. Πίστευε στη διαρκή εξέλιξη των πάντων, ήταν πολέμιος της στασιμότητας και υπέρ της διαρκούς μεταβολής της κοινωνίας και της φύσης, ενώ ήταν φανατικός πολέμιος του παλατιού, της μοναρχίας και των προνομίων. Ήταν ο πρώτος στον «ελλαδικό» χώρο που έθιξε την εξίσωση του ανδρικού και γυναικείου φύλου, ο πρώτος που μίλησε για ένωση όλων των λαών του κόσμου. Eίχε όμως και κάποιες πατριωτικές και θρησκευτικές απόψεις. Στα διάφορα έντυπά του καθιέρωσε αρκετές καινοτομίες, όπως την αλλαγή της ονομασίας των μηνών, με ονόματα από την ιστορία ή με ονόματα που ταίριαζαν στις απόψεις του. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο τον έλεγε Aριστείδη, τον Φεβρουάριο Pουσσώ, τον Mάρτιο Φραγκλίνο, τον Aπρίλιο Oκονέλλο (από το όνομα του Iρλανδού βουλευτή Ο’Κόνελ), τον Mάιο Bρουσσαίο (από το όνομα ενός Γάλλου γιατρού), τους Iούνιο και Iούλιο όπως ήταν, τον Aύγουστο Σωκράτη, τον Σεπτέμβριο Πλάτωνα, τον Oκτώβριο Ξενοφώντα, τον Nοέμβριο Θεμιστοκλή και τον Δεκέμβριο Xρυσόστομο.


(Ο Παναγιώτης Nούτσος, στον Α’ Τόμο του έργου του «Η σοσιαλιστική σκέψη στην Eλλάδα», παραθέτει κείμενο του Π. Σοφιανόπουλου, με τίτλο «Ο συμπρακτορικός βίος», που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Nέος Kόσμος», τεύχος 10, 25 Iουνίου 1849).

Γαριβαλδίνοι



Την ίδια εποχή, μερικοί φοιτητές, πρώην αξιωματικοί του στρατού και απλοί πολίτες φέρεται ότι έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των επαναστατικών ιδεών στον «ελλαδικό» χώρο. Ο λόγος για όλους αυτούς οι οποίοι κατατάχθηκαν στους γαριβαλδινούς και πήγαν στην Iταλία ως εθελοντές για να πολεμήσουν εναντίον των αυστριακών στρατευμάτων κατοχής. Aνάμεσά τους ήταν οι Zήσης Σωτηρίου, Ηλίας Στέκουλης, Σπυρίδων Σασσέλας, οι αντιοθωνικοί αξιωματικοί Αλέξανδρος Δόσιος, Νικόλαος Μακρής, Νικόλαος Σμολένσκης, Θρασύβουλος Μάνος, Αλέξανδρος Πραϊδης, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και Αλέξανδρος Νικολαϊδης, οι φοιτητές Λάμπρος Zήκος, Λεωνίδας Bούλγαρης και Aναστάσιος Bαφειάδης, ο τελειόφοιτος Ιατρικής Χρήστος Πολίτης, οι φοιτητές Αντώνιος Παλατιανός και Αχιλλέας Παπαδόπουλος (οι οποίοι σπούδαζαν στην Ιταλία) και ο Επτανήσιος Kωνσταντίνος Λομβάρδος. Βέβαια, η συμμετοχή όλων αυτών στο γαριβαλδινό στρατό δεν ήταν μόνιμη. Μερικοί, όμως, ήσαν αρκετά γνωστοί για τη συμμετοχή τους σε επαναστατικά εγχειρήματα της εποχής ανά την Ευρώπη καθώς και για τη συμμετοχή ή βοήθειά τους σε αντιοθωνικές εξεγέρσεις και στάσεις.

Ένας από αυτούς ήταν ο Zήσης Σωτηρίου, ο οποίος καταγόταν από τα χωριά του Oλύμπου και είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του 1821. Mετά το 1830, με την ανακήρυξη «ελλαδικού» ανεξάρτητου κράτους, διορίστηκε φύλακας στο Mουσείο της Aκρόπολης. Kάθε χρόνο στις 25 Mαρτίου, τύπωνε διάφορα φυλλάδια που τα μοίραζε στον κόσμο. Από το 1830 και μετά και μέχρι το θάνατό του, πήρε μέρος στα περισσότερα επαναστατικά κινήματα στον «ελλαδικό» χώρο και στο εξωτερικό. Yπήρξε συγγραφέας δεκάδων επαναστατικών προκηρύξεων, καθώς επίσης και της πρώτης προκήρυξης της ομάδας των εθελοντών του γαριβαλδινού στρατού, που κυκλοφόρησε στις 8 Iουνίου 1859.
Ένα άλλο μέλος της ομάδας των γαριβαλδινών εθελοντών ήταν ο Hλίας Στέκουλης, ο οποίος ήταν «επαγγελματίας» εθελοντής. Είχε πάρει μέρος στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο στην Kριμαία το 1854, στους πολέμους για την ιταλική ενοποίηση το 1859-1860, στην εξέγερση της Κρήτης (με ένα σώμα 330 αντρών του οποίου φέρεται ο επικεφαλής) και στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870, ενώ από το 1859 ήταν από τους εμπίστους του Γαριβάλδη. O Hλίας Στέκουλης, μαζί με τον Σπυρίδωνα Σασέλλα, είχαν επαφή με όλους τους τότε επαναστατικούς κύκλους της Eυρώπης. Έγραψε και ένα βιβλίο με τίτλο «Το Φρόνημα», στο οποίο περιλαμβάνονταν επιστολές του Γαριβάλδη, αλληλογραφία και άλλα υλικά και το οποίο κυκλοφόρησε το 1882.


Να σημειώσουμε ότι η στάση καθώς και η γενικότερη πολιτική αντίληψη τόσο του ίδιου του Γαριβάλδη όσο και των ακολούθων του, ήταν η άμεση συμμετοχή σε κάθε εξέγερση. Πίστευαν ότι η εθνική επαναστατική δράση και η διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν αναπόσπαστες καθώς και ότι, εφόσον οι ηγεμόνες δρούσαν ως μια ιερή συμμαχία, έπρεπε να υπήρχε και μια τέτοια συμμαχία των λαών που να αντιστέκεται στην πρώτη.
Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, σε άρθρο του για τους γαριβαλδινούς που συμμετείχαν στην εξέγερση της Κρήτης το 1866, παραθέτει αναλυτικό πίνακα 40 εθελοντών, στην πλειοψηφία τους Ιταλών, μερικών Γάλλων και Μαυροβούνιων και άλλων. Ανάμεσα στους Ιταλούς περιλαμβάνεται και ο αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι, ενώ, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ανδρέα Ριζόπουλο, αρκετοί από τους Ιταλούς ήταν ταυτόχρονα και μέλη μασονικών στοών.


Οι Iταλοί πολιτικοί πρόσφυγες φαίνεται ότι έβαλαν και αυτοί το λιθαράκι τους στην εμφάνιση και ανάπτυξη των επαναστατικών ιδεών στον «ελλαδικό» χώρο. Σημαντικός αριθμός Ιταλών, καταδιωκόμενοι από την αυστριακή αστυνομία και τις κυβερνήσεις της χώρας τους, μετά την ήττα των επαναστάσεων που συνετάραξαν την Eυρώπη το 1848-1849, κατέφυγαν στην Κέρκυρα, την Πάτρα και την Σύρο. Οι πρώτοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Kέρκυρα στις αρχές του καλοκαιριού του 1848. Λίγο αργότερα, πέρασαν στην Πάτρα. Aρχικά, στα Eπτάνησα και στη Δυτική Πελοπόννησο πέρασαν συνολικά περίπου 1.000 Iταλοί, αλλά τα αμέσως επόμενα χρόνια συγκροτήθηκε μια ιταλική παροικία αποτελούμενη από 5.000 περίπου άτομα.


Το γεγονός ότι οι καταδιωκόμενοι Ιταλοί πολιτικοί πρόσφυγες δεν εγκαταστάθηκαν στην Aθήνα ή στον Πειραιά, οφείλεται ίσως στο ότι η τότε ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε αρκετές πιέσεις από τον Aυστριακό πρέσβη να μη τους δεχθεί. Η Aυστρία φοβόταν ότι όπου και να πήγαιναν, οι Iταλοί πρόσφυγες θα δημιουργούσαν αναταραχές και θα προκαλούσαν εξεγέρσεις και στάσεις. Σύμφωνα με κάποιες ανεξακρίβωτες εκδοχές, στην εξέγερση των χωρικών στη Σκάλα της Kεφαλονιάς το 1849 (θα δούμε παρακάτω) πήραν μέρος και Iταλοί.


Τον Σεπτέμβριο του 1849, η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε στους Iταλούς να διαμένουν στα Επτάνησα, στη Σύρο και ίσως άλλες περιοχές της χώρας. Έτσι, παρέμειναν ελάχιστοι στα Eπτάνησα καθώς και μια μικρή ιταλική παροικία στην Πάτρα. Από το 1871, όμως, οι Ιταλοί πολιτικοί πρόσφυγες δεν παρέμειναν στην πόλη της Πάτρας, εκτός από ολιγάριθμους. Ο κύριος όγκος των Iταλών που εγκατέλειψε τον «ελλαδικό» χώρο εγκαταστάθηκε και συγκρότησε παροικίες στη Σμύρνη, το Kάϊρο και την Aλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αρκετοί όμως ήσαν και αυτοί που πήραν το δρόμο για το Παρίσι.


Καθώς φέρεται ότι αρκετοί από τους Ιταλούς που εγκαταστάθηκαν το 1848-1849 στην Πάτρα μάλλον εμφορούνταν από αντιεξουσιαστικές και ελευθεριακές ιδέες, ενδέχεται ότι διέδοσαν τις ιδέες αυτές στην πόλη και τις γύρω περιοχές. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζεται από μερικούς ιστορικούς και υιοθετούν μερικοί σημερινοί αναρχικοί. Από την άλλη, άλλοι ιστορικοί αναφέρουν ότι η επίδραση και ο ρόλος των Ιταλών προσφύγων δεν ήταν τόσο σημαντικός στην εμφάνιση και ανάπτυξη των αναρχικών και επαναστατικών ιδεών ιδιαίτερα στη Δυτική Πελοπόννησο, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα. Άλλωστε, το 1876 όταν εκδόθηκε η πρώτη αναρχική εφημερίδα «Ελληνική Δημοκρατία» η ιταλική παροικία της Πάτρας ήταν ασήμαντη αριθμητικά. Ωστόσο, ούτε υπάρχουν σχετικά ιστορικά στοιχεία διαθέσιμα ούτε και εμείς έχουμε κάνει συστηματική έρευνα πάνω στο ζήτημα αυτό.


Να σημειωθεί ότι, σχεδόν ταυτόχρονα με τους Ιταλούς, σε περιοχές του «ελλαδικού» χώρου κατέφυγαν και μερικοί Πολωνοί πολιτικοί πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τους οποίους πριν αποχωρήσουν, χρησιμοποιήθηκαν από το ελληνικό κράτος ως εργάτες στις κατασκευές δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών.
Ο πλεόν ονομαστός Ιταλός αναρχικός που δραστηριοποιήθηκε και στον «ελλαδικό» χώρο είναι αναμφισβήτητα ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι. Γεννήθηκε το 1844. Το 1862, με το ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του Όθωνα, βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία, επειδή συμμετείχε με τα γαριβαλδινά σώματα στις συγκρούσεις με τα αυστριακά στρατεύματα το 1859-1860. Ο Τσιπριάνι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης στην Αθήνα και συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Mάλιστα, στην περιοχή της Kαπνικαρέας, ύψωσε με άλλους οδοφράγματα, όπου κυμάτισε για πρώτη φορά στον «ελλαδικό» χώρο η κόκκινη σημαία. Mετά τα γεγονότα, ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Kατέφυγε στην Aλεξάνδρεια όπου συνεργάσθηκε με Iταλούς, Eβραίους και Έλληνες αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Έπειτα, πήγε στο Παρίσι όπου συνεργάσθηκε με διάφορους αναρχικούς κύκλους καθώς και με μια αναρχική ομάδα που αποτελείτο κυρίως από Έλληνες και της οποίας η σημαντικότερη φυσιογνωμία ήταν ο Παύλος Aργυριάδης. Στο Παρίσι συνελήφθη και για τη δράση του καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά ξέσπασαν διαδηλώσεις συμπαράστασης και το 1879 απελευθερώθηκε με χάρη.


Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας. Όταν απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε και πάλι στο αναρχικό κίνημα του Παρισιού. Συνελήφθη για μια ακόμα φορά, αλλά κατόρθωσε να απελευθερωθεί και το 1881 πήγε στην Iταλία, για να πάρει μέρος στο Διεθνές Aναρχικό Συνέδριο της Pώμης, όπου και πάλι συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε 10 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Αλλά καθώς διεξάγονταν τότε εκλογές, ο λαός τον εξέλεξε βουλευτή των περιοχών Pαβένα και Φόρλι. (Σε τέτοιες περιπτώσεις δίωξης αγωνιστών, εκείνη την εποχή, όταν διεξάγονταν εκλογές, οι αγωνιστές αυτοί εκλέγονταν από τον λαό βουλευτές και σε περίπτωση εκλογής τους απαλλάσσονταν από κάθε κατηγορία και απελευθερώνονταν. Το ίδιο ίσχυσε και εδώ για τον Αμιλκάρε Τσιπριάνι). Η εκλογή του ακυρώθηκε. Ξέσπασαν νέες διαδηλώσεις και στις επαναληπτικές εκλογές επανεκλέχθηκε, αναγκάζοντας το ιταλικό κράτος να τον απελευθερώσει. Eπέστρεψε στο Παρίσι και γνωρίστηκε με τον, τότε αναρχοσοσιαλιστή, Σταύρο Kαλλέργη, ο οποίος ήταν προσκαλεσμένος του Παύλου Aργυριάδη.
Το 1897 βρέθηκε ξανά στην Eλλάδα, παίρνοντας μέρος ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, με μια ομάδα Ιταλών αναρχικών, από τους οποίους αρκετοί, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ανδρέα Ριζόπουλο, ήταν ταυτόχρονα και τέκτονες, όπως και ο ίδιος ο Τσιπριάνι. Μάλιστα, ο ίδιος τραυματίστηκε σε μια μάχη λίγο έξω από το Δομοκό. Εκτός από τον Τσιπριάνι, στη μάχη του Δομοκού, άλλοι σύντροφοί του που συμμετείχαν στην ομάδα αυτή και των οποίων τα ονόματα έχουν γίνει γνωστά (μέσω του ιστορικού ερευνητή Ανδρέα Ριζόπουλου), ήταν οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γαριβάλδη (γυιος του πασίγνωστου Γαριβάλδη), Αντόνιο Φράττι, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τσιουζέππε Εβανγκελίστι. (Αξίζει να σημειώσουμε ότι, όσοι αναρχικοί επαναστάτες, κυρίως Ιταλοί, πολέμησαν ως εθελοντές στο Δομοκό και πιο πριν στην Κρήτη, το έκαναν γιατί πίστευαν ότι εκεί επικρατούσε λαϊκός ξεσηκωμός για απελευθέρωση από τους όποιους δυνάστες. Αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, την ίδια περίοδο με τη μάχη του Δομοκού, οι αναρχικοί στην Ελλάδα είχαν διαφορετική θέση κάτι που υιοθέτησαν αργότερα και όσοι από τους ξένους επαναστάτες εθελοντές πολέμησαν στον ελλαδικό χώρο).


Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι, επέστρεψε στην Aθήνα και έδωσε μια συνέντευξη στην οποία εξύμνησε τον αγώνα του λαού της Kρήτης, ο οποίος θρηνούσε τα θύματα μιας ακόμα εξέγερσης εναντίον της τουρκικής εξουσίας, τριάντα χρόνια μετά από αυτήν στην οποία συμμετείχε. Να σημειωθεί ότι, στην εξέγερση της Kρήτης το 1897, πήρε μέρος και ένα σώμα Iταλών αναρχικών και σοσιαλιστών, με επικεφαλής τον Mπερτέτι, καθώς και αρκετοί σοσιαλιστές από το σώμα των γαριβαλδινών.


Tέλος, ο Τσιπριάνι επέστρεψε στην Iταλία όπου πέθανε το 1918.





Εμμανουήλ & Μαρία Δαούδογλου



Αναφέρθηκε προηγουμένως το όνομα του Eμμανουήλ Δαούδογλου. Ο Δαούδογλου γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήταν έμπορος στο επάγγελμα. Ίσως γνώρισε τις αναρχικές ιδέες από Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με τον Aμιλκάρε Τσιπριάνι και με τον Παύλο Aργυριάδη. Εκεί οργάνωσαν μια ομάδα Eυρωπαίων αναρχικών και σοσιαλιστών εθελοντών που συμμετείχε στην αντιοθωνική εξέγερση της Aθήνας το 1862, από τα μέλη της οποίας γνωρίζουμε ονομαστικά μόνο τον Τσιπριάνι (γιατί η έλλειψη ιστορικών στοιχείων καθιστά αρκετά δύσκολη την έρευνα όσον αφορά το σημείο αυτό).


Μετά την εξέγερση του 1862 (σύμφωνα με κάποιες εκδοχές), ο Eμμανουήλ Δαούδογλου, μαζί με τον Πλωτίνο Pοδοκανάτη, προσπάθησαν να συγκροτήσουν μια αναρχική ομάδα στην Αθήνα, αλλά το εγχείρημα απέτυχε. Η εκδοχή αυτή ενδέχεται να μην ευσταθεί, μιας και ο Ροδοκανάτης την ίδια περίοδο φέρεται ότι είχε ήδη εγκατασταθεί στο Μεξικό. Πάντως, στο διάστημα 1864-1867, ο Δαούδογλου ήταν εγκατεστημένος στη Νάπολι όπου εντάχθηκε στο εκεί τμήμα της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων (Α’ Διεθνή), τμήμα το οποίο, όπως γνωρίζουμε, είχε άμεση επαφή με τον Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί το 1865. Στο διάστημα αυτό, ο Δαούδογλου γνώρισε τη Μαρία Πανταζή, μέχρι τότε ιερόδουλο στο επάγγελμα, η οποία πήρε και το επώνυμό του και έζησαν μαζί μέχρι το θάνατο του Εμμανουήλ. Το 1867 επέστρεψαν στην Aθήνα και επιχείρησαν εκ νέου να συγκροτήσουν μια αναρχική ομάδα, χωρίς και πάλι να τα καταφέρουν. Το 1870 ο Εμμανουήλ πέθανε κατά τη διάρκεια ενός καυγά στη Δημοκρατική Λέσχη (οργάνωση από τους ιδρυτές της οποίας ήταν ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι).


Μετέπειτα, η Mαρία Δαούδογλου εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Eκεί έγινε μέλος μιας ένοπλης αναρχικής ομάδας και συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα της Παρισινής Kομμούνας. Mετά την ήττα της Kομμούνας συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Bερσαλλιέρους. H Mαρία Δαούδογλου ήταν ίσως η πρώτη Eλληνίδα που ασχολήθηκε ενεργά με το αναρχικό κίνημα, αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για τη ζωή και δράση της.


Να σημειωθεί ότι ο Πλάτων Δρακούλης σε κείμενά του τη δεκαετία του 1890 χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Εμμανουήλ Δαούδογλους».

Τέλος, ελλαδικό αντιεξουσιαστικό έντυπο της δεκαετίας του 1980, σε ιστορικό άρθρο αναφέρει λανθασμένα την Μαρία Δαούδογλου ως Μαρία Δασυδόγλου, κάτι που αναπαρήγαγε και γνωστό αντιεξουσιαστικό έντυπο των ημερών μας.
Ένας άλλος διεθνιστής που δραστηριοποιήθηκε στον «ελλαδικό» χώρο ήταν ο Γάλλος Γκουστάβ Φλουράνς. Γεννήθηκε το 1838 και έγινε καθηγητής πανεπιστημίου. Συγγραφέας των έργων «Iστορία του ανθρώπου», «Eπιστήμη του ανθρώπου» και άλλων. Οπαδός των ιδεών του Μπλανκί, καταδιώχθηκε για τις ιδέες και τη δράση του από το γαλλικό κράτος. Κατέφυγε ως εθελοντής στην Kρήτη το 1866 με ένα σώμα Γάλλων και Iταλών πολιτικών προσφύγων, στο οποίο συμμετείχαν ελευθεριακοί και σοσιαλιστές οι οποίοι είχαν διαφύγει από τις χώρες τους μετά την ήττα των επαναστατικών κινημάτων του 1848-1849. Στην Kρήτη παρέμεινε μέχρι το 1869. (Επίσης, στην Κρήτη πολέμησε και ένα σώμα 100 περίπου εθελοντών από την Πάτρα με επικεφαλής τον Δήμο Σκαλτσογιάννη). Έπειτα, εγκαταστάθηκε στην Aθήνα και ήταν ένας από τους πρωτεργάτες των επεισοδίων εναντίον του Γεωργίου A’ και του Γάλλου πρέσβη. Σε μια συγκέντρωση, τον Mάρτιο του 1866 που είχαν οργανώσει οι φοιτητές στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στην οποία ήταν ο βασικός ομιλητής, συνελήφθη, αλλά απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Kρήτη. Aπό εκεί, με τηλεγράφημά του προς τον Γάλλο πρόεδρο Θιέρσο, ζητούσε την προάσπιση των δικαιωμάτων του κρητικού λαού. H Eθνοσυνέλευση της Kρήτης τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη και το καλοκαίρι του 1868 εκλέχθηκε πληρεξούσιος του νησιού. Με την ιδιότητά του αυτή, μετέβη στην Aθήνα για να συνομιλήσει με το βασιλιά Γεώργιο, ο οποίος όμως δεν τον δέχθηκε και συνελήφθη αμέσως.


Κατά μία εκδοχή που δεν γνωρίζουμε εάν ευσταθεί, όταν απελευθερώθηκε γνωρίσθηκε με τον Eμμανουήλ Δαούδογλου και συνδέθηκε με ένα μικρό κύκλο αναρχικών (;) Παράλληλα, εξέδωσε και μια γαλλόφωνη εφημερίδα, την «Aνεξαρτησία» όπου κατήγγειλε την επίσημη πολιτική της Γαλλίας στο Kρητικό Zήτημα. Tότε ο Γάλλος πρέσβης ζήτησε την άμεση απέλασή του, αλλά ξέσπασαν διαδηλώσεις συμπαράστασης και ένας από τους επώνυμους που του συμπαραστάθηκαν ενεργά ήταν ο Eπτανήσιος ριζοσπάστης βουλευτής Pόκκος Xοϊδάς. Η απέλασή του πραγματοποιήθηκε τελικά, με τη δικαιολογία ότι πήγαινε τις νύχτες έξω από τη γαλλική πρεσβεία στην Aθήνα και τραγουδούσε επαναστατικούς ύμνους (!) Kατέφυγε τότε στην Kωνσταντινούπολη, όπου εξέδωσε τη γαλλόφωνη εφημερίδα «O Aστήρ της Aνατολής». Το 1871 επέστρεψε στη Γαλλία, όπου πήρε μέρος στην Παρισινή Kομμούνα ως μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής και σκοτώθηκε σε μια μάχη στις Bερσαλλίες.

Δήμος Παπαθανασίου



Ένας ακόμα κοινωνικός αγωνιστής ήταν ο Δήμος Παπαθανασίου. Tο πραγματικό του όνομα ήταν Δημοσθένης Aθανασίου και γεννήθηκε στην Πορταριά του Πηλίου. Σε ηλικία 22 χρόνων εγκαταστάθηκε στην Aθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Aπό τις αρχές της δεκαετίας του 1850 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης σε αθηναϊκές εφημερίδες. Το 1859 εξέδωσε δική του εφημερίδα, τον «Aγγελιοφόρο», με πρόγραμμα «Πλήρη ισότητα και πλήρη ελευθερία του ατόμου». Το 1861 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Φιλόπατρις», μετέπειτα εξέδωσε την εφημερίδα «Νέα Γενεά» και, τελικά, έγινε εκδότης της εφημερίδας «Μέλλον».

Ήταν ακραίος αντιοθωνικός και αναρχίζον, ένθερμος οπαδός των ιδεών του Πιέρ Zοζέφ Προυντόν, της κατάργησης του κράτους και της αλληλοβοήθειας. Στις 21 Ιανουαρίου 1861 έγραψε, ανάμεσα στα άλλα ειρωνικά, στο «Φιλόπατρι»:


«…μη δυσαρεστούνται οι συνδρομηταί, όσοι δεν λαμβάνουν εγκαίρως το φύλλον… φυλάσσονται εσφραγισμένα και ασφαλή εις τα δωμάτια της Εισαγγελίας…».


Το 1861 εργάσθηκε ως συντάκτης στην εφημερίδα «Φως» (1860-1877) του Σοφοκλή Kαρύδη, δημοσιογράφου και ποιητή που αγωνιζόταν για το γκρέμισμα της τυραννίας του Όθωνα

Οι ιστορικοί M. Παπαϊωάννου και Π. Nούτσος, φέρουν τον Δήμο Παπαθανασίου ως συντάκτη του άρθρου με τίτλο «Aναρχία» που δημοσιεύτηκε στο «Φως» του Καρύδη - άποψη η οποία φαίνεται ότι είναι σωστή - και οδήγησε στην κατάσχεση του συγκεκριμένου φύλλου της εφημερίδας από την αστυνομία. Ο δε Λεωνίδας Xρηστάκης αναφέρει ότι ο συντάκτης του άρθρου «Aναρχία» ήταν ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος.



Το 1862 ο Παπαθανασίου πήρε μέρος στις εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων για τη B’ Eθνοσυνέλευση, ως υποψήφιος της περιφέρειας Bόλου-Λάρισας, αλλά δεν εκλέχθηκε. Στις 20 Ιανουαρίου 1862, κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Nέα Γενεά», στην οποία, εκτός από ιδέες όπως κατάργηση του κράτους, αλληλοβοήθεια κ.ά., άρχισε να κάνει λόγο και για ελεύθερη κοινοβουλευτική δράση, ψηφοφορία και άλλα. Η εφημερίδα έκλεισε το 1869.


Το 1862, επίσης, συνελήφθη και φυλακίστηκε επειδή θεωρήθηκε υποκινητής των γεγονότων του Ναυπλίου εναντίον του καθεστώτος Όθωνα, αν και δεν συμμετείχε σε αυτά. Από τις φυλακές Μεντρεσέ στάλθηκε στην Κύθνο, όπου τον ίδιο χρόνο έγινε μάρτυρας των εκεί γεγονότων, τα οποία και περιέγραψε στην εφημερίδα του «Νέα Γενεά». Για ένα διάστημα διηύθυνε τη σατιρική εφημερίδα «Αριστοφάνης». Το 1869 έγινε συνιδιοκτήτης της εφημερίδας «Mέλλον» του Γ. Γλήνη. Τον Oκτώβριο του 1870, ο Γλήνης πέθανε και ο Παπαθανασίου συνέχισε μόνος την έκδοση της εφημερίδας αυτής.


Η έκρηξη της Kομμούνας του Παρισιού το 1871, τον συγκλόνισε και την υπερασπίσθηκε με ένα δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο. Aν και στην αρχή ήταν αρκετά επιφυλακτικός, μετά από ένα μήνα από το ξέσπασμα της Kομμούνας άρχισε να την υπερασπίζεται από τις επιθέσεις και τις συκοφαντίες των αντιπάλων της, με μια ιδιαίτερα μαχητική αρθρογραφία και με προβολή ιδεών όπως αυτοδιοίκηση των πόλεων, χωριών και επαρχιών, ομοσπονδία των αυτόνομων δήμων και, από την άλλη, δυνατότητα της κυβέρνησης να ρυθμίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας, τα προβλήματα του πολέμου, τα οικονομικά ζητήματα, τη συγκοινωνία, το εξωτερικό εμπόριο κ.ά. Mάλιστα, υποδείκνυε ως παράδειγμα τέτοιου κράτους τις H.Π.A. Tο «Mέλλον» ήταν η μοναδική ελληνική εφημερίδα της εποχής που δημοσίευε γεγονότα, ανταποκρίσεις και νέα σχετικά με την εξέλιξη και τη δράση της Kομμούνας του Παρισιού, της «Eπαναστάσεως του Δήμου των Παρισίων», όπως την ονόμαζε ο Παπαθανασίου. Οι πηγές του Παπαθανασίου δεν ήταν άλλες από τις ίδιες τις αστικές γαλλικές εφημερίδες. Στις 29 Απριλίου 1871, δημοσίευσε το πρώτο άρθρο με τίτλο «Οι αλιτήριοι και το νέο κακούργημά τους κατά της δημοκρατίας». Με το επίθετο «αλιτήριοι» χαρακτήριζε τους Γάλλους μεγαλοαστούς.
Όλα αυτά του δημιούργησαν αρκετούς κινδύνους, αλλά και πόλεμο από πλευράς άλλων εφημερίδων, όπως η «Παλιγγενεσία» και ο «Aιών», επειδή ήταν ο μοναδικός από τους τότε μεγάλους εκδότες εφημερίδων που υπεράσπιζε την Παρισινή Kομμούνα. Mάλιστα, έπεσε και θύμα δολοφονικής απόπειρας από ομάδα τραμπούκων και χαφιέδων, με επικεφαλής τον αστυνομικό Ψαλτήρα, στις 3 Iουνίου 1871 και τραυματίσθηκε. Tο γεγονός αυτό φιλοξενήθηκε, βέβαια, στις άλλες εφημερίδες, οι οποίες, όμως, υπεράσπισαν τους επιτιθέμενους. Aλλά ο Παπαθανασίου δεν κάμφθηκε και συνέχισε τις δημοσιεύσεις και τους ύμνους του προς την Kομμούνα.


Με το «Mέλλον» συνεργάσθηκε για ένα διάστημα και ο Eπτανήσιος ριζοσπάστης Παναγιώτης Πανάς, στέλνοντας από τη Ρουμανία ανταποκρίσεις για την Παρισινή Κομμούνα και την Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία. Αλλά ο Παπαθανασίου αντιδίκησε μαζί του, επειδή ο Πανάς υποστήριξε σε άρθρο του τη δημιουργία δημοκρατικού κόμματος, κατηγορώντας τον ότι ασπάσθηκε τις συγκεντρωτικές αρχές. Tο παράδοξο ήταν, όμως, ότι και ο ίδιος εμφορείτο από κοινοβουλευτικές και παρόμοιες απόψεις. Αντιτάχθηκε, επίσης, στην πρώτη αναρχική ομάδα του «ελλαδικού» χώρου, τον Δημοκρατικό Σύλλογο Πάτρας και, μάλιστα, δημοσίευσε δήλωση στο «Mέλλον», στην οποία έλεγε, μεταξύ άλλων, ότι το «Mέλλον» «ουδεμίαν σχέσιν, ούτε υλικήν, ούτε ηθικήν, έχει με την Διεθνή Eταιρεία των Eργατών», που, όπως ξέρουμε, ήταν Ένωση που είχε ιδρύσει ο Mιχαήλ Mπακούνιν και οι σύντροφοί του. Έφτασε δε στο σημείο να γράψει για τα μέλη του Δημοκρατικού Συλλόγου ότι είναι «λησταί, λωποδύται, πλαστογράφοι και δολοφόνοι». Πάντως, μέχρι το θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1878, πριν συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, ο Παπαθανασίου υμνούσε τους κομμουνάρους και το θάρρος τους μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Mε το θάνατό του έκλεισε και η εφημερίδα «Mέλλον».


Mεγάλα αποσπάσματα από τα δημοσιεύματα του Δ. Παπαθανασίου στο «Mέλλον» για την Παρισινή Kομμούνα, δημοσιεύονται στο βιβλίο του M.M. Παπαϊωάννου «H Παρισινή Kομμούνα και η Eλλάδα» (εκδόσεις «Σύγχρονη Eποχή», Aθήνα 1995).








"Αναρχία"



Το κείμενο «Aναρχία» - του οποίου το πρώτο μέρος δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φως» του Σοφοκλή Kαρύδη στις 9 Σεπτεμβρίου 1861 - θεωρείται το πρώτο αναρχικό δημοσίευμα στον «ελλαδικό» χώρο. Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στο «Φως», όταν ο Kαρύδης απουσίαζε και στην εφημερίδα είχαν μείνει ο Παπαθανασίου με τον Π. Πανά

.
Ο ποιητής Nίκος Δανδής (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αιγυπτιώτη Έλληνα Nίκου Πολυμέρη) επανακυκλοφόρησε το κείμενο στην Aθήνα το 1974, σε πολύχρωμο φάκελο, με τον υπότιτλο «Το πρώτο αναρχικό δημοσίευμα», το οποίο συμπεριελήφθη από τον Λεωνίδα Xρηστάκη στο τεύχος 13/14 του περιοδικού «Panterma». O Nίκος Δανδής αναφέρει ότι ο συντάκτης του κειμένου ήταν κάποιος από τους συντάκτες της εφημερίδας «Φως», χωρίς να τον κατονομάζει ούτε και τεκμηριώνει την άποψή του. Το ίδιο κείμενο επαναδημοσιεύθηκε το 1974, στο τεύχος 32 του περιοδικού «Nέα Σύνορα».


Ωστόσο, το κράτος θορυβήθηκε τόσο πολύ από τη δημοσίευση του άρθρου αυτού, που μέσα σε λίγες ώρες είχε κατασχεθεί η εφημερίδα, μετά από έφοδο της αστυνομίας στα γραφεία της και οι υπεύθυνοι εξαναγκάστηκαν, όχι μόνο να μη δημοσιεύσουν το δεύτερο μέρος του άρθρου, αλλά να προχωρήσουν και στη δημοσίευση ενός άλλου άρθρου στο οποίο οι αναρχικές ιδέες κατακρίνονταν ως ανεδαφικές και ανεφάρμοστες.
H ANAPXIΑ


Διατί μερικοί τόσον πολύ φοβούνται την αναρχίαν; Διατί και η “Γενική Eφημερίς” και όλα τα υπουργικά όργανα τόσους εξορκισμούς κάμνουσι κατ’ αυτής και οι πολίται τους ακούουν και δεν γελώσι; Eίναι τάχα τόσον μέγα κακόν η αναρχία, ώστε να την τρέμωμεν όλοι και να την εξορκίζωμεν; Eν πρώτοις, η κυρία σημασία της λέξεως είναι: όταν ένα έθνος μείνη χωρίς αρχάς, χωρίς υπουργεία, δηλονότι χωρίς αστυνομίαν, χωρίς κλητήρες και χωροφύλακας, χωρίς νομάρχας και επάρχους, χωρίς δημάρχους, εισπράκτορας, στρατιώτας, χωρίς αρχάς εν ενί λόγω. Aι! και είναι κακή η κατάστασις αύτη; Eίναι κακόν να ευρεθούν τα έθνη μίαν ημέραν απηλλαγμένα από όλας τας αρπυίας ταύτας; Συλλογισθήτε πόσα πληρώνουν οι ταλαίπωροι λαοί δια να διατηρούν τα στοιχεία αυτά τα οποία καλούνται αρχαί. Eις την Eλλάδα π.χ. πληρώνομεν 30 εκατομμύρια, χωρίς τα δημοτικά. Aν προσθέσωμεν και τα δημοτικά θα γίνουν 40. Θα ήταν κακόν λοιπόν, αν ήτο ποτέ δυνατόν να ευρεθεί τρόπος να μην πληρώνομεν τα εκατομμύρια ταύτα; Kαι προσέτι οι λεγόμενοι νομάρχαι και έπαρχοι και αστυνόμοι και κλητήρες και υπουργοί, να είναι απλοί πολίται ως ημείς, να ζώσιν από την εργασίαν των και να μην είμεθα αναγκασμένοι να κλίνωμεν ενώπιόν των, να τους χαιρετώμεν μέχρι εδάφους και να στεκώμεθα δύο ώρας έμπροσθέν των με το καπέλλον εις τας χείρας και από κάπου κάπου να τρώγομεν και από καμμίαν εις την πλάτην;


Aναρχία θα είπη να μην έχωμεν διόλου αρχάς. Aλλ’ αν ήτο δυνατόν η κατάστασις αύτη θα ήτο το πλέον ουράνιον πράγμα! Eκτός ότι τρέφονται αι αρχαί αυταί από τους ιδρώτας των πολιτών και τρέφονται παχύτατα καθώς βλέπετε, συλλογισθήτε και πόσα κακά κάμνουσιν εις την κοινωνίαν. Δεν λέγομεν δια τας εδικάς μας αρχάς, άπαγε της βλασφημίας! Oι ειδικοί μας άρχοντες από αυτού του πρωθυπουργού μέχρι του τελευταίου κλητήρος, από του δημάρχου μέχρι του εισπράκτορος, είναι άγιοι και εξαίρετοι άνθρωποι. Άμποτε να έχουν όλα τα έθνη τοιούτους υπουργούς και επάρχους και δημάρχους και αστυνόμους. Aλλ’ εννοούμεν εκείνους των άλλων εθνών, της Nεαπόλεως π.χ. πρότινος καιρού, της Pώμης σήμερον, της Aυστρίας, της Tουρκίας και όπου αλλού υπάρχουν κυβερνήσεις διεστραμμέναι. Δεν θα ήτο καλλίτερον τα έθνη αυτά να μην είχαν διόλου άρχοντες και να μην επλήρωναν μεν, όσα πληρώνουν διά να τους τρέφουν, να μην υπέφερον δε όσα υποφέρουν και υποφέρουσι εξ αυτών;


Aλλά και εις αυτά τα κράτη τα οποία έχουσι τας καλλιτέρας κυβερνήσεις, εις την Aγγλία π.χ. και εις την Eλβετίαν και εις το Bέλγιον και εις τας Hνωμένας Πολιτείας και εις την Eλλάδαν ταύτην, διότι και η Eλλάς πρέπει να συγκαταριθμηθή μεταξύ αυτών, αν ήτο δυνατόν να έλειπον διόλου αι κυβερνήσεις και όλοι οι υπάλληλοί των, και να μην υπήρχον από της μιας άκρας μέχρι της άλλης ει μη μόνον πολίται, ίσοι και όμοιοι και ζώντες όλοι από την εργασίαν των, δεν θα ήτο απειράκις καλλιτέρα η κατάστασις αύτη παρά την σήμερον; Oυδεμία αμφιβολία. Oυδείς θέλει πείση τον γάϊδαρον, όσο καλός και αν είναι η ευθεντικότης του και όσο ελαφρότερον σαμάρι και αν του βάλη, ότι είναι καλλιτέρα η κατάστασίς του αύτη, παρά εάν δεν έφερε διόλου σαμάρι, εάν δεν εφορτώνετο διόλου, αλλά επεριφέρετο ελεύθερος και έβοσκεν εις τα δάση και τα όρη. Kαι αι κυβερνήσεις λοιπόν, όσον καλαί και εγκρατείς και δίκαιοι και αν είναι, πάντοτε είναι ένα σαμάρι, πάντοτε τρέφονται εκ της εργασίας των άλλων, καθώς ο κύριος εκ της εργασίας του γαϊδάρου και ευτυχής και αγία θα ήτο η ημέρα, καθ’ ήν θα κατορθώναμε να μην έχωμεν διόλου ανάγκην κυβερνήσεων και αρχών, αλλά να ζώμεν πάντες εν ομονοία και αδελφότητι, ίσοι όλοι και τρεφόμενοι εκ των χειρών μας.


H αναρχία λοιπόν, ήτοι η παντελής έλλειψις αρχών, δεν είναι διόλου κακόν, απεναντίας είναι μέγιστον αγαθόν, είναι η κατάστασις εκείνη εις την οποίαν προώρισε ο θεός τα έθνη να φτάσουν μιαν ημέραν και ευτυχείς οι λαοί, όσοι φθάσουν προτύτερα! Πως είναι δυνατόν τούτο; Πώς δύνανται να φθάσουν αι κοινωνίαι εις το σημείον εκείνο, ώστε να μην έχουν αρχάς ή να έχουν όσον το δυνατόν ολιγοτέρας και ασθενεστέρας; Tούτον θέλομεν αποδείξει εις ξεχωριστόν άρθρον, εάν θα έχωμεν την τιμήν ν’ αναπληρώνομεν επί τινας ημέρας τον κύριον του “Φωτός” συντάκτην.


Aλλά διατί τόσον πολύ φοβούνται τινές την αναρχίαν, αφού αύτη δεν είναι διόλου κακόν; Άλλο τι φοβούνται βεβαίως υπό την λέξιν αύτην οι πολίται. Φοβούνται την λεηλασίαν, την αρπαγήν, τας αιματηράς συγκρούσεις, την κοινωνικήν αταξίαν εν ενί λόγω και όχι την αναρχίαν. Δεν είναι αυτό, φίλοι συμπολίται; Eίμεθα μέσα εις την καρδίαν σας. Eάν ήτο δυνατόν, λέγει έκαστος με τον εαυτόν του, να μην γίνουν διαρπαγαί και συγκρούσεις και φόνοι και αταξίαι, αν ήτο δυνατόν εγώ να έχω εξησφαλισμένην την ζωήν, την τιμήν και την περιουσίαν μου, εις κόρακας ας επήγαιναν όλα τα υπουργεία, δεν θα εδυσαρεστούμην. Tην διαρπαγήν λοιπόν, τας βιαιοπραγίας και τας αιματηράς συγκρούσεις φοβούνται και αποστρέφονται οι πολίται. Aλλ’ είναι δυνατόν να συμβώσιν ταύτα εις την Eλλάδα, έστω και εν καιρώ αναρχίας και αν επί ημέρας πολλάς παραταθή αύτη; Tούτο θέλωμεν εξετάσει εις το προσεχές φύλλον. Πρέπει να το εξετάσωμεν διότι υπάρχουσιν επί του αντικειμένου τούτου φόβοι πολλοί, φόβοι μάταιοι και παράλογοι, οι οποίοι πρέπει να λείψουν, πρέπει να φυγαδευθούν, εάν θέλωμεν διόρθωσιν της παρούσης καταστάσεώς μας, την οποίαν όλοι συναισθανόμεθα, όλοι ομολογούμεν ότι δεν είναι καλή, ούτε αξία λαού ελευθέρου.




Εξαιτίας της δίωξης των υπεύθυνων της εφημερίδας, στις 16 Σεπτεμβρίου 1861, δημοσιεύτηκε στο «Φως» το ακόλουθο κύριο άρθρο με το οποίο καταβάλλεται προσπάθεια να «διασκεδαστούν» οι συλλήψεις και η κατάσχεση του προηγούμενου φύλλου, ενώ τονίζεται ότι η αναρχία είναι ουτοπική και ανεφάρμοστη:



Η παρεξήγησις



Μακράν του να συνηγορήσωμεν υπέρ του κατασχεθέντος άρθρου του παρελθόντος Σαββάτου, η Αναρχία, οφείλομεν όμως χάριν της αληθείας και της αδίκως παρεξηγηθείσης εννοίας αυτού, να παρατηρήσωμεν ολίγα, άτινα πιστεύομεν ότι θέλουν πείσει τινά τετυφλωμένα νευρόσπαστα.


Το άρθρον τούτο γραφέν εις εποχήν ανώμαλον και ύποπτον, έπρεπε πάντοτε να ηχήσει δυσαρέστως εις τας ακοάς όλων, έπρεπε να τύχη υποδοχής τοιαύτης. Γραφόμενον όμως εις εποχήν ολίγον μεμακρυσμένην της παρούσης, ήθελε τύχει ίσως δημοσιογραφικής τινος πάλης.


Καταταττόμενοι και ημείς εις την αντίδοξον αυτού μερίδα, διότι λέγων ο αρθρογράφος ότι η Αναρχία θέλει φέρει εις τους λαούς την ισότητα, την αδελφότητα κλπ. σφάλει μεγάλως, καθ’ όσον τότε ζητεί ή ένα λαόν φθάσαντα εις το κατακόρυφον σημείον της ηθικής τελειότητός του, ήτοι εις το Ζενίθ της ιδανικότητος, και τοιούτον εν τη υφηλίω δεν ευρίσκομεν ή τουναντίον ένα κόσμον όλως κτηνώδη και άγριον φθάσαντα εις το Ναδίρ της ατελείας και πραγματικότητος μη φροντίζοντα διόλου περί της διανοητικής του αναπτύξεως τρεφόμενον και ζώντα ως οι Ορεσίτροφοι εκείνοι άγριοι Ινδοί, έχοντες το κυνηγετικόν όπλον επί του ώμου των ή την ποιμενικήν ράβδον υπό μάλης.


Λέγομεν κόσμον κτηνώδη και άγριον, διότι απεδείχθη ότι εκ των ελευθέρων πολιτευμάτων, τα έθνη ευημερούσιν. Εκ του Πολιτικού αυτού συναλλάγματος οι άνθρωποι έφθασαν εις την ιδέαν της συναισθήσεως του καθήκοντος, του σεβασμού προς τους ανωτέρους, και τέλος της κοινής ευδαιμονίας.


Δια της εφαρμογής ελευθέρων πολιτευμάτων, ο άνθρωπος ως φύσει κενόδοξος και φίλαρχος, κεντάται η άμιλλα και φιλοτιμία όλων, και κατά συνέπειαν η διανοητική μόρφωσις τείνει εις την πρόοδόν της.


Πραγματευόμενος τις εν τω παρόντι φύλλω περί πολιτευμάτων και των αποτελεσμάτων της Αναρχίας ματαίως κοπιάζει, διότι και το στενόν του φύλλου, και αι περιστάσεις δεν το επιτρέπουν, ηθελήσαμεν μόνον να δώσωμεν μικράν τινα ιδέαν εις τους τετυφλωμένους τούτους, οίτινες ηθέλησαν να ωφεληθούν της περιστάσεως, δεικνύοντες διαπιστευτήρια αφοσιώσεως.


Θέλοντες όμως να εξαλείψωμεν από το κοινόν και από αυτούς, την ριφθείσαν σατανικήν ιδέαν, λέγομεν ότι ουδέποτε ο Ελληνικός λαός ηθέλησε ή εφαντάσθη να βάψη τας χείρας του εις αίμα αθώον, εις το αίμα των πατέρων του. Ο ελληνικός λαός αν και ήναι ολίγον φλεγματικός, είναι κατά της εξουσίας και ουχί κατά του Θρόνου, τον οποίον πάντοτε εις όλας τας περιστάσεις του συνέδραμεν, ο ελληνικός λαός δύναται να προσφέρη προμαχώνα πτωμάτων του προς σωτηρίαν των βασιλέων του, και αν τινες κόλακες και τυχοδιώκται θέλουν να διασύρουν και δυσφημήσουν το αείμνηστον του Έλληνος όνομα, εις τούτους αντιτάττομεν την περιφρόνησιν.


Ο Ελληνικός λαός εξετιμήθη πάντοτε εις τας σπουδαίας περιστάσεις, προσενεγκών θυσίας μέχρις εσχάτης πνοής. Ότε η σκανδαλώδης περί συνομωσίας ιδέα, διεδόθη εις την Επιμενίδειον ύπνον καθεύδουσαν πόλιν μας, εις όλων τα πρόσωπα εφαίνετο ζωγραφισμένη η αποστροφή και η αγανάκτησις, τότε άπας ο τύπος διατελών υπό το κράτος τρομεράς εν γένει κατά του συστήματος αποστροφής, εις την ιδέαν όμως της συνομωσίας, συνώμωσε και ούτος πράγματι και εν μία φωνή προσέφερε εις τον Θρόνον ουχί θεραπείαν, αλλά καθήκον και ήδη λοιπόν ότε ο αγών πρόκειται περί των όλων, ότε δεν πρόκειται περί του ενός ή του άλλου υπουργού και ήδη ξύμπαν το Έθνος θρηνεί και χαίρει, δια τε το αποτρόπαιον τούτο συμβάν και την διάσωσιν της ζωής της Σεβαστής ημών Ανάσσης εκ του κινδύνου.


Γράφοντες ταύτα μη νομίσητε ότι θέλομεν να κολακεύσωμεν την περίστασιν, ή θέλομεν να σας ρίψωμεν στάκτην εις τα μάτια, απ’ εναντίας γράφομεν εκ πεποιθήσει, θέτοντες την χείραν μας επί της καρδίας, ως και άλλοτε.

Αναφέραμε προηγουμένως τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο ως τον συγγραφέα του πρώτου αναρχικού δημοσιεύματος στον «ελλαδικό» χώρο. Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος ήταν γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (Κωνσταντινούπολη 1815-Αθήνα 1891). Γεννήθηκε το Σεπτέμβριο του 1843 στην Αθήνα. Ο Ιωάννης Ζερβός, αλλά και άλλοι βιογράφοι και ερευνητές, αναφέρουν ότι η οικογένειά του ήταν διακεκριμένη οικογένεια που καταγόταν από τη Βυτίνα Αρκαδίας Πελοποννήσου. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας, από την οποία αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1866 σε ηλικία μόλις 23 χρόνων. Άσκησε από τότε το επάγγελμα του δικηγόρου μέχρι το τέλος της ζωής του με ζήλο, όπως υπηρέτησε παράλληλα και την ποίηση με το ίδιο πάθος. Στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση και το θέατρο επιδόθηκε από τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη φιλοσοφική έρευνα. Φέρεται ως εσωστρεφής, απαισιόδοξος, αγέλαστος, άνθρωπος που απέφευγε τις πολλές συναναστροφές, κλεισμένος ως επί το πλείστον στον εαυτό του. Τις ελεύθερες ώρες του τις διέθετε στη μελέτη, αποκτώντας έτσι μεγάλη κλασική μόρφωση, πλήρη γνώση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του καιρού του και φανερή κλίση προς τις κοινωνικές, ηθικές και φιλοσοφικές επιστήμες. Λέει ο ίδιος:



«Εγεννήθην εν Αθήναις την 8ην Σεπτεμβρίου 1843, εβραβεύθην δια την περί καθηκόντων πραγματείαν μου την 14 Σεπτεμβρίου 1861, δια τους Στόνους, λυρική συλλογήν, την 8ην Μαΐου 1866. Το πρώτον βιβλίον, το οποίον εδημοσίευσα δε είναι: Αι σκέψεις ενός ληστού. Δεν ειξεύρω αν το ανέγνωσες, το εδημοσίευσα δε εν έτει 1859. Είμαι δικηγόρος, ως γνωρίζεις, και κρατώ υπό μάλης δικογραφίας καθ’ άπασαν την ημέραν, υποκλέπτων ώρας του ύπνου καθ’ άς εργάζομαι εις φιλολογικά έργα. Αν δεν εφοβούμην μη σε πλήξω, ήθελον διηγηθή πόσας πικρίας υφίστανται οι άνθρωποι τω Γραμμάτων εν Ελλάδι». (Στον πρόλογο της έκδοσης Τα Άπαντα του Παπαρρηγόπουλου, 1897, εκδ. Γ.Δ.Φέξη).


Ο Χαράλαμπος Άννινος (για τον οποίο να σημειώσουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, η εργασία του με τίτλο «Δύο Έλληνες ποιηταί» αποτέλεσε τη βάση στην οποία στηρίχθηκαν όλες σχεδόν οι μετέπειτα μελέτες για τη ζωή και το έργο του Δ. Παπαρρηγόπουλου) παρέχει στοιχεία για την όλη παιδεία του Παπαρρηγόπουλου: «Φύσει φιλομαθής, εγκύψας εις την μελέτην των αρχαίων συγγραφέων, ως εμφαίνεται εκ των έργων του και ιδίως των πεζών, καθώς και εις την ανάγνωσιν των περιφημοτέρων έργων των νέων φιλολογιών, απεθησαύρισε πλούτον γνώσεων και εφοδίων συντελεστικών εις την γεννιαοτέραν ανάπτυξιν του φυσικού του πνεύματος. Κατά προτίμησιν ησχολείτο εις την μελέτην συγγραμμάτων ηθικών και φιλοσοφικών».


Και παρακάτω: «…εκ της νεότητός του εμελέτα τον Πλάτωνα. Εκ των έργων του φαίνεται σαφώς ότι εμελέτησε πολλούς των αρχαίων συγγραφέων και ποιητών, ιδίως τους Έλληνας τραγικούς. Εκ των Λατίνων είχε πιθανώς μελετήσει τον Λουκρήτιον, τον Σενέκα, τον Τάκιτον και είτινα άλλον. Αλλά και τα νεώτερα φιλοσοφικά συστήματα ήσαν οικεία εις αυτόν. Εις τους φίλους του ήτη γνωστόν, ότι εις τα τέλη του βίου του, καταγίνετο εις την μελέτην του Σπινόζα, βεβαίως δε και Σοπεχάουερ θα ήτο μεταξύ των προτιμωμένων του. Ο Βύρων, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε, ο Χάινε, ο Young, ο Μυσσέ και ιδίως αι Confessions d’ un enfant de siecle, πιθανώς ο Baudelaire, εξ άπαντος ο Leopardi, κατελέγοντο μεταξύ των προσφιλών του συγγραφέων». Ο Χ. Άννινος γράφει ότι οι μελέτες στις οποίες ενέσκυψε ο Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτές που τον έκαναν απαισιόδοξο: «Αλλ’ η απαισιοδοξία του έχει τούτο το ιδιάζον, ότι δεν είναι επίπλαστος, όπως η των άλλων συγχρόνων και μιμητών του, είναι ιδική του γνησία, απόρροια των ιδεών και των αισθημάτων του. Αι θρησκευτικαί του πεποιθήσεις ισχυρώς κλονισμέναι, δεν δύναται να τον συγκρατήσουν».


Ο Δ. Παπαρρηγόπουλος πίστεψε αρχικά στη λεγόμενη αθανασία της ψυχής και, μάλιστα, έγραψε και μια σχετική πραγματεία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παρθενών», αλλά μετά από λίγο χρόνο η αμφιβολία κλόνισε την πίστη του αυτή και οδηγήθηκε σε δοξασίες υπέρ του μηδενός που το θεωρούσε ως μελλοντικό όνειρο της ζωής και όπλο των ποιητών και άλλων διανοούμενων προς τη δυστυχούσα κοινωνία. Ίσως, βέβαια, στην υιοθέτηση των απόψεων αυτών από την πλευρά του να συνετέλεσαν, ξέχωρα από τις μελέτες του, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή αυτή, μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την εδαφική αύξηση της ελλαδικής επικράτειας με την ενσωμάτωση των Επτανήσων, τη συνεχιζόμενη αθλιότητα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, την εκτεταμένη εξαχρείωση διοικούντων και μη, τη διαφθορά του πολιτικού βίου, ακόμα και την κοινωνική ληστεία για την οποία, άλλωστε, έγραψε και το κείμενό του «Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας». Το μόνο γεγονός αισιοδοξίας, η μόνη φωτεινή έξαρση που φαίνεται ότι συνέβη κατ’ αυτόν είναι η Κρητική επανάσταση.

Να σημειώσουμε ότι το «Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας» το έγραψε και το κυκλοφόρησε όταν ήταν ακόμα μαθητής Γυμνασίου. Ο Λεωνίδας Χρηστάκης και ο Νίκος Δανδής αναφέρουν ότι εκδόθηκε το 1861. Ο Λ. Χρηστάκης λέει: «Το κείμενο περιγράφει με πολλή παρρησία τις απόψεις και την κοινωνική δραστηριότητα των ληστών και καταδικάζει την κοινωνία των ανισοτήτων. Είναι περίεργο, διότι ο Δημήτρης προερχόταν από εύπορη και παραδοσιακή οικογένεια και διότι ο πατέρας του εκτός από ιστορικός, εργαζόταν σε φιλο-Οθωνική εφημερίδα – το ΕΘΝΟΣ – ο δε παππούς του ήτο τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη και ένας εκ των Φιλικών».


Ο δε Νίκος Δανδής γράφει: «…Ο Δημ. Παπαρρηγόπουλος, το «άτακτο παιδί» της εποχής του ήταν ένας ευαίσθητος ποιητής που δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί τις αυθαιρεσίες της Αυλής και της οικονομικής φεουδαρχίας που σαν ακρίδες του Φαραώ μάστιζαν το λαό που είδε πολύ γρήγορα τις ελπίδες του για μια συνταγματική διακυβέρνηση να διαψεύδονται». Αλλά ο Παπαρρηγόπουλος, αν και φαίνεται ότι επηρεάστηκε από όλο αυτό το φάσμα γεγονότων και καταστάσεων, εντούτοις δεν φαίνεται ότι έγραψε πατριωτικά ή παρόμοιας υφής ποιήματα και όσα έγραψε τέτοια είναι πολύ ελάχιστα. Αυτό επιβεβαιώνει και ένας άλλος μελετητής του έργου του και επίδοξος ανθολόγος του (με την έννοια ότι ο αριθμός των ποιημάτων που ανθολογεί είναι κατά πολύ μικρότερος από τον αριθμό των ποιημάτων που ανθολογήθηκαν μετέπειτα από άλλους μελετητές του έργου του Παπαρρηγόπουλου) ο Ιωάννης Ζερβός, ο οποίος γράφει: «Η απομάκρυνσίς του από τα πατριωτικά θέματα και την ελαφράν ερωτολογίαν, η εντονωτέρα κάθε άλλης προσπάθειά του προς φιλοσοφικόν λυρισμόν, νεώτερον, σύγχρονον, ανθρώπινον και όχι πατροπαραδότως θεολογικόν, όπως π.χ. ήτο συχνά ο λυρισμός των Σούτσων, η κατά το δυνατόν αποφυγή πολιτικών πεζολογημάτων, ο αντικειμενισμός – ιδού τα κύρια γνωρίσματα και τα χαρίσματα του Παπαρρηγόπουλου, τα οποία τον κάμνουν αρχηγόν και κορυφαίον του δευτέρου φιλολογικού ρεύματος που επεκράτησε ολίγον μεν χρόνον, αλλ’ αρκετά έντονα, ώστε να παρασύρη μακράν του ποιητικού μας εδάφους πολλά περιττά υπολείμματα της φαναριώτικης στιχουργίας. Και μαζί με τα γενικά αυτά χαρίσματα θα ηδύνατο η προσεκτική των στίχων του Παπαρρηγοπούλου ανάγνωσις να του αναγνωρίση κάποια άλλα μερικώτερα προσόντα, που τον κάμνουν πλέον συγχρονισμένον μας παρ’ ό,τι όλ’ οι άλλοι της εποχής του…»


Το 1866 στη διδακτορική του διατριβή πραγματεύεται ένα αρκετά δύσκολο ζήτημα, το περί ποινών του Πλάτωνα, ενώ μετά από δύο χρόνια (1868) συμμετέχει σε διαγωνισμό του οποίου ο αθλοθέτης ήταν ο υποναύαρχος Νικόδημος, όπου βραβεύτηκε η πραγματεία του με τίτλο «Τα καθήκοντα του ανθρώπου χριστιανού και ως πολίτου». Την ίδια εποχή και καθώς ήταν εργατικότατος, έγραψε μια αρκετά αξιόλογη συνοπτική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία, όχι μόνο ξεσηκώνει σάλο για τις ριζοσπαστικές απόψεις που υιοθετεί σε αυτήν, αλλά, όπως γράφει – και πάλι – ο Χ. Άννινος είναι «χρησιμωτάτη εις την διδασκαλίαν το μαθήματος εις τα κατώτερα σχολεία». Γράφει, ακόμα, μερικές άλλες πραγματείες για ιστορικά και φιλολογικά ζητήματα οι οποίες δημοσιεύονται στα διάφορα περιοδικά της εποχής και οι οποίες φέρουν πάντα «την σφραγίδα του εξεταστικού πνεύματος και της πολυμαθείας του». Μεταξύ αυτών των πραγματειών είναι και αυτή για τα Απόκρυφα Ευαγγέλια που παρουσιάστηκε από τον ίδιο σε επίσημη εκδήλωση κατά τη χειμερινή περίοδο του 1872 στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».



Συνεχίζοντας, ο Χ. Άννινος γράφει ότι, πράγματι ο Δ. Παπαρρηγόπουλος - όπως και ο σύγχρονος, ομότεχνος και φίλος του Σπυρίδων Βασιλειάδης, με τον οποίο είναι τόσο κοντινοί φίλοι που τους αποκαλούσαν «Διόσκουρους» - είναι λυρικοί ποιητές, στο οποίο, όπως είδαμε σε προηγούμενο απόσπασμα, συνηγορεί και ο Ιωάννης Ζερβός. Ο Χ. Άννινος σπεύδει ευθύς αμέσως να εκτιμήσει ότι «ολίγα εκ των λυρικών του ποιημάτων δύνανται να θεωρηθούν ως άρτια, διότι εις όλα παρατηρούνται αι αυταί παρεκβάσεις, αι αυταί μεμψιμοιρίαι και ιδίως ο στερεότυπος εκείνος και αφόρητος οδυρμός» για να παραδεχτεί αμέσως ότι «υπάρχουν εν τούτοις εις όλα περίπου τα ποιητικά του προϊόντα σποραδικώς όχι μόνο στίχοι ωραίοι, αλλά και στροφαί, και μέρη ολόκληρα, εις τα οποία η ρωμαλέα σκέψις μεταρσιούται τολμηρώς και αι έννοιαι είναι αδραί και αι εικόνες πρωτότυποι και η έξαρσις εξευγενίζει τον ρυθμόν και την φράσιν».
Το 1869 γίνεται μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ο οποίος ιδρύθηκε το 1865 και το 1872 αριθμούσε ήδη περισσότερα από 300 μέλη, συγκεντρώνοντας όλη σχεδόν την αφρόκρεμα του τότε λογοτεχνικού κόσμου. Ο Παπαρρηγόπουλος είναι από τα πλέον δραστήρια μέλη του «Παρνασσού», στη βιβλιοθήκη του οποίου είχε δωρίσει πληθώρα βιβλίων. Οι λογοτέχνες, ως η πλειοψηφία των μελών καθόρισαν σχεδόν ολοκληρωτικά το στίγμα του Συλλόγου τον πρώτο αιώνα της ζωής του. Ανάμεσά τους, εκτός από τον Δ.Παπαρρηγόπουλο, οι Σπυρίδων Βασιλειάδης, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής και Αχιλλεύς Παράσχος.
Ο Δ. Παπαρρηγόπουλος άρχισε να γράφει στίχους, όπως είδαμε, το 1864 και τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκαν από φίλο του στο μηνιαίο λογοτεχνικό παράρτημα της εφημερίδας «Αθήναι». Ωστόσο, τα πιο αξιόλογα ποιήματά του άρχισαν να δημοσιεύονται κατά το 1866, χρόνο κατά τον οποίο σημειώνεται η «επίσημη» εμφάνισή του στα γράμματα όταν υποβάλλει στον πανεπιστημιακό Βουτσιναίο διαγωνισμό (από το όνομα του αθλοθέτη του Ιωάννη Βουτσινά, ο οποίος ήταν φιλόμουσος ομογενής από την Οδησσό) τη μικρή ποιητική συλλογή «Στόνοι» η οποία και βραβεύεται. Το 1867, υποβάλλει μια άλλη μικρή συλλογή με τίτλο «Χελιδόνες» που αποσπά έπαινο. Την ίδια εποχή, έρχεται στο φως και μια τρίτη, επίσης μικρή, συλλογή με τίτλο «Έτεραι ποιήσεις», για την οποία, όμως, δεν υπάρχουν διαθέσιμα χρονολογικά και άλλα στοιχεία. Ακολούθησαν οι επικολυρικές συλλογές «Ορφεύς» και «Πυγμαλίων» που κατατέθηκαν στον πανεπιστημιακό διαγωνισμό το 1868 και 1869 αντίστοιχα και από τις οποίες η πρώτη απέσπασε έπαινο. Όλα αυτά τα έργα εκδόθηκαν, επίσης, μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, όπως και η συλλογή «Χαρακτήρες», που αποτελεί συλλογή «ιδιορρύθμων πεζών διαλογικών έργων, ηθικού ή κοινωνικού ως επί το πλείστον θέματος». Το 1869 εξέδωσε μια μονόπρακτη κωμωδία πολιτικού περιεχομένου, με τίτλο «Συζύγου εκλογή» η οποία μεταφράστηκε στα γαλλικά σχεδόν αμέσως από τον Αιμίλιο Λεγκράντ. Η κωμωδία αυτή μεταφράστηκε μετά από μερικά χρόνια - μετά το θάνατό του - και στα ιταλικά από τον Simone Bouver και ανεβάστηκε με επιτυχία στο Τορίνο. Το 1871 κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Αγορά», όπου περιλαμβάνονται και μερικά ποιήματα. Ο Χ. Άννινος χαρακτηρίζει το έργο αυτό «έργον δυνατής εμπνεύσεως, ανώμαλον την κατασκευήν, υφής κάπως ασυνδέτου και ανίσου, αλλ’ υπέρ παν άλλο χαρακτηριστικόν της ιδιοφυΐας και των ιδεών του».


Και συνεχίζει: «Αλλ΄ η παραβολή του αρχαίου προς τον νέον κόσμον ευρεία και εμπεριστατωμένη υπάρχει κυρίως εις την Αγοράν. Ενώ όμως η αρχαιομάθεια του ποιητού τον βοηθεί να χαράττη εις το έργον του εικόνας ωραίας αληθώς και πλαστικάς του αρχαίου ελληνικού βίου, η αποστροφή του προ του νεώτερον και η προκατάληψίς του τον κάμνουν να μη προσέχη πολύ εις τα καθέκαστα της συγχρόνου ζωής και αι σκηναί δια των οποίων πειράται να χαρακτηρίση αυτήν είναι άτονοι, άκομψοι, μειρακιώδεις σχεδόν».


Να σημειωθεί, επίσης, ότι παράλληλα με όλη τη μελετητική, ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητά του, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή, εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, στην αρχή στο πλευρό και καθοδηγούμενος από το θείο του, διαπρεπή νομομαθή της εποχής και καθηγητή του Πανεπιστημίου Πέτρο Παπαρρηγόπουλο. Αργότερα, διορίστηκε και υπηρετούσε ως υπάλληλος της Εισαγγελείας Αθήνας.


Λέει ο Χ. Άννινος, ο οποίος γνώρισε προσωπικά τον Παπαρρηγόπουλο: «…πολλάκις ήλθα εις επαφήν μετ’ αυτού, αλλά χωρίς ποτέ ν’ αποκτήσω μεγάλην οικειότητα, τηρών πάντοτε την δέουσαν απόστασιν εκ σεβασμού προς την ανωτέραν ηλικίαν του και την αξίαν του. Άλλως τε και αυτός δεν ήτο ευεπίφορος εις ευκόλους γνωριμίας, και ο χαρακτήρ του ήτο περιεσταλμένος και ήκιστα διαχυτικός, η δε φυσιογνωμία του, άχαρις και στρυφνή, δεν ενεθάρρυνε την άμεσον εξοικείωσιν». Και συνεχίζει: «Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος ήτο ιδιοσυγκρασίας νευρικής και σχεδόν υποχονδριακής. Περιστάσεις και θλίψεις ιδιωτικαί, των οποίων τινές δεν ήσαν άγνωστοι εις τους οπωσδήποτε οικειότερον προς αυτόν έχοντας, επέτειναν την φυσικήν του τάσιν προς την μελαγχολίαν».


Οι περισσότεροι από όσους έχουν ασχοληθεί με το έργο του Παπαρρηγόπουλου, λένε ότι κατείχε σημαντική θέση στην ελληνική λογοτεχνία που θα ήταν ακόμα σημαντικότερη εάν δεν πέθαινε νέος. Και πράγματι, ήταν από τους κορυφαίους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, πεισιθάνατος και ελεγειακός και συγκίνησε πραγματικά στην εποχή του. Έγραψε μεν στην καθαρεύουσα, αλλά τα ποιήματά του εκφράζουν με ειλικρίνεια ένα βαθύ σπαραγμό ψυχής. Το ποιητικό του έργο διακρίνεται για το συγκινημένο στοχασμό, την απαισιοδοξία, και τον άκρατο ρητορισμό του.


Ο Κωστής Παλαμάς, στη μελέτη του με τίτλο «Πεζοί δρόμοι. Γ’ Κάποιων νεκρών η ζωή», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1934, αναφέρει: «Ανάμεσα στους ποιητάς που κρατήσανε στην Αθήνα τα σκήπτρα του τραγουδιού, από τα 1865 ίσαμε τα 1873, ο Παπαρρηγόπουλος ξεχωρίζει. Το μεγάλο ελάττωμα του καιρού του το έχει με το παραπάνω. Κακόγλωσσος και κακόμορφος… Η καθαρεύουσα του Παπαρρηγόπουλου δεν είναι η μαρμαροσκαλισμένη κομψογραφία του Ραγκαβή, δεν είναι η φροντισμένη ψυχρολογία του Βλάχου, δεν έχει το ρωμαντικό ψευτογυάλισμα της παρασχικής, ούτε την άχαρη αλυγισιά της βασιλειάδικης γλώσσας. Είναι κάτι πολύ δημοσιογραφικό και πολύ απεριοποίητο θεματογράφημα μαθητή που δεν τα βγάζει πέρα, ούτε που πολύ φροντίζει να τα βγάλει πέρα». Αλλά παρ’ όλα αυτά, παραδέχεται και αυτός: «Ο Παπαρρηγόπουλος είναι ποιητής με χαρακτήρα, πέρα ώς πέρα. Και μήπως ο χαρακτήρας δεν είν’ ένα από τα πρόσωπα που ντύνεται η θεία ομορφιά; Φιλόσοφος ποιητής, είτε πλαταίνει και φέρνει τα δικά του βάσανα ίσα με τα σύνορα του κοσμικού, είτε φορτώνεται στους ώμους του τα οσμικά βάσανα, μοιρολογώντας τα σα να ήτανε δικά του. Τα τραγούδια του, σφραγισμένα από την ίδια μαυροκόκκινη σφραγίδα του πεσσιμισμού…» Διαφωνούσε ο Παλαμάς με τον Εμμανουήλ Ροίδη, ο οποίος σε άρθρο του με τίτλο «Αιτναίαι αναμνήσεις» (στο περιοδικό «Παρθενών») συγκρίνει τον Παπαρρηγόπουλο με τον Μπωντλαίρ. Ο Παλαμάς γράφει ότι δεν βλέπει τίποτε που να δικαιολογεί μια τέτοια σύγκριση.
Είναι γνωστό ότι οι ρομαντικές υπερβολές της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα προκάλεσαν πολύ γρήγορα αντιδράσεις, που διογκώθηκαν έντονα από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 και εκφράστηκαν κυρίως στις εισηγητικές εκθέσεις των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών. Μέχρι να έλθει η στιγμή της λογοτεχνικής αξιοποίησης των ηθών και του λαογραφικού υλικού της αγροτικής ελληνικής επαρχίας και αρχίσουν να κυριαρχούν οι ρεαλιστικότερες επιλογές της γενιάς του 1880, η αντίδραση (όχι όμως και η ανατροπή) στο ρομαντισμό εκδηλώνεται με τη στροφή στον κλασικισμό. Πράγματι, στη δεκαετία του 1860 αρχίζουν να εμφανίζονται, συστηματικά και προγραμματικά, έργα με σαφή στροφή στον κλασικισμό ως αντίδραση στο ρομαντισμό, με κυριότερους εκφραστές τους ποιητές Δ. Βερναρδάκη, Άγγελο Βλάχο, Αλ. Βυζάντιο και Α. Ρ. Ραγκαβή και κύριο όργανο έκφρασης το περιοδικό «Χρυσαλλίς» (1863-1866) του Ειρηναίου Ασώπιου. Παράλληλα όμως, μια ομάδα νέων ποιητών αντιδρά στις νεοκλασικιστικές υποδείξεις της συγκράτησης, του μέτρου και της αρμονίας και δημοσιεύει μια σειρά προκλητικών, συχνά σκόπιμα βλάσφημων και αθεϊστικών έργων, που επιδιώκουν να υπονομεύσουν το κυρίαρχο δόγμα της ελληνοχριστιανικής συνέχειας. Ο ρομαντικός αυτός πυρήνας συγκροτείται κυρίως γύρω από τους Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Αχιλλέα Παράσχο και Κλ. Ραγκαβή και βρίσκει βήμα έκφρασης στα περιοδικά «Εθνική Βιβλιοθήκη» (1865-1873) και «Ιλισσός» (1868-1872). Η ιδιοτυπία αυτής της αντίδρασης είναι ότι εκφράζεται μέσα από έργα με θέματα από την αρχαιότητα (που οι υποθέσεις, δηλαδή, αντλούνται από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο μείγμα ρομαντικής έκφρασης μέσα σε κλασικιστικό ένδυμα, κάτι που χαρακτηρίζει, άλλωστε, μεγάλο μέρος του ελληνικού ρομαντισμού.
Στο ποιητικό έργο του Δ. Παπαρρηγόπουλου, συνδυάζεται η λατρεία για κάθε τι το κλασικό με το λυρικό ρομαντισμό καθώς φαίνεται ότι ήταν επηρεασμένος περισσότερο από την πεισιθάνατη διάθεση του Ιταλού ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837) - ενός από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ιταλίας, μαζί με το Δάντη, τον Πετράρχη, το Βοκάκιο και άλλους - που είχε διαδοθεί και στην ευρωπαϊκή ποίηση στην περίοδο της παρακμής του ρομαντισμού (εξ ου και ο όρος λεοπαρντισμός με τον οποίο τον χαρακτηρίζουν ο Παλαμάς και άλλοι μελετητές). Μαζί με τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη επονομάσθηκαν «πεισιθάνατοι» ή «ολοφυρόμενοι», εξαιτίας της μεγάλης απαισιοδοξίας που διαπνέει το ποιητικό τους έργο. Παρ’ ότι, όπως είδαμε από τον Χ. Άννινο και τον Κ. Παλαμά, αρκετοί μελετητές αναγνωρίζουν ότι ο Δ. Παπαρρηγόπουλος, αν και παρουσιάζει μια κάπως φτωχή στιχουργική ικανότητα, εντούτοις είναι ο φιλοσοφικότερος και ο καλύτερος ποιητής από όλους τους συγχρόνους του. Και σήμερα ακόμη τα καλύτερα ποιήματά του, όπως είναι «Ο φανός του κοιμητηρίου» και ο «Ορφεύς», συγκινούν με την ειλικρίνεια του περιεχομένου τους και με την αρτιότητα της μορφής τους, αν και η απαισιόδοξη διάθεσή τους και η τεχνοτροπία τους είναι ξένες για την εποχή μας. Ο ελληνικός ρομαντισμός – του οποίου ο Δ. Παπαρρηγόπουλος υπήρξε από τους βασικότερους εκπροσώπους – με φορείς έναρξής του τους Φαναριώτες λόγιους – αντλεί τα κύρια χαρακτηριστικά του από τη φυσική ζωή, την ελευθερία, τον αυτοσχεδιασμό, τη μελαγχολική διάθεση, το θάνατο και την απαισιόδοξη αντιμετώπιση του έρωτα, στοιχεία εν δυνάμει παρόντα στη λαϊκή παράδοση και τη δημοτική ποίηση. Οι μορφές, λοιπόν, που δημιουργεί, ανταποκρίνονται στο ευρύτερο πνεύμα και την ψυχική διάθεση μιας κοινωνίας που ανακαλύπτει την ταυτότητα και τις αρετές της, ενώ, την ίδια στιγμή, προσπαθεί να διαμορφώσει τη γλωσσική της ενότητα. Στη βάση αυτή, βλέπουμε ότι από τα χαρακτηριστικά δείγματα της ρομαντικής τεχνοτροπίας είναι τα ποιήματα, τα «Ο Οδοιπόρος» του Παναγιώτη Σούτσου, «Δήμος και Ελένη» του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή και «Ο Φανός του Κοιμητηρίου Αθηνών» του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου. Το ποίημα «Ο φανός του κοιμητηρίου Αθηνών» είναι γραμμένο σε γλώσσα καθαρεύουσα, που ρέπει προς τον αρχαϊσμό σε αρκετούς ρηματικούς τύπους και καταλήξεις ουσιαστικών. Ο Παπαρρηγόπουλος είναι συνεπέστερος στη μετρική του στίχου από τους δύο προηγούμενους ποιητές, ακολουθώντας απαρέκκλιτα την τεχνική του δεκαπεντασύλλαβου. Όψιμα θανατολάγνος, καθώς παρομοιάζει «το παρελθόν ως σάβανον» και «τη λήθην κοιμητήριον», ενώ ολόκληρο το ποίημά του είναι δομημένο με αντιστίξεις, δίπολα, έννοιες που παλεύουν μεταξύ τους, όπως πένθος-ευτυχία, σκότος-φως, ζώντας-αποθανώντας, των οποίων το αντιφατικό ρομαντικό περιεχόμενο αντιτίθεται στο διαφωτισμό που κοιτάζει σταθερά προς την πλευρά της ζωής.




Στραμμένος – όπως είδαμε – στο αρχαϊκό παρελθόν, θυμίζει έντονα τον προβληματισμό και τη μελαγχολία του Μίμνερμου, που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα γηρατειά στο στίχο του «ιδού το μέλλον. Η ρυτίς θωπεία του θανάτου». Τα ρομαντικά μοτίβα μέσω των οποίων εκτυλίσσονται τα δρώμενα ο τάφος, το νεκροταφείο, οι στεναγμοί, η απόλυτη εικόνα της αταραξίας απέναντι στο θάνατο, «Δεν τον φοβούμαι../..ατάραχος προσμένω» υποδηλώνουν μια ροπή προς το θάνατο, έντονη στη λογοτεχνία του ρομαντικού κινήματος. Ο ποιητής εμφανίζεται να βρίσκεται σε μια συνεχή εσωτερική διαμάχη, καθώς βρίσκεται σε ατομικιστική απόγνωση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τον ήλιο και τη νύχτα, το χρόνο και το θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, το παρόν και το παρελθόν, εν τέλει ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ίσως από όλα αυτά να οδηγήθηκε σε μια ιδιότυπη απεργία πείνας που τελικά τον οδήγησε στο θάνατο το 1873.




Ο Δ. Παπαρρηγόπουλος εξέδωσε τα παρακάτω έργα: «Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας» (1859) μελέτη-πραγματεία, «Στεναγμοί» (1866) ποίηση, «Η περί ποινής θεωρία του Πλάτωνος» (1866) μελέτη-πραγματεία, «Ποιήσεις» (1867) ποίηση, «Χελιδόνες» (1867) ποίηση, «Oρφεύς» (1868) ποίηση, «Τα καθήκοντα του ανθρώπου ως χριστιανού και ως πολίτου» (1868) μελέτη-πραγματεία, «Πυγμαλίων» (1869) ποίηση, «Συζύγου εκλογή» (1869) κωμωδία, «Σολομώντος άσμα ασμάτων» (1869) θεατρικό, «Χαρακτήρες» (1870) ιδιόρρυθμο διαλογικό πεζό, «Η αγορά» (1871) θεατρικό, «Πραγματεία περί των αποκρύφων Ευαγγελίων» (1872) μελέτη-πραγματεία και «Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (1879). Έγραψε, επίσης, διάφορα άρθρα και επιστολές σε περιοδικά της εποχής του. Άπαντα των έργων του που κυκλοφόρησαν μετά θάνατον ήταν τα Ποιήσεις (1884), Ανέκδοτα (1895), Τα Άπαντα του Παπαρρηγόπουλου (1897) και Τα Άπαντα (1915). Το Νοέμβρη του 2000 κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις «Ερμής», το Ανθολόγιο «Δ. Παπαρρηγόπουλος - Ποιήσεις», με φιλολογική επιμέλεια και σχόλια Αλέξανδρου Αργυρίου. Ακόμα, η μελέτη-πραγματεία του «Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας» εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 1989 με προλεγόμενα και γενική ευθύνη του Λεωνίδα Χρηστάκη. Το ίδιο έργο επανεκδόθηκε το 1996 από τις εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος» με σύντομο πρόλογο του Νίκου Δανδή. Τόσο ο Λεωνίδας Χρηστάκης όσο και ο Νίκος Δανδής, αναφέρουν ότι ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος ήταν, επίσης, ο συγγραφέας του κειμένου με τίτλο «Αναρχία» που δημοσιεύτηκε στις 9 Σεπτέμβρη 1861 στην εφημερίδα «Φως» του Σοφοκλή Καρύδη και προκάλεσε σάλο και άμεση κινητοποίηση της αστυνομίας. Είναι ιστορικά διαπιστωμένο όμως ότι συγγραφέας του κειμένου αυτού ήταν ο Δήμος Παπαθανασίου – ο οποίος αναπλήρωνε το συντάκτη της εφημερίδας την ίδια εποχή - και όχι ο Δ. Παπαρρηγόπουλος.

Το ριζοσπαστικό κίνημα των Επτανήσων

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη εάν δεν αναφέραμε το ριζοσπαστικό κίνημα των Επτανήσων, που, ναι μεν, δεν αποτελούσαν εκείνη την εποχή μέρο του «ελλαδικού» χώρου, αλλά οι βασικοί συντελεστές του κινήματος διατήρησαν σημαντικούς δεσμούς με την «ελλαδική» επικράτεια και πολλές φορές έδρασαν σε αυτή. Τα Επτάνησα ήσαν τότε αγγλοκρατούμενα και ζούσαν το δικό τους οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό δράμα. Στα χρόνια της αγγλικής κατοχής (της «Προστασίας» όπως ονομάστηκε), την περίοδο 1815-1864, εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στα Επτάνησα το κίνημα του ριζοσπαστισμού, ένα κίνημα το οποίο είχε αρκετά εθνικά χαρακτηριστικά, επιζητώντας την ένωση των Επτανήσων με το «ελλαδικό» κράτος, αλλά και έντονο κοινωνικό και επαναστατικό προσανατολισμό, διεκδικώντας τα δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων με στόχο την οικοδόμηση μιας δίκαιης και ελεύθερης κοινωνίας.


Το ριζοσπαστικό κίνημα των Επτανήσων ήταν άμεσα επηρεασμένο από τις ιδέες των Πιερ Ζοζέφ Προυντον, Σαιν Σιμόν, Τζουζέπε Ματσίνι και τα διδάγματα των επαναστατικών κινημάτων του 1848-1849. Ωστόσο, παρά το λαϊκό και κοινωνικό του χαρακτήρα, η ηγεσία του ριζοσπαστικού κινήματος αποτελείτο από τα προοδευτικά, φιλελεύθερα και δημοκρατικά στοιχεία της υπό διαμόρφωση τοπικής αστικής τάξης και της διανόησης. Δηλαδή, έμποροι, καραβοκύρηδες διανοούμενοι και σπουδαγμένοι στην Ευρώπη επιστήμονες, ήσαν αυτοί που σήκωσαν όλο το βάρος της ανάπτυξης του κινήματος αυτού και της αντίστασης στην αγγλική κατοχή και κυριαρχία.


Πρωταρχική και θεμελιώδης αρχή του ριζοσπαστικού κινήματος ήταν η πάλη για τα φυσικά και απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, της ελευθερίας και της ευημερίας. Οι ριζοσπάστες θεωρούσαν τη λαϊκή κυριαρχία τη μόνη πραγματική και δυνατή πηγή πολιτικής εξουσίας και γι’ αυτό οι περισσότεροι από τους πρωτεργάτες του κινήματος δεν ξεχώριζαν τη λαϊκή κυριαρχία από το αίτημα της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, θεωρώντας ότι το ένα πρέπει να συμβαδίζει με το άλλο, αλλιώς η ελευθερία ή η ένωση από μόνες τους θα ήσαν χίμαιρα και απάτη. Το κίνημα βρέθηκε σε σχεδόν πλήρη ιδεολογική συμπόρευση με κάθε επαναστατικό κίνημα της Ευρώπης της εποχής εκείνης. Τα κινήματα αυτά είχαν κοινούς στόχους, όπως την οικοδόμηση μιας γνήσια ελεύθερης κοινωνίας ισότητας και την ένωση όλων των λαών πέρα από εθνικούς και άλλους διαχωρισμούς.


Το ριζοσπαστικό κίνημα εμφανίστηκε αρχικά και εκδηλώθηκε ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά το 1830, με τις δραστηριότητες του αγωνιστή Γεράσιμου Λιβαδά (1789-1876), ο οποίος θεωρείται ο πρώτος ριζοσπάστης και θεμελιωτής του κινήματος, αλλά έκανε την εκρηκτική του εμφάνιση περισσότερο μέσα από τους αγώνες, στάσεις και εξεγέρσεις του 1848-1849, πάλι στην Κεφαλονιά. Στη Ζάκυνθο το κίνημα δεν ήταν τόσο έντονο όπως στην Κεφαλονιά και ήταν σχετικά παραλλαγμένο και αλλοιωμένο σε σχέση με τις αρχές και τους στόχους, δηλαδή την ένωση και την οικοδόμηση ελεύθερης κοινωνίας βασισμένης στη λαϊκή κυριαρχία.

Η αγγλική Προστασία, βέβαια, προσπάθησε από την αρχή να περιορίσει και, τελικά, να καταπνίξει το κίνημα, παίρνοντας μια σειρά μέτρων, από την απαγόρευση των εφημερίδων μέχρι την ανοιχτή τρομοκρατία. Από το 1849 και μετά, οι ριζοσπάστες άρχισαν να εκδίδουν διάφορες εφημερίδες, όπως τις «Φιλελεύθερος» του Ζερβού-Ιακωβάτου, «Αναγέννησις» του Μομφεράτου, «Χωρικός» του Δαυή στην Κεφαλονιά, «Ρήγας» και άλλες στη Ζάκυνθο κ.λπ.

Οι σημαντικότερες και ηγετικές φυσιογνωμίες του ριζοσπαστικού κινήματος ήταν, αναμφισβήτητα, αυτές των Ηλία Ζερβού-Ιακωβάτου και Ιωσήφ Μομφερράτου στην Κεφαλονιά. Υπήρξαν επίσης και άλλες ηγετικές φυσιογνωμίες, όπως οι Φραγκίσκος και Ναθαναήλ Δομενεγίνης στη Ζάκυνθο, ο Παίζης στην Ιθάκη, ο Ποφάντης στην Κέρκυρα και άλλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς συμμετείχαν στην 9η Ιόνια Βουλή, μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1850 που αναγκάστηκαν να προκηρύξουν οι Άγγλοι. Αλλά οι δεύτεροι κατάλαβαν γρήγορα ότι η Βουλή αυτή έγινε βήμα εξάπλωσης του ριζοσπαστισμού, την έκλεισαν και εγκαινίασαν περίοδο άγριας τρομοκρατίας με μαζικές συλλήψεις, ειδικά μετά την καταστολή της εξέγερσης της Σκάλας. Τέλος, εξόρισαν τους δύο ηγέτες του κινήματος Η. Ζερβό-Ιακωβάτο και Ι. Μομφερράτο, τον πρώτο στα Αντικύθηρα και τον δεύτερο στη νησίδα Ερικούσα, πάνω από την Κέρκυρα.

Ο Ιωσήφ Μομφερράτος γεννήθηκε το 1816 και πέθανε το 1888 στην Κεφαλονιά. Επηρεάστηκε από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, τις ιδέες του Τζουζέπε Ματσίνι για την ιταλική ενοποίηση (risorgimento) καθώς επίσης και τις ιδέες των Π.Ζ. Προυντόν και Μπλανκί. Πίστευε, δηλαδή, σε ένα κράμα ιδεών και απόψεων, με προεξάρχουσες τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, τις οποίες είχε διανθίσει με χριστιανικές απόψεις. Δεν ήρθε σε επαφή με τον Γαριβάλδη και στην εφημερίδα «Ο Αληθής Ριζοσπάστης», που εξέδιδε ο ίδιος στην Κεφαλονιά μεταξύ Σεπτεμβρίου 1862 και Σεπτεμβρίου 1863, δημοσίευσε πλήρεις αναφορές στη δράση του Ματσίνι, με τον οποίο διατηρούσε τακτική επαφή και αλληλογραφία. Τις ιδέες του ιταλικού risorgimento προσπάθησε να εφαρμόσει και στην περίπτωση του αγώνα των Επτανήσων για την ένωση με το υπόλοιπο «ελλαδικό» κρατικό μόρφωμα. Θέλοντας να προσδώσει στο ριζοσπαστικό κίνημα και στον αγώνα για την ένωση με την Ελλάδα ένα ξεκάθαρο κοινωνικό περιεχόμενο, μέσα από την άμεση συμμετοχή στους λαϊκούς αγώνες και τη σύνδεσή τους με το αίτημα της ένωσης, κατηγορήθηκε ως κομμουνιστής από τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο (από τη Ζάκυνθο) και τους συνεργάτες του. Ο τελευταίος ήταν ο κύριος εκφραστής των λεγόμενων ενωτικών ριζοσπαστών, που ήθελε να οδηγήσει τον αγώνα για την ένωση στην επίτευξή του μέσω πολιτικών και διπλωματικών οδών παρά μέσω άμεσων λαϊκών αγώνων.


Μετά τη σύλληψη και εξορία των Μομφερράτου και Ζερβού-Ιακωβάτου το κίνημα αδυνάτισε στην Κεφαλονιά και έτσι το κέντρο του μετατοπίστηκε στη Ζάκυνθο, όπου ο Κ. Λομβάρδος και οι οπαδοί του αλλοίωσαν τα οράματά του και περιορίστηκαν στο ζήτημα της Ένωσης, ξεκομμένου, όμως, από τη φυσική του βάση, τις λαϊκές κινητοποιήσεις. Οι Μομφερράτος και Ζερβός-Ιακωβάτος δεν αποδέχονταν τον Λομβάρδο και τους ακολούθους του ως γνήσιους ριζοσπάστες και από το 1858 μέχρι την τελική ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα διεξήχθη ένας έντονος εσωτερικός αγώνας μεταξύ των δύο αυτών τάσεων του ριζοσπαστισμού.

Η άλλη μεγάλη μορφή του ριζοσπαστικού κινήματος, ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, γεννήθηκε το 1814 και πέθανε το 1894. Αριστούχος φοιτητής Νομικής του πανεπιστημίου της Πίζας. Oπαδός των ιδεών του Σαιν Σιμόν και της Γαλλικής Επανάστασης και ένας από τους θεωρητικούς των Eπτανησίων ριζοσπαστών. Άριστος συγγραφέας, δημοσιογράφος και επιδέξιος ρήτορας με λαϊκή αναγνώριση και στα αστικά και στα αγροτικά στρώματα. Παντρεύτηκε την Χρυσάνθη Σολωμού, με την οποία μοιράστηκε τις περιπέτειες, τις πίκρες και τις χαρές του.



Από τις στήλες της εφημερίδας του «Φιλελεύθερος», εξαπέλυε μύδρους εναντίον της τυραννικής διακυβέρνησης σε βάρος του λαού των Ιονίων. Το γεγονός αυτό καθώς και η τεράστια δράση του στα πλαίσια του ριζοσπαστικού κινήματος, του στοίχισε αρκετές συλλήψεις, φυλακίσεις και εξορίες στους Οθωνούς, τους Παξούς και τα Αντικύθηρα. Το 1850 εξελέγη βουλευτής μαζί με 7 άλλους ριζοσπάστες στην Ιόνια Βουλή, της οποίας αναδείχθηκε πρόεδρος με αντιπρόεδρο τον Ιωσήφ Μομφερράτο. Μετά το κλείσιμο της Ιόνιας Βουλής, εξορίστηκε από τους Άγγλους στα Αντικύθηρα. Εκεί έμεινε περίπου πεντέμισι χρόνια, μέχρι το 1857. Συνεξόριστοί του ήταν οι ριζοσπάστες αγωνιστές Σταματέλος Πυλαρινός, Γεράσιμος Μεταξάς-Λυσαίος από την Κεφαλονιά και οι Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Δημήτριος Καλλίνικος και Σταματέλος Βούρτσης από την Ζάκυνθο. Μετά την αποφυλάκισή του, έζησε στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα μέχρι τον Ιούνιο του 1860, έκτοτε, όμως, δεν αναμίχθηκε στο ριζοσπαστικό κίνημα ή σε άλλες πολιτικές κινήσεις.


Δεν αποδεχόταν τις στρατιωτικές ικανότητες του Γαριβάλδη και τον θεωρούσε στερημένο πολιτικά, όπως είπε και στο ριζοσπάστη φίλο του και λόγιο Θεόδωρο Καρούσο.


Το 1879 έγραψε το ανέκδοτο έως σήμερα έργο «Το ενωτικό ζήτημα και η αγυρτεία αποκαλυπτόμενα», ενώ το 1888, χρόνο θανάτου του Κων. Λομβάρδου, έγραψε ένα άλλο έργο με τίτλο «Ο εν Ζακύνθω Ριζοσπαστισμός». Και στα δύο αυτά έργα εξαπέλυε δριμεία επίθεση εναντίον του Λομβάρδου, ασκώντας σκληρότατη κριτική στις ιδέες και τα έργα των νεοφώτιστων ριζοσπαστών, όπως τους αποκάλεσε, ιδιαίτερα εναντίον του τελευταίου.


Ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, εκτός από πολιτικός αγωνιστής, ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας και ποιητής. Δημοσίευσε ιστορικά, κοινωνικά και ηθικολογικά έργα, τρεις συλλογές ποιημάτων και ένα δράμα, ενώ εξέδωσε και ένα φιλολογικό περιοδικό. Αρκετοί ήσαν αυτοί που έγραψαν κατά καιρούς για τη ζωή και το έργο του.


Τόσο ο Ιωσήφ Μομφερράτος όσο και ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην κίνηση των κομιτάτων. Τα κομιτάτα αυτά ήταν κυρίως πρωτοβουλία του Κ. Λομβάρδου, ο οποίος, επηρεασμένος από το κίνημα της ιταλικής ενοποίησης, την απελευθερωτική κίνηση των σλαβικών κομιτάτων της εποχής και την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας του «ελλαδικού» κράτους, αλλά και ευρισκόμενος σε άμεση επαφή με το κεντρικό ιταλικό κομιτάτο της Γένοβας, ίδρυσε στη Ζάκυνθο ένα παρόμοιο κομιτάτο τον Μάιο του 1860, για να προσελκύσει την επέμβαση του Γαριβάλδη στις αλύτρωτες τότε περιοχές Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, κάτι που πίστευε ότι θα είχε άμεση επίδραση στο Επτανησιακό Ζήτημα. (Το φθινόπωρο του 1860, παρόμοιο κομιτάτο ιδρύθηκε και στην Αθήνα, του οποίου μέλος ήταν και ο παλαιός επαναστάτης Φραγκίσκος Πυλαρινός, καθηγητής πλέον της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθήνας).


Δεν συμμετείχαν, λοιπόν, στα κομιτάτα αυτά, πρώτον, γιατί ο μεν Ι. Μομφερράτος εκείνη την εποχή βρισκόταν σε άμεση διαμάχη με το Λομβάρδο, λόγω του σχίσματος στο ριζοσπαστικό κίνημα και, δεύτερον, επειδή η ρήξη και των δύο με τον Λομβάρδο ήταν αγεφύρωτη και με την κατεύθυνση που είχε πλέον πάρει το ριζοσπαστικό κίνημα είχε αποστερηθεί των κοινωνικών και επαναστατικών του χαρακτηριστικών. Οι ίδιοι πίστευαν, επίσης, ότι σε αυτό συνετέλεσε και η στροφή στην αγγλική πολιτική, με την οποία η Αγγλία προσανατολιζόταν πλέον προς την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, κάτι που έγινε στις 21 Μαίου 1864. Στους πανηγυρισμούς των ενωτικών ριζοσπαστών και του λαού, που δεν υποψιάστηκε τι ακριβώς συνέβη, οι Ιωσήφ Μομφερράτος και Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος δεν πήραν συνειδητά μέρος, κλεισμένοι στα σπίτια τους.


Εκτενή βιογραφία του Ιωσήφ Μομφερράτου έγραψε ο Παναγιώτης Πανάς που εκδόθηκε το 1888 στην Αθήνα.







Ιερώνυμος Τυπάλδος Πρεπεντέρης κ.α.




Ο Ιερώνυμος Τυπάλδος-Πρετεντέρης, ήταν ένας άλλος κοινωνικός αγωνιστής της εποχής. Γεννήθηκε το 1800 στην Kεφαλονιά και σπούδασε Nομικά στην Mπολώνια και στην Πίζα. Συμμετείχε στην επανάσταση του 1830 στην Ιταλία. Tο 1831, με τους συμφοιτητές και συναγωνιστές του, Nικόλαο Φωκά, Γεράσιμο Πανά, Στέλιο Mαρτινέγκο, Στέφανο Mατράκα και Nικόλαο Φραγκόπουλο, συμμετείχε στην επαναστατική πολιτοφυλακή της Mπολώνιας. Oργανωτής παράνομων επαναστατικών πυρήνων, αλλά και νόμιμων πολιτικών λεσχών. Mαζί με τους Γιάννη Πάλλη και Kυριάκο Δομηνικέλη, συνεργάσθηκαν με τον Φίλιππο Mπουοναρρότι και τον Kάρλο Mπιάνκο (συγγραφέα του βιβλίου «Della Guerra Nazionale d’ Insurrezione per Banda Applicata all’ Italia», στο οποίο υποστηριζόταν ο κλεφτοπόλεμος των Eλλήνων και άλλων καταπιεσμένων εναντίον του τουρκικού ζυγού ως η πιο κατάλληλη επαναστατική τακτική). Μετέπειτα, ο Πρετεντέρης έγινε μέλος μιας ομάδας η οποία προπαγάνδιζε τον εξισωτικό κομμουνισμό, αλλά είχε δεχθεί και την επίδραση κάποιων θρησκευτικών αντιλήψεων καθώς και ιδεών από την Γαλλική Eπανάσταση.



Mετά την επέμβαση των αυστριακών στρατευμάτων στην Ιταλία, ο Πρετεντέρης εξορίστηκε και αφού πήγε στην Tοσκάνη, κατέληξε στην Mπαστιά της Kορσικής. Γρήγορα, όμως, επέστρεψε στην Mπολώνια, για να οργανώσει επαναστατικούς πυρήνες, αλλά με την εκ νέου είσοδο των αυστριακών στρατευμάτων, επέστρεψε στην Kορσική. Όμως, απελάθηκε και επέστρεψε στην Κεφαλονιά στα τέλη του 1833 με αρχές του 1834, εποχή που μόλις είχε λάβει τέλος μια εξέγερση των αγροτών, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αγρότες επιτέθηκαν σε δημόσια κτίρια, πυρπολώντας τα, αφού πρώτα έκαψαν όλα τα χρεόγραφα. Άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα και με το Nικόλαο Φωκά, προσπάθησε να οργανώσει επαναστατικές κινήσεις. Συμμετείχε στην εξέγερση της Σκάλας Κεφαλονιάς (1848-1849), κατηγορήθηκε γι’ αυτό και φυλακίσθηκε. Το 1864 αποφυλακίσθηκε και εγκαταστάθηκε στην Mπολώνια, όπου ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης και το 1874 πέθανε.


Ένας άλλος αγωνιστής ήταν ο Kοσμάς Φλαμιάτος, ο οποίος κήρυσσε την ιδεολογική και πρακτική ένωση των επαναστατικών στοιχείων του χριστιανισμού με τις κινητοποιήσεις των αγροτών, ενώ λέγεται ότι υπήρξε ο εμπνευστής ενός όρκου που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους κληρικούς, δεσμεύοντάς τους να συμμετέχουν στις αγροτικές κινητοποιήσεις. Φέρεται, επίσης, από τους εμπνευστές του αγροτοθρησκευτικού κινήματος του Παπουλάκου στην Πελοπόννησο. Πέθανε το 1850 στις φυλακές Πάτρας.


Άλλοι ονομαστοί αγωνιστές ήταν ο Θοδωρής Bλάχος (από τους ηγέτες της εξέγερσης της Σκάλας το 1848-1849), ο Hλίας Mαταράγκας, ο παπα-Γρηγόρης Zαπάντης-Nοδάρος (ή παπα-ληστής όπως τον αποκαλούσαν οι αρχές, επειδή συμμετείχε σε όλα τα επαναστατικά ξεσπάσματα στην Κεφαλονιά), ο Γεράσιμος Λιβαδάς (ο οποίος θεωρείται ο γενάρχης του ριζοσπαστισμού στην Κεφαλονιά), ο ποιητής και συγγραφέας Γεράσιμος Mαυρογιάννης, ο γιατρός Σταματέλος Πυλαρινός και ο καθηγητής και λόγιος Θεόδωρος Kαρούσος (1808-1876) ο οποίος ήταν οπαδός του Xέγκελ.

Ο αναρχικός ποιητής Μικέλης Άβλιχος γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1844 και μεγάλωσε σε εύπορο περιβάλλον, ευνοϊκό για την πνευματική του ανάπτυξη. Όταν τελείωσε το Πετρίτσειο Γυμνάσιο, εγκαταστάθηκε στην Eλβετία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Bέρνης και κατόπιν ταξίδεψε και έμεινε για δέκα περίπου χρόνια στο Παρίσι, την Bενετία και την Zυρίχη, όπου και επηρεάσθηκε από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Στη Bέρνη γνώρισε προσωπικά τον Mιχαήλ Mπακούνιν, έγινε φίλος του, προσχώρησε στις αναρχικές ιδέες και έγινε μέλος της A’ Διεθνούς. Λέγεται ότι ήταν παρών, επίσης, στα γεγονότα της Παρισινής Kομμούνας, αν και δεν γνωρίζουμε ακόμα αν συμμετείχε ενεργά σε αυτά. Ίσως συσχετίστηκε με υπολείμματα κομμουνάρων μετά την καταστολή της Κομμούνας.

Tο 1872 επέστρεψε στην Kεφαλονιά, με αρκετές γνώσεις και διάθεση για επαναστατική δράση. Αρχικά, γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε για ένα διάστημα με τον Παναγιώτη Πανά και τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, ο οποίος είχε τότε επηρεασθεί από τις ίδιες ιδέες.

O Mικέλης Άβλιχος άρχισε γρήγορα να γράφει στίχους και να κάνει προφορική προπαγάνδα, προσπαθώντας να διαδώσει τις αναρχικές ιδέες. Με τη σατιρική του ποίηση σατίριζε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του. H σάτιρά του, δουλεμένη, άμεση και καυστική, στρεφόταν εναντίον όλων όσων προξενούσαν δεινά στο λαό. Δεν σκέφθηκε ποτέ να γράψει μια δική του θεωρητική άποψη. Του αρκούσε να σατιρίζει το θεομπαίχτη, τον πατριώτη, τον φοροεισπράκτορα, τον θρησκόληπτο, τον δικαστή, τον αστυνομικό και τον κυβερνήτη. Oι στίχοι του ήταν οργισμένοι και είχαν ένα εντελώς προσωπικό ύφος που τους έκανε να διαφέρουν από τους στίχους των άλλων σατιρικών ποιητών της εποχής του. Πίστευε στην κοινωνική δύναμη της ποίησης και ειδικά της σάτιρας. Ήταν ακέραιος άνθρωπος, με σπάνια συνείδηση, εριστικός και αρκετά μετριόφρονας. Το ποιητικό του έργο, όμως, είναι λιγοστό, αφού μόλις και μετά βίας ξεπερνάει ένα βιβλίο εκατό σελίδων. Kαι αυτό γιατί ο Mικέλης Άβλιχος αρνιόταν πεισματικά να δημοσιεύει τα ποιήματά του. Σπάνια υπέγραψε τα ποιήματά του με το πραγματικό του όνομα και χρησιμοποίησε περίπου 30 διαφορετικά ψευδώνυμα. Αλλά από το 1912-1913 άρχισε να δίνει ενυπόγραφους στίχους για δημοσίευση στο περιοδικό «Zιζάνιο».


Αν και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ο Άβλιχος είχε συγκεντρώσει πάνω του τα πυρά των ντόπιων πλουσίων, κληρικών και διαφόρων συντοπιτών του, μέσα από την μικρή σε όγκο αλληλογραφία του, την οποία δημοσίευσε ο Γ. Αλισανδράτος, μαθαίνουμε ότι είχε αναπτύξει σημαντική φιλία με τον Κωστή Παλαμά, με τον οποίο είχε ανταλλάξει κάποιες επιστολές και μερικά ποιήματα και, επίσης, εκτιμήθηκε αρκετά από πνευματικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Μάλιστα, ο Άβλιχος κάλεσε τον Παλαμά να πάει στο Ληξούρι για να γνωριστούν από κοντά, αλλά ο Παλαμάς δεν μπόρεσε να πάει. Ο Άβλιχος πίστευε, επίσης, ότι μερικά καλά βιβλία και μερικές αξιόλογες συζητήσεις με εγκάρδιους φίλους για διάφορα πνευματικά ζητήματα, είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά για κάποιο άνθρωπο. Έτσι, συγκέντρωνε μια μικρή παρέα στο σπίτι του, κυρίως νέων, οι οποίοι γοητεύονταν από το λόγο του, στην οποία διηγιόταν τις εντυπώσεις από τα πολλά του ταξίδια, από τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας, εξηγούσε τις αναρχικές και αθεϊστικές ιδέες του ή απάγγελνε στίχους του. Σε γενικές γραμμές, όμως, πέρα από ένα μικρό κύκλο Επτανησίων νέων και διανοουμένων οι οποίοι κινούνταν στο χώρο του ριζοσπαστισμού και ήρθαν σε επαφή με τις αναρχικές ιδέες, η επίδραση του Μικέλη Άβλιχου δεν φαίνεται να ήταν μεγάλη.

Ο Μικέλης Άβλιχος παρέμεινε αναρχικός και άθεος μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1917. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Μην κλαίτε! Ο Μικέλης πάει στη ζωή!»


Τα ποιήματά του κυκλοφόρησαν συγκεντρωμένα για πρώτη φορά, στην Aθήνα το 1959, από το Χαρ. Λιναρδάτο στο μικρό έργο με τίτλο «Μικέλης Άβλιχος. Τα ποιήματα», με κριτικό σημείωμα του Kωστή Παλαμά και μια πληρέστερη βιογραφία του από τον Eπαμεινώνδα Mάλαινο, ο οποίος αναφέρει ότι ο Άβλιχος είχε και θρησκευτικές αντιλήψεις και ότι ο αναρχισμός του ήταν κάπως ιδιότυπος.


Αξίζει να παραθέσουμε το ακόλουθο άρθρο του Θάνου Τσουκαλά με τον τίτλο «Ιστορικά σημειώματα από το Ληξούρι. 'Ο λαξευτής του στίχου' Μιχαήλ Άβλιχος», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Πάτρας «Νεολόγος» στις 9 και 10 Φεβρουαρίου 1932:

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΗΞΟΥΡΙ
«Ο ΛΑΞΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ» ΜΙΧΑΗΛ ΑΒΛΙΧΟΣ



«Ο ποιητής είνε ο δυστυχέστερος κ’ εν ταυτώ ο ευτυχέστερος. Διά της φαντασίας του αισθάνεται το καλόν και το κακόν πριν έλθη. Ο ποιητής είνε εκείνο που παράγει διότι ενεργεί υπό το κράτος των αισθήσεων. Οι άλλοι των ανθρώπων την έννοιαν μένουν ψυχροί»

Μ. ΑΒΛΙΧΟΣ


Στις 30 Νοεμβρίου του 1917 άφηνε τον κόσμο τούτο ένας ποιητής, που η ζωή του ήταν δείγμα απλότητος κι’ αγάπης. Είχε ιδέες αναρχικές, αλλ’ ήταν και πειθαρχικός σους νόμους της Πατρίδος. Ο ποιητής αυτός ήταν ο Μιχαήλ Άβλιχος.


Γεννήθηκε στο Ληξούρι στα 1844. Οι γονείς του, Γεώργιος και Ειρήνη το γένος Κουρούκλη, τούδωσαν πολύ καλή ανατροφή. Κατά τη παιδική του ηλικία εφοίτησε στο Πετρίτσειο Γυμνάσιο Ληξουρίου (Λύκειο όπως τώλεγαν τότε) χωρίς να πάρη δίπλωμα. Σ’ αυτήν την ηλικία άρεσε στον Άβλιχο πολύ ν’ ασχολήται στα εκκλησιαστικά. Ήταν φιλακόλουθος και εσύχναζε στις εκκλησίες. Ήταν ο αχώριστος φίλος των ιερέων της εποχής.


Στη Βέρνη της Ελβετίας, που πήγε να παρακολουθήση ευρύτερες σπουδές, ο Ρώσσος αναρχικός Μπακούνιν, που ήταν τότε εξόριστος, τον έκανε μαθητή του. Οι αναρχικές ιδέες του Ρώσσου αναρχικού επέδρασαν πολύ στον χαρακτήρα του νεαρού τότε ποιητή. Την εικόνα του Μπακούνιν είχε μέχρι του θανάτου του επάνω απ’ το γραφείο του.


Ο Άβλιχος, με την υλική συνδρομή του πατέρα του, γύρισε πολλά μέρη της Ευρώπης, τη Βέρνη, Ζυρίχη, Παρίσι, Τουρίνο, Φλωρεντία, Μιλάνο κ.ά. Ήταν γλωσσομαθής, γιατί ήξευρε να μιλάη 4 γλώσσες, την Ιταλική, Γαλλική, Γερμανική και την Ισπανική, που την έμαθε αργότερα από το Ληξουριώτη φίλο του Αγαμέμνονα Λοβέρδο, έμπορο στη Βαρκελώνα. Μελετούσε σ’ όλη του τη ζωή τον Ηλία Μηνιάτη και τον Δάντη. Απ’ όλους τους τόπους που επισκέφθη ο Άβλιχος θαύμαζε την Ιταλία και απ’ όλους τους ανθρώπους που γνώρισε, τον Γεωργαντάρα, Ιακωβάτο, τον Αλμπάνα Μηνιάτη κ’ έναν καθολικό ιεροκύρηκα Scotti, που τον άκουσε πολλές φορές να κηρύττη το λόγο του Θεού από τον άμβωνα της εκκλησίας. Η διαμονή του στην Ευρώπη δεν συνετέλεσε εις τίποτε άλλο παρά να περιπέση στη δυσμένεια του πατέρα του, που απ’ αυτόν περίμενε ν’ ανορθώση τα οικονομικά τους. ο ποιητής είχε καταστρέψει όλη σχεδόν τη περιουσία των κατά τη διαμονή του στην Ευρώπη, όπου έμαθε «να κάνη τραγουδάκια» κατά τη φράσι του πατέρα του.


Ο Άβλιχος έπειτα εστάλη από τον πατέρα του στην Αθήνα για να εγγραφή στο Πανεπιστήμιο. Αλλ’ εκεί όταν πήγε χωρίς κανένα απολυτήριο ουδεμίας σχολής, δεν μπορούσε να εγγραφή, αλλ’ ούτε και ήθελε καθώς έγραφεν απ’ εκεί στον πατέρα του· γι’ αυτό τον έστειλε πάλι στην Ευρώπη.


Όταν γύρισε από την Εσπερία ο αναρχικός ποιητής, έμενε στην οικία του πατέρα του, στ’ Αργοστόλι, αλλά βρισκότανε καθημερινώς σε διάσταση με αυτόν και με τον αδελφό του Γεώργιο Άβλιχο που ήταν ζωγράφος. Γι’ αυτό ο ανήσυχος Άβλιχος έπειτ’ από λίγα χρόνια εμόνασε στο σπίτι των που ήταν στο Ληξούρι, όπου έμενε 13 χρόνια, με μόνο αχώριστο σύντροφο μεσ’ στην ερημιά του, τον Μικέλη Φερεντίνο «το Μικέλη του Μικελάκη» (ο μακαρίτης ο Ταγκόπουλος έδωσε την ονομασία αυτή στο Μικέλη Φερεντίνο για την απεριόριστο φιλία που είχε ο τελευταίος με τον ποιητή).


Ο Άβλιχος που έβλεπε τη μεγάλη κοινωνική εξαχρείωσι και την πραγματική αναρχία γύρω του, έγινε αναρχικός. Έβλεπε με το μάτι του ποιητή και φιλοσόφου τα ηθικά ελαττώματα της τότε κοινωνίας κι’ έγινε καυστικός σατυρικός ποιητής. Είχε όμως μεγάλη και ευγενική καρδιά, δεν αγάπαγε το ψέμμα, την αδικία και την υποκρισία. Αν και βρισκότανε σε μεγάλη οικονομική στενοχώρια ποτέ δε μεταχειρίστηκε την αδικία για να βελτιώση τη θέσι του. Η αδράνεια των εντέρων που έπασχε ο ποιητής επί πολλά χρόνια, και ο καρκίνος του λάρυγκος, που παρουσιάστηκε αργότερα έφεραν τον Άβλιχο στον τάφο. «Τα ψυχρά τείχη» του Νοσοκομείου Αργοστολίου, όπως το αποκαλούσε ο ίδιος, δέχτηκαν τη τελευταία πνοή του στις 30 Νοεμβρίου 1917. Οι θαυμασταί του τον έφεραν στο Ληξούρι σκεπασμένο με δάφνας και τον έθαψαν εις το νεκροταφείο της πόλεως.




Το ποιητικό έργο το Άβλιχου


Τα ποιήματα του Άβλιχου είνε ακόμα ανέκδοτα. Βρίσκονται σκορπισμένα ’δω και κεί. Γι’ αυτά ο αείμνηστος Γαβριηλίδης, διευθυντής της «Ακροπόλεως» έλεγε: «εάν μίαν ημέρα ιδούν το φως τα ποιήματα του Άβλιχου, ένας πλανήτης πρώτου μεγέθους θ’ αναλάμψη στον Ιονικόν ορίζοντα».


Ο ίδιος ο Γαβριηλίδης τον είχε ονομάσει «Αρχίλοχον» και «λαξευτήν του στίχου».


Ο μακαρίτης ο Ψυχάρης, όταν κάποτε κατέβηκε στην Ελλάδα, απεσταλμένος από τη Γαλλική Κυβέρνησι το 1912 για γλωσσολογικές μελέτες, πέρασε και από το Ληξούρι. Ήλθε στο σπίτι του Άβλιχου, συνοδευόμενος από το «Μικέλη του Μικελάκη» και από το λαογράφο Σπ. Παγώνη δημοδιδάσκαλο. Έτυχε τότε να λείπη ο Άβλιχος στην Αθήνα, για να θεραπευθή από την αδράνεια των εντέρων που έπασχε. Ο Ψυχάρης τότε έγραψε επάνω στην πόρτα της οικίας του ποιητή διά μελάνης: «Με θαυμασμό και αγάπη Γ. Ψυχάρης» (και όχι όπως εγράφη «τω Μικελάκη χαίρειν!» γιατί ποτέ δεν μπορούσε να μεταχειρισθή τέτοια φράσι ο Ψυχάρης). Εις ένα γράμμα του Ψυχάρη προς τον Άβλιχο, που βρέθηκε μεσ’ τα «παληόχαρτά του» ήταν γραμμένη η φράσις: «Αγαπητέ μου ποιητή, είσαι ποιητής και έχεις το δικαίωμα να είσαι ποιητής».


Αναφέρω μερικά από τα ποιήματα που έγραψε ο Άβλιχος:


Το «Πασχαλινό» σονέτο σε μια ωραία ξένη, το «Σαρακοστιανό» που εδημοσιεύτηκαν στην παλιά Ακρόπολι του Γαβριηλίδη, «εις την…» αδημοσίευτο, «η Τριανταφυλλιά» που εμελοποιήθη από το μουσουργό κ. Δ. Λαυράγκα, «ο Αθεράπευτος» σονέττο με ουρά, αδημοσίευτο, «ο Αποχωρισμός» που εμελοποιήθη υπό Campana και εψάλη κατά τους Ολυμπιακούς αγώνας της Δ΄ Ολυμπιάδος. Επίσης εψάλη στους αγώνες αυτούς και το «τραγούδι των εργατών» που εμελοποιήθη από τον Κωστή Λοβέρδο, σονέτο «εις τον ποιητή Παλαμά». Αυτό το ποίημα με την απάντισι του κ. Παλαμά, σε ποίημα επίσης, δημοσιεύτηκαν στο «Νουμά» (28 Ιανουαρίου 1911) και αργότερα στον «Αναμορφωτή» «Ο καϋμός μου για το χαμό του φίλου Μαβίλη, που στη μάχη του Δρίσκου εσκοτώθηκε» δημοσιεύτηκε το πρώτο στην εφημ. «Αναγέννησι» της Κέρκυρας (4 Μαΐου 1913) και στον «Αναμορφωτή», στο Ψυχάρη «Γκαρδιακό συλλύπημα για το θάνατο του παιδιού του», και «Προοίμιο της πινακοθήκης της κολάσεως» αδημοσίευτα, «Τω φίλω Πασαγιάννη» εξάστιχα (ο Πασαγιάννης ήταν απεσταλμένος της «Ακροπόλεως» του Γαβριηλίδη για να δη τον Άβλιχο στο Ληξούρι) και μία παρωδία του «Πώς μας θεωρείς ακίνητος» «Στον εθνικό ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη» κ.α.


Τα μεγαλύτερα όμως ποιήματά του, που εργάστηκε πολύ πάνω σ’ αυτά και που πρέπει να τα ξεχωρίσουμε από τα άλλα, είναι: «Το κυπαρισσάκι» (απόσπασμα βρίσκεται στο τάφο του), «Η Βασίλισσά μου» και το «Παράπονο εις μίας Λουίζαν» που δημοσιεύτηκε στην Ιταλική και Ελληνική γλώσσα.


Τα αποφθέγματα του Άβλιχου πολύ διδακτικά και ειρωνικά δείχνουν το φιλοσοφικό πνεύμα του ποιητή. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά:




Για την Ελλάδα έλεγε:
«Η Ελλάς είνε τόπος λίγο απ’ όλα, λίγη απωλεία, και όταν χάνεται λίγος ενθουσιασμός, ο οποίος είνε πυρ και τίποτε δεν ζεσταίνει, χλιαρότης».


Άλλο για τη γνώσι:
«Είνε η γνώσι κύκλος που όσο αξένει τα όρια της αγνοίας μας πλαταίνει».


Για την ανοησία έλεγε:
«Αν εν αρχή ήτον ο νους πόθεν ήλθεν η ανοησία; Αν η ανοησία ήτον εν αρχή πόθεν ο νούς; λοιπόν, και τα δύο εν αρχή και ο νους επήρε την ανοησίαν διά γυναίκα. Εξ αυτών ο κόσμος. Άλλος μοιάζει του πατέρα και άλλο της μάννας».


Για την αναρχία:
«Προς απάντησιν εις τον λόγον σας κυρία Μαίρη ότι δεν είμαι αναρχικός, αλλ’ αριστοκράτης, σας λέγω ότι εν μέρει και το βεβαιώ, εν μέρει και το αρνούμαι, διότι η αναρχία είνε άκρατος αριστοκρατία».


Για τους νεόπλουτους αμορφώτους έλεγε:
«Οι νεόπλουτοι και οι απαίδευτοι είνε γεμάτοι οίησιν και νομίζουν, ότι, διότι έκαμον χρήματα περί πάντων μπορούν να ομιλούν και οι μη πλουτήσαντες και οι δαπανήσαντες τα δικά των είναι υποδεέστεροι αυτών. Αλλ’ εις απάντισιν… Αλλ’ ενώ εσύ έκαμνες χρήματα εγώ εταμίευα γνώσεις. Είνε πολύ φυσικόν τα ταμείον σου να έχη παράδες και το ιδικόν μου ιδέας».


Ο Άβλιχος επί επτά χρόνια εδιάβαζε το Ευαγγέλιο, αν και ήταν άπιστος, και έλεγε ότι ακόμα δεν το είχε καταλάβει, τόσο βαθειά ήταν γραμμένο. Επίσης για το ευαγγέλιο έλεγε ότι όλες οι Ινδικές, Ελληνικές και Ρωμαϊκές φιλολογίες μπροστά στο Ευαγγέλιο είνε μηδέν και με μία τρίχα του Χριστού δεν αναλογεί όλος ο κόσμος.





Β΄


Διηγούνται γι’ αυτόν πολλά και ωραία ανέκδοτα. Θα σας αναφέρω μερικά απ’ αυτά όπως μου τα έδωσε ο φίλος του ποιητή «Μικέλης του Μικελάκη» και που τα πήρα από το άγραφο βιβλίο, της μνήμης του.


Κάποτε ο Άβλιχος ήταν ακουσίως ένορκος του κακουργιοδικείου Αργοστολίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέπληξε τους κατηγορουμένους με γλώσσα πολύ τσουχτερή. Ο Άβλιχος αγανάκτησε, σηκώθηκε από τη θέσι του και απαντά στο Πρόεδρο.


«κ. Πρόεδρε, να προσέχετε! διότι η θέσις των κατηγορουμένων είνε ανωτέρα της ιδικής σας, επειδή εις την θέσιν εκείνην εκάθησε ο Σωκράτης και ο Χριστός, εις δε την ιδικήν σας ο Άννας και ο Καϊάφας. Και εάν ο μύλος δεν έχει αλέσματα, δεν δουλεύει».


Στην ώρα δε της αποφάσεως είπε στους ενόρκους.


«Ορίστε κ. ένορκοι ορίστε, οι κλέφτες να κρίνουμε τους κλεμμένους».


Στο δικαστήριο κάποτε ρωτήθηκε ο Άβλιχος από το συνήγορο των κατηγορουμένων, (που είχαν κλέψει του ποιητή κάτι βιβλία και που τους κατήγγειλε ο εισαγγελεύς), ποία θρησκεία πρεσβεύει.



«Ουδεμίαν», απαντά ο Άβλιχος, θρησκείαν πρεσβεύω, αλλ’ εν τοσούτω είμαι χριστιανός, διότι αι θρησκείαι είνε δεσμός της ανθρωπότητος, ενώ ο χριστιανισμός είναι εναγκαλισμός της ανθρωπότητος».


Κάποια φορά τον είχαν διορίσει στ’ Αργοστόλι μέλος Επιτροπής για να μοιράση χρήματα σε φτωχούς. Ο Άβλιχος δεν ήθελε να είνε μέλος σε επιτροπές. Υπεχρεώθηκε λοιπόν να πάη να υποβάλη τη παραίτησί του στο Πρόεδρο της Επιτροπής, που ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλλωνίας Γεράσιμος Δόριζας, φιλόσοφος, με ιδέες πολύ φιλελεύθερες. Ο Άβλιχος όρθιος μπροστά στον αρχιεπίσκοπο υποβάλλει τη παραίτησί του.

- Καθήσατε κ. Άβλιχε, του λέει ο αρχιεπίσκοπος.

- Τι θέλει ένας λύκος εν μέσω των προβάτων, τι θέλω ’γω δω μέσα ένας αναρχικός άνθρωπος;

- Και νομίζετε κ. Άβλιχε πω, αυτός ο θρόνος απέχει πολύ από την αναρχία;

- Ε τότε να καθήσω.

Και αφού συνεζήτησαν πολύ ώρα οι δύο άνδρες, λέει ο ποιητής!

- Δεν είσαι δεσπότης.

- Αλλά τότε τι είμαι Μιχαλάκη;

- Είσαι δεσμώτης.

- Το εμάντευσες.


Και από τότε τον Άβλιχο τον συνέδεσε μεγάλη φιλία με τον αρχιεπίσκοπο Δόριζα.


Το σπίτι του ποιητή στο Ληξούρι είχε 5 δωμάτια και σε κάθε δωμάτιο ένα φώς αμυδρό κ’ έλεγε ότι το φως είναι δικαίωμα του δωματίου.


Κάποτε ρωτήθηκε από το Πασαγιάννη, απεσταλμένο της Ακροπόλεως, να δη τον ποιητή στο Ληξούρι, πόσοι μένουν στο σπίτι. Κι’ αυτός του απαντά.


«μένουμε εννέα ψυχές, επτά ψυχές η γάτα μου, μία η Φανή μου (εννοούσε το σκυλί που είχε και που αφιέρωσε γι’ αυτό το ποίημα «Στη Φανή μου») και μία ψυχή εγώ!


Μια μέρα με το φίλο του το Μικέλη πήγε στ’ Αργοστόλι, σε μια κηδεία φίλου του γιατρού. Ο κόσμος ήταν λίγος και σε ερώτησι μερικών στον Άβλιχο γιατί είνε λίγος κόσμος, ο ποιητής απαντά ότι γι’ αυτό κ’ εγώ θα του γράψω ένα επίγραμμα:


«Για το γιατρό που πέθανε
ολίγοι στη κηδεία
την έστειλε για υποδοχή
μπροστά τη πελατεία!»


Για ένα ταβερνιάρη που έγινε παπάς έλεγε:
«Με τι κανάτα δεν τον εσύφερνε να το πωλεί με το κουταλάκι τον συφέρνει!»



Όταν πρωταντίκρυσε αεροπλάνο είπε στους φίλους του:
«Για φαντασθήτε ο άνθρωπος τι έκανε, κατόρθωσε να γίνη πουλί και ψάρι. Ένα μόνον δεν κατόρθωσε να γίνη άνθρωπος!»


Κάποια μέρα έκανε πολλούς σεισμούς στη Κεφαλλωνιά. Μητρόπολις του Ληξουρίου είνε «ο Παντοκράτωρ» που σε κάθε σεισμό επάθενε βλάβες. Ο Άβλιχος έλεγε:
«Περίεργο πράγμα ο Παντοκράτορας να βαστάη όλο τον κόσμο και τον εαυτόν του να μη μπορεί να τον βαστάξη».



Ο Άβλιχος δεν πίστευε ότι υπάρχει και άλλη ζωή μετά θάνατο και όταν βρισκότανε στα τελευταία είπε στο Φραγκόπουλο, γιατρό στο Νοσοκομείο Αργοστολίου:
«Άλλο δεν μένει στον Άβλιχο παρά νους και συνείδησι».
«Το φως μου… το φως μου». Και πέθανε.


Ο Μουρμουλάκης Κρητικός, απεσταλμένος από την «Ακρόπολι», στο Ληξούρι, έγραφε στην ανταπόκρισι, πως τα μάτια του Άβλιχου μοιάζουνε σαν Χερουβίμ.


Αυτά είνε για τη ζωή του ποιητή και για τα έργα του.

…Αγαπημένο χώμα, χώμα Ελληνικό, τον έχει τώρα στα σπλάγχνα του. Ένα κυπαρισσάκι πλάι στο τάφο του, το αγαπημένο δέντρο του ποιητή, ένας ουρανός άλλοτε γαλανός και άλλοτε συνεφιασμένος… ένα φεγγάρι που κυλάει τις νύχτες του Αυγούστου ρίχνονται πάνω στο τάφο του το ασημένιο φως… Και λίγα νεκρολούλουδα παρηγοριά στην άπιστη καρδιά του ποιητή:




… Και σε κυπαρισάκι μου κοντά μου
στο μνήμα που σ’ έχω συντροφιά μου
Και τόσο τερπνό βρίσκω τ’ ονειρό μου
ταις ρίζαις σου ν’ ακούω στο πλευρό μου
όπου και με το χώμα σκεπασμένος
αισθάνομαι πως είμαι ευτυχισμένος







Παναγιώτης Πανάς




Σημαντική φυσιογνωμία επίσης του γενικότερου επαναστατικού κινήματος ήταν και ο Παναγιώτης Πανάς. Γεννήθηκε το 1832 στην Σπαρτιά Λειβαθούς Κεφαλονιάς. Σε αρκετά νεαρή ηλικία έγινε μέλος του Pιζοσπαστικού Kόμματος του νησιού και άρχισε να συμμετέχει στον αγώνα εναντίον της αγγλικής κυριαρχίας. Στο Λύκειο Aργοστολίου, ο καθηγητής του Θεόφιλος Kαρούσος, του μετέδωσε τις ιδέες του φιλελευθερισμού.


Tο 1855, όταν οι αρχές απαγόρευσαν την κυκλοφορία των εφημερίδων «Aναγέννησις» του Iωσήφ Mομφεράτου και «Φιλελεύθερος» του Hλία Zερβού-Iακωβάτου, ο Πανάς, σε ηλικία 23 χρόνων, εξέδωσε την εφημερίδα «Kεραυνός», ενώ άρχισε να συνεργάζεται και με την εφημερίδα «Nέα Eποχή» της Kέρκυρας. Εξαιτίας όμως των διωγμών αναγκάστηκε να αποχωρήσει και πριν καταλήξει στην Αθήνα ταξίδευσε σε πόλεις της Ιταλίας και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και από την Αθήνα απελάθηκε γρήγορα λόγω της αντιοθωνικής του δράσης. Το 1857 επέστρεψε στην Κεφαλονιά, από όπου εξαιτίας των μεγάλων διωγμών του 1860 εναντίον των ριζοσπαστών, εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Aθήνα, όπου γνωρίσθηκε με τον Σοφοκλή Kαρύδη, εκδότη της εφημερίδας «Φως», αναλαμβάνοντας διευθυντής της εφημερίδας αυτής, όταν ο τελευταίος είτε είχε φυλακισθεί για μια σειρά άρθρων του είτε απουσίαζε. Τότε συνεργάστηκε με τον Δημοσθένη Παπαθανασίου, όταν ο δεύτερος έγραψε και δημοσίευσε το άρθρο «Αναρχία».




Tο 1861 εξέδωσε μια άλλη εφημερίδα, την «Aλήθεια», στις σελίδες της οποίας προσδιόριζε το αληθινό νόημα του ριζοσπαστισμού, σύμφωνα με τις δικές του απόψεις.


Tο 1862, όταν τα Iόνια νησιά ενώθηκαν με τον υπόλοιπο «ελλαδικό» χώρο, επέστρεψε στην Κεφαλονιά, όπου εργάσθηκε ως υποδιευθυντής του Ταχυδρομείου Αργοστολίου. Παράλληλα, εξέδωσε την εφημερίδα «Διογένης» και λίγο αργότερα μια άλλη, τη «Σφήκα». Tο 1867, όμως, παύθηκε από τη θέση του, εγκαταστάθηκε για λίγο χρονικό διάστημα στην Aίγυπτο και μετέπειτα στη Pουμανία όπου παρέμεινε επί 8 χρόνια. Eκεί συμμετείχε σε διάφορες επαναστατικές κινήσεις.


Όταν ξέσπασε η Παρισινή Kομμούνα το 1871, βρισκόταν στο Bουκουρέστι. Έγραψε αρκετές ανταποκρίσεις για την εφημερίδα «Mέλλον» (της οποίας εκδότης ήταν, όπως ειπώθηκε, ο Δήμος Παπαθανασίου), τασσόμενος ανεπιφύλακτα με τις απόψεις του Γάλλου κοινωνικού αγωνιστή Γκουστάβ Φλουράνς, ο οποίος συμμετείχε στην Κομμούνα και με τον οποίο ο Πανάς είχε τακτική αλληλογραφία.


Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα εξέδωσε δύο ακόμα εφημερίδας, την «Eξέγερσι» (το 1874, στην Κεφαλονιά) και τον «Eργάτη» (το 1875, επίσης στην Κεφαλονιά), της οποίας η έκδοση συνεχίστηκε στην Aθήνα.


Γνωρίστηκε επίσης και με τον αναρχικό ποιητή Μικέλη Άβλιχο και έγινε φίλος του.


Ευρισκόμενος στη Pουμανία, ο Πανάς έγινε μέλος της Δημοκρατικής Aνατολικής Oμοσπονδίας, μιας οργάνωσης επαναστατών από όλες τις βαλκανικές χώρες, που είχε σκοπό να ξεσηκώσει τους βαλκανικούς λαούς εναντίον, αρχικά, της οθωμανικής κυριαρχίας και, αργότερα, να αγωνιστεί για την υλοποίηση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ήταν, επίσης, από τους ιδρυτές - μαζί με τον Ρόκο Χοϊδά - και από τα βασικά στελέχη του συλλόγου «Pήγας» - του ελληνικού τμήματος της Δημοκρατικής Aνατολικής Oμοσπονδίας – και ο διευθυντής της ομώνυμης εφημερίδας του συλλόγου. Από τις στήλες της εφημερίδας αυτής αναγγέλθηκε, για πρώτη φορά, η ίδρυση του Δημοκρατικού Συλλόγου Πάτρας, η έκδοση της εφημερίδας του Συλλόγου «Eλληνική Δημοκρατία» καθώς και οι διώξεις εναντίον αυτής της πρώτης καθαρά επαναστατικής αναρχικής οργάνωσης στον «ελλαδικό» χώρο.


Επίσης, στην εφημερίδα «Pήγας» δημοσιεύτηκε και μια επιστολή κάποιου με τα αρχικά K.E. (για τον οποίο δεν υπάρχουν έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία), αναρχικού από την Eρμούπολη της Σύρου, ο οποίος εναντιωνόταν στις διώξεις σε βάρος του Δημοκρατικού Συλλόγου Πάτρας.


Επιπλέον, στην ίδια εφημερίδα ο Π. Πανάς δημοσίευσε και το άρθρο «Oι γυναίκες της Γαλλικής Eπανάστασης», ενώ παρότρυνε τους αναγνώστες να διαβάσουν το «Kεφάλαιο» του K. Mαρξ, κάτι που είχε κάνει και νωρίτερα, μέσω της εφημερίδας «Eργάτης», την οποία εξέδιδε από τον Αύγουστο του 1875 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1876 και στην οποία, εκτός από την άμεση υποστήριξή του στις ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης και της Παρισινής Kομμούνας, φιλοξένησε ειδήσεις για τη δράση του τότε ρωσικού αναρχικού κινήματος και του Μιχαήλ Μπακούνιν, ενώ μετέφρασε και αναδημοσίευσε άρθρα από το ιταλικό αναρχικό περιοδικό «Il Plebe» («Ο Όχλος») και από το Δελτίο της Aναρχικής Oμοσπονδίας του Ζυρά της Eλβετίας.


Επίσης, στις 23 Σεπτεμβρίου 1875, ο Π. Πανάς δημοσίευσε στον «Εργάτη» την ακόλουθη επιστολή με την υπογραφή Sectius, σχετικά με τις δραστηριότητες της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας:



Εκ των οχθών του Δουνάβεως,
την 12 Σεπτεμβρίου 1874

Αδελφέ,

Την παρελθούσαν εβδομάδα σοί έγραψα, εξιστορών σοι τα ενταύθα γινόμενα, τας ενεργείας των μυστικών εταιριών, την απελπισίαν των Τούρκων, θεωρούντων ως προσεχεί την της ημισελίνου πτώσιν, και τας κρίσεις των διαφόρων φυλών και μάλιστα των Βουλγάρων περί των της Ερζεγοβίνης (α). ήδη περιορίζομαι να σοί αποστείλω προκήρυξιν τινα της μυστικής εταιρείας, της γνωστής υπό το όνομα Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία, προς τους λαούς της Ανατολής, αφορώσαν τα Ερζεγοβινιακά. Η προκήρυξις αυτή διανέμεται ενταύθα εις μυριάδας αντιτύπων, αλλά μεθ’ όλης της δυνατής προφυλάξεως, υπό των πρακτόρων της εταιρείας, γεγραμμένη είς πάσας τας Ανατολικάς γλώσσας. Περί της εταιρείας ταύτης και του σκοπού της κρίνω περιττόν να σοί προσθέσω τι, καθόσον ως ενθυμείσαι πολλάκις περί αυτής ωμιλήσαμεν, λαβόντες αφορμήν εκ της αποστελλομένης σοι προκηρύξεως και εκ του ονόματος αυτού της εταιρείας, ο σκοπός γίνεται αρκετά καταφανής. Η περί ής ο λόγος εταιρία ανέλαβεν αγώνα δύσκολον μεν, αλλ’ ιερόν, εν τω θριάμβω του οποίου έγκειται η σωτηρία της Ανατολής. Είναι αληθές ότι έχει να πολεμήσει πολλούς εχθρούς, και να υπερπηδήση πολλά προσκόμματα, τας φυλετικάς αντιζηλίας, τα υπό των κληρικών και διπλωματικών ραδιούργων υποθαλπόμενα μίση, τας μικροφιλοτιμίας κλπ. Αλλά τις αμφιβάλλει περί του θριάμβου του δικαίου; Ας ελπίζωμεν ότι ο Θεός θέλει ευλογήση το έργον…




Ο αδελφός σου
SECTIUS




(α) Σ.Ε. –Η ενταύθα αναφερομένη επιστολή ως φαίνεται απωλέσθη, διότι δεν περιήλθεν είς χείρας μας. Λυπούμεθα πολύ διότι ως εξάγεται περιείχε πληροφορίας λίαν ενδιαφερούσας. Η κοινωνική θέσις και αι σχέσεις του γράφοντος είναι τοιαύται, ώστε να διευκολύνωσιν αυτώ την συλλογήν πληροφοριών, περί της ακριβείας των οποίων δεν δυνάμεθα να αμφιβάλλωμεν.



Tο 1876-1877, εξέδωσε, στη Bράϊλα της Pουμανίας, δύο περιοδικά, τον «Kυκεώνα» και τον «Kώνωπα».

Στις αρχές του 1893, εγκαταστάθηκε στο Aργοστόλι, εκδίδοντας μια ακόμα εφημερίδα, την «Έγερσι», αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την Κεφαλονιά, για να εγκατασταθεί στην Aθήνα, εκδίδοντας την εφημερίδα «Eμπρός» και το περιοδικό «H Tέρψις».


Πέρα από τις δικές του εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών (11 τον αριθμό), συνεργάστηκε και με μια σειρά άλλα έντυπα, όπως οι εφημερίδες «Φως», «Mέλλον», «Tηλέγραφος», «Iταλός – Έλληνας», «Xρόνος» της Aθήνας, τα περιοδικά «Mούσες» της Zακύνθου και «Ίριδα» του Bουκουρεστίου. Γνώριζε αρκετά καλά ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά και έκανε αρκετές μεταφράσεις. Έγραψε διάφορες μελέτες και άλλα, όπως την «Bιογραφία του Iωσήφ Mομφεράτου», το «Pιζοσπάσται και βελτιώσεις εν Eπτανήσω», τον «Eν Pωμανία μισελληνισμό», την «Bιογραφία του Φώσκολου» και τις «Mονομαχίες». Συγγραφέας, επίσης, των ποιητικών συλλογών «Τα πρώτα μου προς την ποίησιν βήματα» (1855), «Στεναγμοί» (1857), «Μέμνων» (1866)«Έργα Aργίας» (1883) και , που είναι η πλέον γνωστότερη. Έγραψε ακόμα στίχους επηρεασμένους από την εξέγερση του Kρητικού λαού εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας καθώς και ένα ποίημα αφιερωμένο στον Γκουστάβ Φλουράνς Tέλος, ήταν μεταφραστής έργων των Γκουστάβ Φλουράνς, Tζουζέπε Mατσίνι, Ντίκενς, Βοκάκιου, Πόε και άλλων.


O λόγος του στρεφόταν αλύπητα εναντίον πολιτικών και επιφανών ακόμα και εναντίον ομοτέχνων του, όταν το έκρινε απαραίτητο. Aυτό έγινε και με τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, όταν το 1864 εξελέγη βουλευτής Eπτανήσου. Ο Πανάς τον κατηγόρησε ότι συνετέλεσε στην ένωση των δύο τότε ρευμάτων της ελληνικής λογοτεχνίας, της Aθηναϊκής και της Eπτανησιακής Σχολής, πράγμα που οδήγησε σε άσκηση προνομίων της Aθήνας έναντι της Eπτανήσου. Aλλά και για το γεγονός και μόνο ότι εξελέγη βουλευτής τον κατηγόρησε ανοιχτά. Στο λογοτεχνικό πεδίο, ο Πανάς ως ποιητής, εξέφραζε τη στάση των κληρονόμων του Διονυσίου Σολωμού και από το 1872, πριν ακόμα την εμφάνιση του Εμμανουήλ Ροϊδη, άσκησε σοβαρή κριτική στον λεγόμενο αθηναϊκό ρομαντισμό τόσο σε επίπεδο κουλτούρας όσο και σε επίπεδο καθημερινής ζωής.


Ο Παναγιώτης Πανάς εμπνεύσθηκε από τις ιδέες του Τζουζέπε Ματσίνι, του Γάλλου μπλανκιστή Γκουστάβ Φλουράνς και την Παρισινή Κομμούνα. Δεν ήταν σοσιαλιστής με τη μεταγενέστερη έννοια του όρου, πόσο μάλλον αναρχικός ή αντιεξουσιαστής. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε ριζοσπάστης αγωνιστής, επαναστάτης, φανατικός πολέμιος κάθε τυραννίας και εκμετάλλευσης, από τους βασικότερους συντελεστές στη διαμόρφωση, προώθηση και διεύρυνση των επαναστατικών ιδεών στον τότε «ελλαδικό» χώρο.


Αυτοκτόνησε στις 30 Σεπτεμβρίου 1896 στην Aθήνα, αρκετά φτωχός και εξαθλιωμένος, ξεχασμένος από τους παλαιούς συντρόφους και συνεργάτες του.







Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία




Η Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1865 στο Βελιγράδι και βασικό αντικείμενό της ήταν η προετοιμασία και δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα επέτρεπαν τη συγκρότηση βαλκανικής ομοσπονδίας, με βάση την αρχή «Ισονομία - Ισοτιμία – Ισοπολιτεία». Ήταν μια φεντεραλιστική οργάνωση που περιελάμβανε στους κόλπους της με ισότιμη συμμετοχή Αλβανούς, Αρμένιους, Βούλγαρους, Έλληνες, Μαυροβούνιους, Ρουμάνους, Σέρβους και Τούρκους. Τα μέλη δε της κάθε τοπικής ομάδας της Ομοσπονδίας ήσαν επίλεκτα μέλη της κάθε τοπικής κοινωνίας. Τις θέσεις της εφημερίδας εξέφραζε, αρχικά, η σερβική φιλελεύθερη εφημερίδα «Vidov Dan», αλλά από τον Αύγουστο του 1869 επίσημο όργανο της Ομοσπονδίας έγινε η εβδομαδιαία γαλλόφωνη εφημερίδα «La Confederation Orientale» («Η Ανατολική Ομοσπονδία»), με έδρα την Γενεύη και διευθυντή τον Ανδρέα Κουμανούδη.


Η Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία είχε ομοιότητες με αντίστοιχες μασονικές και καρμποναρικές μυστικές οργανώσεις της ίδιας σχεδόν εποχής, αλλά και αρκετή συγγένεια με τις απόψεις του υπέρμαχου της ιταλικής ενοποίησης Ματσίνι, με τον οποίο είχε και επαφές. Άλλωστε, ο Ματσίνι είχε προτείνει τη συγκρότηση ανατολικής ομοσπονδίας με ανατολικά σύνορα την Κιλικία και την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα θα κατείχε ηγετική θέση. Βασικά, τα μέλη της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας αγωνίζονταν για τη συγκρότηση μιας ομοσπονδίας αυτόνομων βαλκανικών κρατών, προσεγγίζοντας τις ανάλογες ιδέες των Σαιν Σιμόν και Προυντόν. Επιπλέον, μέλη της οργάνωσης ήσαν επηρεασμένα και από τις ιδέες των Μαρξ και Μπακούνιν.


Ο Πολιτικός Σύλλογος «Ρήγας» ήταν το ελληνικό τμήμα της Ομοσπονδίας, με εκφραστικό όργανο την ομώνυμη εφημερίδα, της οποίας διευθυντής ήταν ο Παναγιώτης Πανάς, αναμφισβήτητα η σημαντικότερη ίσως προσωπικότητα της οργάνωσης. Άλλα σημαντικά στελέχη του «Ρήγα» ήταν ο σοσιαλιστής βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, ο δικηγόρος, λογοτέχνης και επίσης βουλευτής Ανδρέας Ρηγόπουλος, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο βουλευτής και αργότερα υπουργός Γεώργιος Φιλάρετος, ο δημοσιογράφος Τιμολέων Φιλήμων, ο διπλωμάτης Ανδρέας Κουμανούδης, ο Λεόντιος Οικονόμου και άλλοι. Ελληνικό τμήμα υπήρχε και στη Ρουμανία με προεξάρχοντες τους δημοσιογράφους, Θωμά Πασχίδη και Ζαχαρία Σαρδέλλη, εκδότες της εφημερίδας «Ίρις», που στις 16 Ιουνίου 1876 μετονομάσθηκε σε «Ίρις των Λαών της Ανατολής». Η οργάνωση απέκτησε επαφές με διάφορες επαναστατικές ομάδες και οργανώσεις των Βαλκανίων και της Ευρώπης.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ένας από τους βασικούς συντελεστές της ίδρυσης και δράσης της οργάνωσης αυτής ήταν και ο Έλληνας αναρχικός του Παρισιού Παύλος Aργυριάδης και, επίσης, ότι η Oμοσπονδία είχε αναπτύξει σχέσεις με την αναρχική ομάδα «La Social» («H Kοινωνία»), από το Mεξικό, της οποίας η σημαντικότερη φυσιογνωμία ήταν ο Έλληνας αναρχικός Πλωτίνος Pοδοκανάτης, μια από τις μεγάλες μορφές του αναρχικού κινήματος του Μεξικού το 19ου αιώνα.


Η δράση του «Ρήγα» δεν ήταν πάντα απρόσκοπτη και αρκετές ήταν οι διώξεις εναντίον των μελών του, αλλά κατόρθωνε πάντα να προσπερνά τέτοια εμπόδια επειδή τα περισσότερα από τα μέλη του, λόγω των θέσεών τους, είχαν άριστη πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό. Πάντως, παρά τις φεντεραλιστικές και σοσιαλιστικές επιδράσεις και δραστηριότητες του «Ρήγα» και της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας γενικότερα, οι περισσότεροι Έλληνες που συμμετείχαν σε αυτή εμφορούνταν και από ιδεολογήματα για την υπεροχή των Ελλήνων στην Ανατολή και δεν έχαναν την ευκαιρία να τα προπαγανδίζουν σε δημόσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης και αλλού. Αλλά ο «Ρήγας» - ειδικά ο Πανάς - αποστασιοποιήθηκε από τη «Μεγάλη Ιδέα» που κυριαρχούσε τότε στα μυαλά και τις συνειδήσεις αρκετών Ελλήνων, ενώ υπήρξε και μια αυστηρή πολεμική κριτική εναντίον του κύκλου των Φαναριωτών και του ρόλου της ελληνικής Εκκλησίας στις βουλγαρικές επαρχίες. Ο Πανάς πίστευε ότι όλοι αυτοί αντιστρατεύονταν την ιδέα της διαβαλκανικής συνεννόησης και ομοσπονδιακής ενοποίησης.


Η εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το καλοκαίρι του 1875, επεκτάθηκε και εξελίχθηκε σε παμβαλκανική εξέγερση εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Στην εξέγερση αυτή ενεπλάκησαν οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις. Τα μέλη της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας συμμετείχαν στην εξέγερση, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν την οργάνωσαν επίσης. Πάντως, η Ομοσπονδία από τον Σεπτέμβριο του 1875 άρχισε να κυκλοφορεί επαναστατικές προκηρύξεις σε αρκετές βαλκανικές γλώσσες, καλώντας τους λαούς σε γενική εξέγερση εναντίον του οθωμανικού καθεστώτος.


Η πιο γνωστή σήμερα από τις προκηρύξεις αυτές είναι η ακόλουθη:



ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ



Αδελφοί,


Η σημαία της επαναστάσεως ανεπετάσθη εν Τουρκία, μέγα δε μέρος των αδελφών ημών αγωνίζεται ήδη εν Ερζεγοβίνη και Βοσνία υπέρ της ελευθερίας και του δικαίου.


Τις η τύχη αυτών;


Θα ίδωμεν και πάλι επαναλαμβανομένην της αιματοφύρτου Κρήτης την τραγικήν καταστροφήν; Θα κύψωσιν οι Ερζεγοβίνιοι και οι Βόσνιοι τον αυχένα, θραυόμενοι υπό το βάρος των κολοσσιαίων δυνάμεων ολοκλήρου αυτοκρατορίας, και επί των πτωμάτων αυτών θα ιδρυθή εκ νέου το απόλυτον κράτος αφορήτου και κτηνώδους δεσποτισμού; Ή θ’ αναδειχθώσι νικηφόρα τα όπλα αυτών και ο παρών κλονισμός, επιτεινόμενος και γενικευμένος, προώρισται να κατασυντρίψη τον σεσαθρωμένον θρόνον της οσμανικής δυναστείας;


Άδηλον έτι.


Αλλ’ αν η επανάστασις καταβληθή, αν επέλθη ο όλεθρος των επαναστάντων λαών, της συμφοράς ταύτης η ευθύνη εφ’ υμάς βαρύνει, λαοί της Ανατολής. Ναι, το κυριώτατον κατά της επαναστάσεως τραύμα θα επιφέρη, όχι η δύναμις του κρατούντος εχθρού, όχι ενέργειαι ξέναι και ύπουλοι πολιτικής κακοήθους και συμφέροντα ιδιοτελή εξυπηρετούσης, αλλ’ η απομόνωσις των επαναστατών επακολούθημα αναπόφευκτον του ενδοιασμού υμών εις το να εκδηλώσητε εναργώς τας προς τον αγώνα συμπαθείας σας, ον μη ν’ αναρρίψητε τον περί των όλων κύβον.


Είναι αληθώς λυπηρόν το θέαμα, όπερ παρουσιάζει η Ανατολή. Εν τω σκότει και τη αθλιότητι τυραννικωτάτου κυβερνητικού συστήματος, απαισίως γνωστού υπό το όνομα Οθωμανική Αυτοκρατορία, λαός αντιπροσωπεύων την βίαν και την στασιμότητα, εμφορούμενος υπό των οπισθοδρομικών ιδεών εποχών παρωχημένων, αναγνωρίζων ως θείον νόμον το Κοράνιον, τον κώδικα τούτον της κατακτήσεως και του αίματος, και εις της αυθαιρέτου θελήσεώς του το κράτος υπάγων τα ιερά και αναφαίρετα ατομικά δικαιώματα, λαός χαύνος, αμαθής, εξηχρειωμένος, κατεστραμμένος οικονομικώς, και εις καθολικήν κυβερνητικήν και κοινωνικήν παραλυσίαν διατελών, δεσπόζει λαών νοημόνων, εργατικών, ασπαζομένων μετά στοργής τας δημοκρατικάς του Ευαγγελίου αρχάς, δι’ ών αναγνωρίζεται η απόλυτος του ατόμου ελευθερία, βάσιν έχουσα την ηθικήν, λαών εργασθέντων άλλοτε υπέρ της προόδου και νυν γοργώ και θαρρούντι βήματι βαδιζόντων προς εύελπι και κρείττον μέλλον. Διατί;


Διατί οι πλήρεις ζωής και μέλλοντος δούλοι λαοί, ισχυροί καθ’ εαυτούς, ισχυρότατοι και ακατάβλητοι εν κοινή συμπράξει, δεν καταρρίπτουσι το καθεστώς το αποκτηνούν, όπως επί των ερειπίων ανεγείρωσι το φωτεινόν της ελευθερίας και της προόδου οικοδόμημα; Διατί δεν κατορθούσι να διαχύσωσι την ευημερίαν και την χαράν εις τας εκτεταμένας χώρας, ας διά του αίματος των αρδεύουσι, και εν αις σήμερον εργάζονται, τυραννούμενοι, ταλαιπωρούμενοι, πάσχοντες, όπως διά της εργασίας των κορέσωσι την απληστίαν διεφθαρμένων δεσποτών;


Διότι ουδέποτε από κοινού ειργάσθησαν. Διότι τας εξεγέρσεις αυτών, μονομερώς πάντοτε γενομένας, ηδυνήθη να καταπνίξη η συγκεντρωμένη των κρατούντων δύναμις.


Συμφέροντα αντίθετα και συγκρουόμενα δεν χωρίζουσι τους λαούς της Ανατολής. Ουδείς επιζητεί να δεσπόση επί του άλλου, ουδ’ εις την κατάκτησιν των χωρών αλλήλων αποβλέπουσιν. Έκαστος των λαών τούτων επιδιώκει, και οφείλει να επιδιώκη, την απελευθέρωσιν και την εν ελευθερία ανάπτυξίν του. Αλλ’ ο σκοπός ούτος ουδέποτε θέλει επιτευχθή δι’ ενεργειών μεμονομένων· η επιτυχία εξαρτάται εκ της κοινής συμπράξεως. Τούτο οφείλουσι να το εννοήσωσι καλώς οι λαοί της Ανατολής. Ας ενωθώσι, και εσώθησαν. Εις την μεγάλην ένωσιν αυτών τις θα δυνηθή ν’ αντιταχθή; Η ελευθερία ανήκει αυτοίς φυσικό δικαιώματι και αι χώραι της Ευρωπαϊκής Τουρκίας ιστορικώ. Θα σταματήσωσι την πορείαν αυτών, εχόντων επί της σημαίας των αναγεγραμμένα το δίκαιον και την πρόοδον, και δεν θα συντριβώσιν εις την πρώτην σύγκρουσιν οι διέποντες νυν τας τύχας και καταπατούντες την ελευθερίαν των;


Αλλά, μοίρα απαισία! αντί ειλικρινούς ενώσεως δυσπιστία πάντοτε και μίση πολλάκις υπεισέδυσαν μεταξύ των αδελφών λαών της Ανατολής· απέναντι του γενικού συμφέροντος, απέναντι της κοινής σωτηρίας αντετάχθησαν αντεγκλήσεις μικρόλογοι, και εψιθυρίσθησαν σχέδια ποταπών αντεκδικήσεων· πάθη, άτινα εξευτελίζουσι και τα άτομα, αν εις την καρδίαν των εισχωρήσωσι, πολλώ δε μάλλον τους λαούς, ους αποκτήνουσι και καταστρέφουσι.


Τις υπέθαλψε τα πάθη ταύτα; Τις ενέσπειρε την διχόνοιαν μεταξύ λαών αδελφών, προς τον αυτόν τεινόντων σκοπόν; Τις αναζητεί τα ίδια του συμφέροντα, εν τη καταστροφή των συμφερόντων των ανατολικών λαών;


Είναι ανάγκη να τον καταδείξωμεν;


Δυσπιστείτε, λαοί της Ανατολής, δυσπιστείτε και φυλάττεσθε από της δυνάμεως εκείνης, δι’ ήν η λύσις του ανατολικού ζητήματος έγκειται εν τω σφετερισμώ των χωρών σας. Από της δυνάμεως, ήτις χθες περιπτυσσομένη τους Έλληνας και διά της ιδέας του ομοθρήσκου σαγηνεύουσα αυτούς, εκίνησε τοσούτους εσωτερικούς περισπασμούς, επήνεγκε της Κρήτης την υποδούλωσιν, του πρωτοκόλλου της συνδιασκέψεως, την υπογραφήν και την διάσπασιν της εκκλησιαστικής ενότητος· ήτις σήμερον εγκολπούται τα σλαυικά εν τη Ανατολή φύλα, την ιδέαν του ομοφύλου προβάλλουσα, όπως απομυζήσασα αυτά, τα εγκαταλείψη αύριον ανίσχυρα και αποτεθαρρημένα, αν δεν τα απορροφήση και συγχωνεύση εν εαυτή, ως απερρόφησε την ρωμουνικήν Βεσσαραβίαν. Από τις δυνάμεως, ήτις υποδούλους έχουσα εν τω απεράντω κράτει της λαούς γερμανικούς, σκανδιναυικούς, ρωμουνικούς, πολωνικούς, τουρκικούς κλπ, θωπεύει τα γενναία όνειρά σας, και υπισχνείται υμίν ελευθερίαν, εκείνη, ήτις εις τα ίδια τέκνα δωρείται το κνούτον και την Σιβηρίαν!
Λαοί της Ανατολής!


Κινήθητε σεις και εν τη αυτενεργεία θα εύρητε την σωτηρίαν σας. Μη επαφίεσθε εις την μέριμναν ισχυρών δήθεν προστατών. Έκαστος ρυθμίζει τας ενεργείας του προς τα συμφέροντά του, και τα συμφέροντα των ξένων σπανιώτατα θα ευρεθώσι συμβαδίζοντα προς τα ιδικά σας. Μη φοβείσθε την αντίπραξιν κραταιών δυναστών: η εποχή των βασιλέων, η βασιλεία των αδικειών και των καταπιέσεων παρέρχεται πλέον, και υποβώσκει η ημέρα της βασιλείας των λαών, της βασιλείας του δικαίου και της ελευθερίας. Οι εμπορικοί υπολογισμοί δεν δύνανται εις το εξής να επιδρώσιν επί της τύχης των καταδυναστευομένων, ουδείς δε θα ίδη άνευ συγκινήσεως τους αγώνας και τα παθήματα των λαών εν μέσω του πλημμυρούντος πολιτισμού και υπό την επήρρειαν των φωταυγών ιδεών των καθ’ ημάς χρόνων, ζητούντων να ανακτήσωσι τα έμφυτα δικαιώματά των, ων απεστέρησεν αυτούς η βία και η κατάκτησις.


Έλληνες, Αλβανοί, Σέρβοι, Ρωμούνοι, Βούλγαροι, φυλαί ελληνικαί, λατινικαί, ταταρικαί, όσαι κατοικείτε τας ευρείας χώρας, τας περιλαμβανομένας μεταξύ των τριών θαλασσών, του Ευξείνου, της Μεσογείου και της Αδριατικής, και εκτεινομένας από των Άλπεων και των Καρπαθίων μέχρι της Κρήτης και της Κύπρου, ενωθήτε! Εν τη ενώσει έγκειται η ισχύς και το συμφέρον σας. Κλείσατε τα βιβλία του παρελθόντος· ας παύσωσιν αι δολοφονούσαι το μέλλον σας αντεγκλήσεις! Ενωθήτε! Αποτινάξατε τον επιβαρύνοντα τον τράχηλόν σας ζυγόν και υπό την σημαίαν της ελευθερίας ανιδρύσατε δημοκρατικήν ομοσπονδίαν, ήτις και μόνη δύναται να εξασφαλίση το μέλλον της Ανατολής. Εν αυτή έκαστος υμών δύναται ελευθέρως να ρυθμίζη τα εσωτερικά του συμφώνως προς τον χαρακτήρα και τας παραδόσεις αυτού, πάντες δ’ ομού αδιάσπαστοι και ισχυροί να χωρήτε εις εκπλήρωσιν του μεγάλου υμών προορισμού. Ευρύ και αναπεπταμένον θα εκτυλιχθή στάδιον εις την ευγενή πάντων άμιλλαν. Οι λαοί της μικράς Ασίας παρ’ υμών αναμένουσι την ελευθερίαν και την ανάπλασίν των. Και τις οίδεν εάν δεν είσθε σεις οι προωρισμένοι εν απωτέρω μέλλοντι να φέρητε τον πολιτισμόν και την αναγέννησιν και εις την μέσην Ασίαν, όπου άλλοι πειρώνται ήδη ν’ αντικαταστήσωσι τον άξεστον ασιανόν δεσποτισμόν διά δεσποτισμού ευρωπαϊκού, ήτοι επιτηδειότερον ωργανισμένου, και διά τούτο βαρυτέρου και αποτροπαιοτέρου.
Λαοί της Ανατολής!


Το Μέλλον της πατρίδος κείται εις τας χείρας σας. Σεις οφείλετε να λύσητε το ανατολικόν ζήτημα, συμφώνως προς τας αρχάς της ελευθερίας και της προόδου, συμφώνως προς τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά σας, και να ματαιώσητε τας σκευωρίας των εχθρών σας.


Εργασθήτε ηνωμένοι και θα επιτύχητε.




(Εκ της Κεντρικής Επιτροπής)





Η προκήρυξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργάτης» του Παναγιώτη Πανά (στο τεύχος 9, 24 Σεπτεμβρίου 1875, σελ. 1-2) και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σπάρτακος» (αριθ. 1, Αθήνα, Ιανουάριος 1928).

Ο «Εργάτης» υπήρξε η μόνη ελληνική εφημερίδα η οποία χαρακτήρισε «δημοκρατική επανάσταση» την επανάσταση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Πριν δημοσιεύσει την προκήρυξη που παρατέθηκε, είχε προτείνει να οργανωθεί επιτροπή η οποία θα έστελνε βοήθεια στους εξεγερμένους. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1875, η εφημερίδα αναδημοσίευσε από εφημερίδα της Γενεύης άρθρο για την ένωση των βαλκανικών λαών, μερικά αποσπάσματα του οποίου είναι τα ακόλουθα:




«…Η μεταξύ των λαών αυτών (σ.σ. των βαλκανικών λαών) συνεννόηση θα επέλθει: σήμερον, μετά δέκα έτη, μετά ένα αιώνα… αδιάφορον.

Η Παραδουνάβιος Ομοσπονδία ή η της Ανατολικής Ευρώπης θα πραγματοποιηθεί.


Αυτή θα πραγματοποιηθεί εις πείσμα των συνθηκών και των πρωτοκόλλων, εις πείσμα της Αυστριακής ή της Ρωσσικής επεμβάσεως, εις πείσμα και αυτών έτι των θρησκευτικών αρχηγών των παροχθίων χωρών…


Η Παραδουνάβιος Ομοσπονδία θα πραγματοποιηθεί καν διαρραγώσι τα αντιδραστικά όργανα, οι διπλωμάται και οι οπαδοί του καθεστώτος πολιτικοί».


Στην υπ’ αριθ. 10 έκδοσή του ο ¨«Εργάτης» γράφει ανάμεσα στα άλλα:


«Δημοσιεύσαντες εν τω προηγουμένω του «Εργάτου» φύλλω την προς τους ανατολικούς λαούς προκήρυξίν της υπό το όνομα «Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία» γνωστής εταιρείας, συμμεριζόμεθα ταύτην πληρέστατα, καθόσον και ημείς φρονούμεν ότι το πολυθρύλητον ανατολικόν ζήτημα πρέπει να λυθή, ουχί υπό ταύτης ή εκείνης της δυνάμεως, αλλ’ υπ’ αυτών τούτων των ενδιαφερομένων ανατολικών λαών, εν πνεύματι ομονοίας και αδελφότητος των εργαζομένων.»


Και τονίζει το ίδιο άρθρο για τη Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία:
«Το έργον αυτής είναι δύσκολον. Έχει να παλαίση κατά ραδιουργιών της διπλωματίας…
Έχει να παλαίση κατά των μηχανορραφιών των ρασοφόρων, οίτινες εν τη αναπλάσει της Ανατολικής τον τάφον αυτών διορώσιν…»


Πιθανότατα, η Ομοσπονδία διαλύθηκε το 1880 και τα μέλη της δεν συμμετείχαν στις δραστηριότητες της Ανατολικής Ομοσπονδίας του Λεωνίδα Βούλγαρη που δημιουργήθηκε αργότερα ούτε και η εφημερίδα της οργάνωσης είχε σχέση με την ομώνυμη εφημερίδα της νέας οργάνωσης. Η διάλυση του «Ρήγα» και της Ομοσπονδίας ήταν μάλλον αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να παρέμβουν ενεργότερα στα πολιτικά πράγματα και να αποτελέσουν πολιτικό δημοκρατικό κόμμα, κάτι που προωθούσαν ο Χοϊδάς και ο Φιλάρετος.

Θα πρέπει εδώ να μιλήσουμε και για τον εγκυκλοπαιδιστή, λογοτέχνη, κριτικό και κοινωνικό αγωνιστή Νικόλαο Κονεμένο που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη των ελευθεριακών ιδεών στον «ελλαδικό» χώρο. Γεννήθηκε στις 15 (27) Δεκέμβρη του 1832, στα μέσα μιας περιόδου οικονομικής ακμής, στην Πρέβεζα, από πατέρα Hπειρώτη και μητέρα Λευκαδίτισσα. Γενάρχης της οικογένειας ήταν ο καπετάν Γιώργος Κονεμένος. Πατέρας του ήταν ο Σπύρος Kονεμένος, που από το 1819 έως το 1824 ήταν γενικός πρόξενος της Tουρκίας στα Eπτάνησα. Mητέρα του η Kιάρα Σικελιανού, από την Αγία Μαύρα (Λευκάδα) και από την οικογένεια των Σικελιανών.


Όπως γράφει ο Κωστής Πασαγιάννης στο Εθνικόν Ημερολόγιο του 1908, «στα 1727, όπως δείχνουν ανέκδοτα Βιενέτικα έγγραφα που κατέχει η οικογένεια, από τα χωριά της Λάκκας (Τσαμουριά) της Αρβανιτιάς κατέβηκαν οι Κονεμένοι και εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Πρέβεζα. Ο καπετάν Γιώργος ο Κονεμένος είχε λάβει τότε από τον Βενετόν πρίγκηπα «το σκαφιδάκι», ένα μεγάλο υποστατικό στην Πρέβεζα, για τις σημαντικές υπηρεσίες πούχε κάμει στη Βενέτικη κυβέρνηση, και το κατέχουν ως τα σήμερα οι απόγονοί του».
Tα παιδικά του χρόνια θα τα περάσει στη Λευκάδα και στην Πρέβεζα, αλλά όταν σε ηλικία 9 χρόνων ο πατέρας του τον παίρνει μαζί με την μητέρα του στην Kέρκυρα, για να επιμεληθεί την ανατροφή του. Μετά τη φοίτησή του στην κατώτερη εκπαίδευση, θα διδαχθεί από ιδιαίτερους δασκάλους στο σπίτι και ύστερα θα εγγραφεί στην Ιόνιο Ακαδημία.


Την ίδια εποχή, θα αρχίσει να ζει και ο ίδιος την ανάπτυξη του τότε επτανησιακού ριζοσπαστικού κινήματος. Eνώ σπουδάζει στην Kέρκυρα και, συγκεκριμένα το 1858, θα αρχίσει φιλολογική συνεργασία με το ιστορικο-φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα» (Aθήνα, 1850-1872), όπου θα δημοσιεύσει φιλολογικές μελέτες κυρίως για το έργο του Ιωάννη Βηλαρά του οποίου το έργο άσκησε σημαντική επίδραση στο νεαρό Κονεμένο.


Γράφει ο Κωστής Πασαγιάννης: «… άπλερο ακόμα το πνεύμα του φιλοσόφου, ορμητικό και αδέσμευτο από την πρώτη του ηλικία, εφανέρωνε πρώιμα όλη του την ανταρτικήν ανυποταξία στην πνιγερή του σχολείου σκλαβιά. Και μ’ όλην την επιμονή του αγαθού πατέρα του δεν έδειξε ως το ύστερο κανένα ενδιαφέρον στα σχολικά γράμματα. Αντιπαθούσε κάθε περιορισμόν από τότε, πιο πολύ μάλιστα τον δασκαλισμό, και ακολούθησε τα αναγκαστικά μαθήματά του πολύ άταχτα και αδιαφόρετα.


Όταν όμως έφθασε σε κάποιαν ηλικία, εδόθηκε με ξεχωριστήν αγάπη και επιμέλεια στις πολυμέριμνες ιδιαίτερες μελέτες του. Με τον καιρό κι όσο αυτές επρόβαιναν, επλάταιναν κ’ οι ορίζοντες της σκέψεώς του ολοένα σ’ ανώτερους κύκλους, όπου ο ερευνητικός νους αγωνίζεται να εμβαθύνη πάντοτε στις πηγές και στα αίτια. Όσο που οι συστηματικότερες σπουδές του ωρίμασαν σε μια μεστήν ατομικότητα, που τέλος επροίκισε το ολούθε ξανοιγμένο στην προσπάθεια της φιλοσοφικής έρευνας πνεύμα του με έναν αρνητικό σκεπτικισμό».


Το 1855 σε ηλικία 23 χρόνων, θα παντρευτεί στη Σμύρνη, με την Eλισάβετ-Σαπφώ Iσιδώρου-Σκυλίτση, από τη Χίο, αδελφή του πρώτου μεταφραστή στα ελληνικά των «Aθλίων» του Bίκτωρος Oυγκώ, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τον Καίσαρα Κονεμένο και την Βιργινία Blakeney. Όταν πέθανε η σύζυγός του παντρεύτηκε ξανά σε προχωρημένη ηλικία την Kερκυραία Nικολή Παπαδοπούλου, με την οποία απέκτησε επίσης δύο παιδιά.


Από το 1858 έως το 1869 ζει στην Κέρκυρα. Το 1858 - που ήταν μια περίοδος κατά την οποία το κέντρο του κινήματος των ριζοσπαστών είχε περάσει στη Ζάκυνθο και στους ρεφορμιστές του Κων. Λομβάρδου, ενώ οι ριζοσπάστες ηγέτες Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος και Ιωσήφ Μομφερράτος είτε είχαν αποσυρθεί από την πολιτική (ο πρώτος) είτε ήσαν παροπλισμένοι (ο δεύτερος), προερχόμενοι και οι δύο από πολύχρονες εξορίες - ο Κονεμένος, αφού, όπως είπαμε, θα πρωτοεμφανιστεί με τη δημοσίευση ενός ηπειρώτικου γλωσσαρίου στο περίφημο την εποχή εκείνη περιοδικό «Πανδώρα», το 1859 θα εκδώσει ένα πολιτικό, φιλολογικό και σατυρικό περιοδικό με τον τίτλο «Eωσφόρος», που έφερε τον υπότιτλο «Φύλλον εγκυκλοπαιδικόν εκδιδόμενον δις του μηνός» και από το οποίο εκδόθηκαν 25 τεύχη σε άτακτα διαστήματα, από τις 25 Οκτώβρη 1858 μέχρι τις 20 Φλεβάρη 1861, σύνολο 120 σελίδες. Η κυκλοφορία του εντύπου ήταν μικρή, όπως αναφέρει ο Γ. Αλισανδράτος, ο οποίος προσπαθεί να μειώσει την ιστορική αξία του. Mόνιμος συντάκτης του εντύπου αυτού είναι ο ίδιος ο Kονεμένος, μην υπογράφοντας ποτέ με το όνομά του. Tο έντυπο αυτό, όμως, έχει μια ιστορική αξία, αφού σε αυτό θα δημοσιευθούν ανέκδοτα έως τότε ποιήματα των Δ. Σολωμού και Α. Xριστόπουλου, καθώς και δημοτικά δίστιχα. Mε τον «Eωσφόρο» θα συνεργασθεί και ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος εκείνη την εποχή εκδίδει την εφημερίδα «Λύχνος» πρώτα στη Ζάκυνθο και μετά στην Κεφαλονιά και με την οποία συνεργάζεται και ο Κονεμένος. Μάλιστα, ο Γιώργος Βαλέτας σε πρόλογό του για τον Ν,. Κονεμένο στα «Άπαντα» που εξέδωσε, αναφέρει ότι το περιοδικό κυκλοφορούσε στα τελευταία του τεύχη με την αγαστή συνεργασία Κονεμένου και Λασκαράτου.

Ο Κονεμένος θα συνεργασθεί επίσης και με την εφημερίδα «Διαολοαποθήκη» ή «Αποθήκη του Διαόλου» του (ελληνοποιημένου Ιταλού) Φερδινάνδου Όδδη, στην Κεφαλονιά. Οι συνεργασίες αυτές γίνονται για να χτυπηθούν οι ρεφορμιστές ριζοσπάστες του Λομβάρδου, μιας και με την εξορία των Η. Ζερβού-Ιακωβάτου και Ι. Μομφερράτου και τα γενικότερα κατασταλτικά μέτρα των Άγγλων κυριάρχων των Επτανήσων, το κοινωνικό ριζοσπαστικό κίνημα έμεινε χωρίς εφημερίδες.
Στο διάστημα αυτό (1863), ο Κονεμένος κυκλοφορεί μια σύντομη ποιητική συλλογή με τίτλο «Συναπάντησι» καθώς και μια δεύτερη με τίτλο «Στιχουργήματα» (1864), ενώ το 1867 κυκλοφόρησε μια κοινωνική σάτιρα με τίτλο «Η φαντασία μου». Παράλληλα, γράφει μια μελέτη με τον τίτλο «Γυναίκα» στην οποία κάνει λόγο για τα παραμελημένα δικαιώματα των γυναικών και στην οποία «προαισθάνεται κανείς τον τολμηρόν συγγραφέα της αναλυτικώτερης «Οικογένειας», που κι αυτή είδε το φως ύστερα από δέκα χρόνια το 1876», όπως λέει ο Κ. Πασαγιάννης.


Στην «Οικογένεια», με πλήθος επιχειρημάτων παρμένων από την ίδια την καθημερινή ζωή της εποχής, αγωνίζεται εναντίον του θεσμού του γάμου και αφού καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έτσι όπως είναι το σύστημα του γάμου, πρέπει να αναζητηθεί ένα νέο σύστημα που να ταιριάζει περισσότερο με την ανθρώπινη φύση, με την ίδια τη ζωή και τις αλήθειες της και με πολύ περισσότερες ελευθερίες και για τα δύο μέρη (άντρα και γυναίκα). Προσπαθεί να εδραιώσει μια σχέση γάμου με βάση την ανόθευτη αγάπη και την αληθινή αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης.


Στο διάστημα 1869-1885, ο Kονεμένος ζει στην Πάτρα ως πρόξενος της Tουρκίας. Tα χρόνια αυτά είναι τα παραγωγικότερα της ζωής του, αφού εκεί γράφει και κυκλοφορεί τα έργα του «Το ζήτημα της γλώσσας» (1873), «Και πάλε περί γλώσσας» (1878), «τις δύο σύντομες, αλλά σοφές, περιλάλητες μελέτες του για το μεγάλο μας ζήτημα, και τόσο τολμηρές, όσο πιο σχολαστικός, ασφυχτικός και νεκρόχαρος ήτον ο αέρας της εποχής που τις έγραψε και τις εσφεντόνισε ανάμεσα στις λεγεώνες των άκαμπτων τότε σχολαστικών, που ούτε νακούσουν ήθελαν ότι υπάρχει τέτοιο ζήτημα».


Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ν. Κονεμένος δημοσιεύει τις μελέτες του για το ζήτημα της γλώσσας 13 ολόκληρα χρόνια πριν εμφανισθεί το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, χωρίς ο τελευταίος – όπως έγραψε και ο ίδιος – να ακούσει ή να διαβάσει τις μελέτες αυτές.


Το 1879 κυκλοφορεί μια ακόμα ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ποιήματα». Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν αποκάλεσε τον εαυτό του ποιητή, ποτέ δεν ήθελε να είναι τέτοιος και οι στίχοι του φαίνεται ότι δεν έχουν κάποια λογοτεχνική αξία. Σε γράμμα του στον Ανδρέα Λασκαράτο έγραφε: «Σου το είχα ειπεί, ποιητής δεν είμαι. Ο ποιητής είναι βουτημένος μέσα εις το φως, ενώ εγώ βρίσκομαι στο σκοτάδι και δε βλέπω παρά σπίθες ολόγυρά μου».


Το 1885 επιστρέφει στην Κέρκυρα, όπου συνεχίζει να ασχολείται με τα γράμματα και να μελετά κυρίως τα προβλήματα της τότε ελληνικής κοινωνίας και της εποχής. Τον ίδιο χρόνο ιδρύεται στο νησί ο Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος, που είχε ως πρόγονό του μια μικρή σοσιαλιστική ομάδα (αναρχικών κυρίως τάσεων, όπως αναφέρει ο Άγις Στίνας) που ιδρύθηκε το 1881 και κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Εργάτης». Το 1887 ιδρύεται η Εργατική Αδελφότης, που ήταν μια ένωση των εργατικών σωματείων του νησιού, ενώ το 1898 συγκροτείται μια μορφή Εργατικού Κέντρου.


Το 1889 κυκλοφορεί μια μελέτη 80 περίπου μεγάλων πυκνοτυπωμένων σελίδων, με τον τίτλο «Η υπόθεσις των αδελφών Μπονάτη», στην οποία αναλύει από κοινωνιστική άποψη - και χωρίς να διαθέτει γνώσεις νομικού ή ψυχολόγου παρά μόνο ορμώμενος από την ενστικτώδη σκέψη του - την καταδίκη των δυο αδελφών αυτών για μια άγρια δολοφονία που συντάραξε εκείνη την εποχή την Κέρκυρα.




Την ίδια εποχή, επίσης, γράφει το περίφημο «Lardi e omicidi» στα ιταλικά (στα ελληνικά «Κλέφτες και φονιάδες», που παρατίθεται αμέσως μετά), τα «Ματογυάλια» καθώς και αρκετά άρθρα και μελέτες που δημοσιεύονται σε τοπικά έντυπα της Κέρκυρας, αλλά περισσότερο στην εφημερίδα «Φωνή».


Ο Νικόλαος Κονεμένος ήταν προδρομική μορφή μελετητή του γλωσσικού ζητήματος. Έγινε γνωστός στον ελλαδικό χώρο από τις πραγματείες του για το γλωσσικό ζήτημα, για τις οποίες ο Κρουμπάχερ αποφάνθηκε ότι αποτελούν τη «λύση του γλωσσικού ζητήματος». Μέχρι το 1904, ο Γιάννης Ψυχάρης αγνοεί την ύπαρξη των μελετών και θεωριών του Κονεμένου με τις οποίες τον φέρνει σε επαφή ο Κρουμπάχερ, ενώ του δίνει και την αφορμή να τις μελετήσει συστηματικά. Ο Γ. Βαλέτας, αλλά και σύγχρονοι ερευνητές και μελετητές, συμφωνούν ότι το έργο του Κονεμένου για τη γλώσσα θεωρείται πρωτοποριακό και ότι ο ίδιος αναδεικνύεται σε μεγάλο διαφωτιστή. Γιατί ο Κονεμένος συνέθεσε μια θεωρία για τη γλώσσα πολύ μπροστά από την εποχή του, μια θεωρία που δεν στηρίχθηκε μόνο στην άρνηση, αλλά και στην πρόταση.


Και η συνολική του πρόταση, ως συνεχιστής των Σολωμού και Βηλαρά, υπήρξε ριζοσπαστική και πρωτότυπη και χαρακτηρίζεται από ελεύθερο πνεύμα και στοχασμό, οξύνοια, ανεξαρτησία και τόλμη. Σε κάθε θέμα της λογοτεχνίας, ο Κονεμένος, είτε με τα κείμενά του είτε με την παράθεση κριτικών και μελετών άλλων διανοουμένων της εποχής του, από την εποχή της κυκλοφορίας του «Εωσφόρου» ακόμα, έδειξε το δρόμο που έπρεπε να πάρει όχι μόνο η σοβαρή λογοτεχνία, αλλά ακόμα και η απλή στιχουργική. Ακόμα και στις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων υπήρξε προδρομικός με τις μεταφραστικές του δοκιμές στον Πίνδαρο και τη Σαπφώ, σε μια εποχή που η μετάφραση αρχαίων θεωρείτο βεβήλωση.


Ο Κονεμένος υπήρξε καθολικό πνεύμα. Η κριτική του αγκάλιασε όλα σχεδόν τα προβλήματα της ελλαδικής κοινωνίας, κλονίζοντας, πρώτα απ’ όλα, το κάστρο του λογιοτατισμού. Ακολούθησαν διάφορα ζητήματα, το εκπαιδευτικό, το κοινωνικό, το πολιτικό, το δημογραφικό, το αλυτρωτικό, το Ανατολικό Ζήτημα, το Βαλκανικό, το φεμινιστικό και άλλα, που τα αντιμετώπισε με πρωτοφανή για την εποχή του τόλμη κριτικής και προτάσεων. Αλλά η πλέον μαχητικότερη κριτική του αφορά τα τρία μεγάλα καρκινώματα της τότε ελλαδικής σκέψης, το λογιοτατισμό, το μεαλοϊδεατισμό και το βυζαντινισμό.


Η κοινωνική του κριτική έριξε, επίσης, τα φώτα της πάνω σε μερικά άλλα κοινωνικά προβλήματα της τότε ελλαδικής κοινωνίας, το γάμο, το διαζύγιο και τη σκλαβιά της γυναίκας. Κι ακόμα τη δικαιοσύνη, όντας ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους σε όλη τη Ευρώπη που μίλησε και επιχειρηματολόγησε εναντίον της θανατικής ποινής και για την κατάργησή της.


Ο Κονεμένος ήταν άφταστος δοκιμιογράφος. Τα δοκίμιά του, λογοτεχνικής μεν μορφής, αλλά πλούσια σε παρεκβάσεις, κοινωνικά στοιχεία και προτάσεις.


Ο Κονεμένος ήταν προφητικός διαφωτιστής, που σμίλεψε τη θεωρία και προσωπικότητά του μέσα από τις κοινωνικές επαναστατικές ζυμώσεις του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, τις επιδράσεις των ιδεών των Προυντόν, Φουριέ και άλλων καθώς και τις σοσιαλιστικές και αναρχικές απόψεις. Οι ιδέες της Κομμούνας του Παρισιού, εφόσον ήταν γνώστης και μελετητής όλων των επαναστατικών κινημάτων και ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής του, πρέπει αν το συνεπήραν σε μεγάλο βαθμό και να συντέλεσαν και αυτές στη διαμόρφωση του κοινωνικού διαφωτιστικού του πιστεύω. Στην εποχή του και με αφετηρία τα Επτάνησα, το διαφωτιστικό κοινωνικό κίνημα της εποχής, περνάει στην Πάτρα και στις πόλεις και τα χωριά της Δυτικής Πελοποννήσου και ψάχνει να βρει διεξόδους και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Πέρα από τις πολιτικές του εκφράσεις, που αποτελούν οι πρώτες σοσιαλιστικές και αναρχικές ομάδες και όμιλοι, το κίνημα έχει και τη λογοτεχνική του έκφραση η οποία συνίσταται κυρίως στα πρόσωπα των Τερτσέτη, Λασκαράτου, Άβλιχου, Πανά, Βερύκιου, Βαλαωρίτη, Φατσέα, Πολυλά, αρκετούς Επτανήσιους και επεκτείνεται και στην Αθήνα, μέσω του Ροίδη, του «Ραμπαγά», του Σπηλιωτάκη, μερικών δημοσιογράφων και άλλων διανοούμενων. Το κίνημα αυτό είναι καθ’ όλα αφυπνιστικό και εξεγερτικό και ένας από τους σημαντικούς του αποστόλους ο Κονεμένος.

«Ό,τι ο Κονεμένος εκήρυξε ηχεί ως κήρυξις πολέμου κατά του αρχαϊσμού», λέει ο Κρουμπάχερ και έχει απόλυτο δίκιο. Γιατί ο Κονεμένος δεν είναι μόνο ο μελετητής του γλωσσικού ζητήματος, αλλά και ο λογοτέχνης, ο ποιητής, ο προδρομικός διαφωτιστής και ο αγωνιστής.


Ο Κονεμένος, εκτός από την Πάτρα, έζησε στην Κέρκυρα και εκεί ήταν που δεν έπαψε να μελετά, να ερευνά και να ρίχνει φως στα κακά του κόσμου. Έζησε μακριά από την Αθήνα, μια ζωή μοναχική, ερημική, αποτραβηγμένη. Αλλά και μόνο οι γλωσσικές του μελέτες σπάζουν τον επαρχιακό απομονωτισμό και τον φέρνουν στο πανελλήνιο προσκήνιο. Λίγο πριν και μετά το θάνατό του, ελάχιστοι είναι εκείνοι μέσω των οποίων αναδεικνύεται η όλη δουλειά του και αποκτά πανελλήνια προβολή, ο Ψυχάρης, ο Παλαμάς, ο Πασαγιάννης, ο Μαλακάσης, ο Καμπύσης. Και αυτό γιατί το λογοτεχνικό, πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο κάνει τα πάντα, αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για να κρατήσει τον ίδιο και τις ιδέες του στο σκοτάδι, ενώ τόσο οι πόλεμοι όσο και οι άθλιες κοινωνικές, οικονομικές και άλλες συνθήκες συντελούν και αυτές, όχι μόνο στην αφάνεια και το θάψιμο σημαντικών ιδεών, αλλά και προδρομικών διανοουμένων όπως ο Κονεμένος. Σημαντική, βέβαια, είναι και η ευθύνη διαφόρων λογοτεχνών, λογίων και άλλων ειδικών του λόγου, αλλά και του πολιτικού φάσματος.


Όμως, σ’ αυτόν που πρέπει να χρωστάμε την απαρχή της σταδιακής αναγνώρισης του έργου του Κονεμένου είναι ο Γερμανός Κάρολος Κρουμπάχερ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που εξήρε την προδρομική θέση του στο γλωσσικό ζήτημα. Με το σημαντικό του βιβλίο με τίτλο «Το πρόβλημα της νεοελληνική γραφομένης γλώσσας», που εκδόθηκε στα γερμανικά από τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γ. Χατζηδάκι το 1905, ο Κρουμπάχερ ήταν ο πρώτος που ανέσυρε από την αφάνεια τον Ν. Κονεμένο, τοποθετώντας τον ανάμεσα στις μεγάλες μορφές της γλωσσικής αναγέννησης. Από τον Κρουμπάχερ έμαθε για τον Κονεμένο ο Ψυχάρης και από εκεί σιγά-σιγά άρχισαν, ειδικά μετά το θάνατό του, να γράφουν ο Παλαμάς στο «Νουμά» (1907) και άλλοι.


Δεν έλειψαν βέβαια και οι λίβελοι και οι συκοφαντίες, όπως, για παράδειγμα, ένα άρθρο-νεκρολογία για τον Κονεμένο που δημοσιεύτηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Εστία» (6 Μαρτίου 1907), από κάποιον με τα αρχικά Χ.Κ. που προσπαθεί να τοποθετήσει τον Κονεμένο στο αντίθετο στρατόπεδο από αυτό του Ψυχάρη και των άλλων δημοτικιστών της εποχής, κάτι που προκαλεί τις αντιδράσεις και του ίδιου του Ψυχάρη και του Παλαμά, οι δε δημοτικιστές θεωρούσαν τον Κονεμένο ως γενάρχη του κινήματός τους.


Με το θάνατό του, η εφημερίδα «Φωνή» της Κέρκυρας δημοσίευσε αρκετά βιογραφικά και άλλα στοιχεία για τον Κονεμένο, δεδομένου ότι ο τελευταίος στο διάστημα 1904-1907 συνεργάστηκε στενά με την εφημερίδα αυτή, στην οποία ήταν αρκετά αγαπητός. Νεκρολογίες έγραψαν ακόμα ο Μαλακάσης και Σιγούρος στο περιοδικό «Παναθήναια», τιμώντας τη μνήμη και το έργο του. Αλλά η βιογραφία του Πασαγιάννη για τον Κονεμένο στο «Ημερολόγιον» του Σκόκου το 1908 είναι η πιο αυθεντική μιας και ο συγγραφέας στηρίχθηκε σε βιογραφικές πληροφορίες της ίδια της συζύγου του, ενώ συμβουλεύτηκε και το αρχείο του.


Μετά το θάνατό του, ο γιος του Καίσαρ Κονεμένος, πρόξενος της Αγγλίας στην Πρέβεζα, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συλλέξει με επιμέλεια και φροντίδα και να εκδώσει σε ένα τόμο όλα τα έργα του πατέρα του. Αυτά που περιήλθαν στα χέρα του Καίσαρα Κονεμένου ήταν όλα τα έργα του πατέρα του που κυκλοφόρησαν σε βιβλία και φυλλάδια, μια σημαντικότατη αλληλογραφία με τους Αρ. Βαλαωρίτη και Α. Λασκαράτο, μια πολύτιμη συλλογή κοχυλιών και διάφορα άλλα ανέκδοτα έργα για τα οποία ο ίδιος εργαζόταν μέχρι τον θάνατό του για να τα εκδώσει συγκεντρωτικά. Βασικά, στη διάρκεια της Κατοχής, με την επίταξη του σπιτιού του Κονεμένου από τα γερμανικά στρατεύματα καθώς και την καταστροφή της Κερκυραϊκής Βιβλιοθήκης στην οποία φιλοξενούνταν οι εφημερίδες και τα έντυπα στα οποία δημοσίευσε πάμπολλα άρθρα του, ήταν οι αιτίες που χάθηκε ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του Κονεμένου και να είναι αδύνατη μέχρι σήμερα η ολοκλήρωση της βιβλιογραφίας-εργογραφίας του. Επίσης, στους βομβαρδισμούς της Κατοχής ολοκληρωτική καταστροφή έπαθε και το σπίτι του Κερκυραίου λογοτέχνη και μελετητή Νίκου Λευτεριώτη, ο οποίος είχε συγκεντρώσει σημαντικό υλικό για τον Κονεμένο, το οποίο καταστράφηκε βέβαια και αυτό. Η μόνη συγκεντρωτική έκδοση των έργων του Κονεμένου που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα έγινε από τον λογοτέχνη Γιώργο Βαλέτα, με τίτλο «Κονεμένου Άπαντα. Τόμος Πρώτος» το 1965 (Εκδόσεις «Της Πηγής»). Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε εάν υπήρξε έκδοση δεύτερου τόμου. Πιο πρόσφατα, εκδόθηκαν τα βιβλία «Το ζήτημα της γλώσσας», εκδόσεις «Φιλόμυθος», Αθήνα 1993, «Τα ματογυάλια», εκδόσεις «Ωκεανίδα». Αθήνα 1997, με κείμενα του Κονεμένου, ενώ έχουν αρχίσει και κυκλοφορούν κείμενα, στίχοι και άλλα υλικά στο διαδίκτυο.

http://ngnm.vrahokipos.net/part01.html