6 Δεκ 2009

Αναστολή Λειτουργίας Ιστολογίου.

Στο μέλλον μπορείτε να διαβάζετε κείμενα μου, στο Ιστολόγιο ''ΕΣΠΕΡΙΔΑ΄΄: www.esperida.wordpress.com

4 Σεπ 2009

Η πολιτική αγυρτεία και η πολιτική απελπισία σε όλο της το μεγαλείο.

Η κρίση στη χώρα μας εμφανίστηκε από τη στιγμή που οι ανάγκες χρηματοδότησης του ελλείμματος και αναχρηματοδότησης του χρέους συνάντησαν τη δυσπιστία των αγορών। Ο προϋπολογισμός του 2009 κινείται πλέον εκτός πραγματικότητας। Η κυβέρνηση της ΝΔ κατάφερε να οδηγήσει όλους τους δείκτες στο κόκκινο, έξω πλέον από κάθε έλεγχο। Ήθελαν ένα καλύτερο κράτος, μιλούσαν για επανίδρυση και τελικά κατάφεραν να θριαμβεύσουν τα ελλείμματα, ο δανεισμός, η φοροδιαφυγή, η παραοικονομία, η ανεργία, η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής।
Το 2007 θεώρησαν Εθνικό ζήτημα τη κατάρτιση του προϋπολογισμού (που τελικά δεν κατάφεραν να φτιάξουν) και έκαναν πρόωρες εκλογές. Σήμερα, που ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως δεν υπάρχει πλέον κυβέρνηση, αυτός γιατί δεν είναι Εθνικός λόγος για να γίνουν εκλογές το συντομότερο δυνατό;
Το κωμικοτραγικό βέβαια της υπόθεσης είναι πως είδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους οι γνωστοί ακραίοι, μηδενιστές, δήθεν αριστεροί, που εργάζονται σιωπηρά στο παρασκήνιο, εξυφαίνοντας σενάρια πολιτικής επιβίωσης του Κωστάκη, έστω κι αν αυτό απαιτεί και την είσοδο στο κάδρο προσώπων όπως ο Πλεύρης ή ο Βορίδης.
Η γνωστή καραμέλα ΄΄όλοι ίδιοι είναι΄΄, κάνει ξανά δειλά δειλά την εμφάνισή της. Μια λεκτική ακροβασία που δημιουργήθηκε από τους γνωστούς δεξιούς-αδέξιους επικοινωνιολόγους της συντηρητικής παράταξης και που υιοθετήθηκε στη πορεία από όλους τους ρουφιάνους του πολιτικού παρασκηνίου, καθώς και από τη σταλινική και την κρυπτοσταλινική αριστερά. Η πολιτική αγυρτεία και η πολιτική απελπισία σε όλο της το μεγαλείο.
Το ΠΑΣΟΚ αξιώνει εκλογές। Το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει την αυτοδυναμία। Βασική υποχρέωση του ΠΑΣΟΚ είναι να καταστήσει σαφές ακόμα και στο πιο δύσπιστο πολίτη τι θα κάνει αμέσως μετά τις εκλογές. Με ποιους θα κυβερνήσει και ποια στάση θα κρατήσει απέναντι στις Βρυξέλλες, μιας κι εκεί πια κρίνονται τα περισσότερα από τα προβλήματά μας. Αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ. Γιατί σήμερα το ΠΑΣΟΚ δεν έχει απέναντι του τη ΝΔ, έχει απέναντί του ένα διαλυμένο πολιτικό σύστημα και ένα λαό που αναζητεί ελπίδα.

Μην παραπλανείστε, τα σκατά δεν έχουν καμία αξία!!!

...Σκεφτείτε μόνο πως αν είχαν, οι φτωχοί δεν θα είχαν κώλο!!!

Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στην εφορία και στο μπουρδέλο;

Όταν πας στην εφορία, μένεις τσίτσιδος. Το ίδιο και στο μπουρδέλο, μόνο που εκεί το κάνεις πρόθυμα!

Το Μικρόβιο

22 Ιουλ 2009

‘’Μάθε παιδί μου μια κιθάρα…’’.

Ω φίλοι μου, μη φοβάστε,
σκοπός μου δεν είναι να ξελογιάσω τις γυναίκες σας.
Αν όμως ο σοσιαλισμός δεν έρθει,
μόνο ο σεξουαλισμός θα μας σώσει
Γιατί το ζήτημα τελικά δεν είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ιδεολογίας,
αλλά η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ψυχολογίας.

Να λοιπόν που άμα έχεις πιει τρεις τεκίλες, αρκετές μπύρες
και μιλάς για τρέλα μυαλό και ψυχή,
μπορεί ακόμα και το χάσμα των γενεών να γεφυρωθεί

Κάποιοι δούλεψαν σκληρά,
και μας φανέρωσαν την ομορφιά της παχυσαρκίας
Στη κυτταρίτιδα ανακαλύψαμε ένα ακόμη προνόμιο του ωραίου φύλου
Οι γαλλίδες, έχουν μια ροπή προς τους καχεκτικούς εραστές
Πιστέψτε με, ακόμα και η πιο άγαρμπη χαμηλοκόλα,
μπορεί να τέρψει και το πιο απαιτητικό π…..

Γι’ αυτό και τα παλιά βιβλία ξανακυκλοφορούν,
για να τα διαβάσουν όσοι δε μπόρεσαν
Έτσι, όλοι θα διαπιστώσουν πως το καυλωμένο σύννεφο,
μισεί το μικρό το χαϊμαλί
Η υστερία της καθαριότητας,
μπορεί να φτάσει ως και τον ασπασμό της κωλοτρυπίδας

Κανείς μας όμως δεν θέλει να παραδεχτεί,
πως το για πάντα που λέγαμε δεν θα κρατήσει
Το κορίτσι, όταν δεν έχει τίποτε άλλο να κυριεύσει,
τα θεωρεί όλα δεδομένα
Φεύγει από το παλάτι κι αρχίζει πάλι να ταξιδεύει
Είναι η γκόμενα που πρέπει να πηδηχτεί με το καλλιτέχνη
Και φώναζε η μάνα μου: ‘’μάθε παιδί μου μια κιθάρα’’.

Dealiger

20 Ιουλ 2009

Η Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο.

Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τετρακόσια τέσσερα χρόνια μετά την οθωμανική εισβολή, η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου βρίσκεται μπροστά σε μία νέα εισβολή. Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.

Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην πριν του πραξικοπήματος κατάσταση. Επίσης η Τουρκία ανακοίνωσε ότι το δικαίωμα για την επέμβασή της ήταν κατοχυρωμένο στη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνθήκη που δημιουργήθηκε με σκοπό να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας[2]. Η Συνθήκη Εγγυήσεως δεν δίνει το δικαίωμα ένοπλης παρέμβασης στις εγγυήτριες χώρες, παρά μόνο εάν

Εγγυήτρια χώρα χρειάζεται να αμυνθεί σε περίπτωση εισβολής από μια Τρίτη χώρα.
Τα Ηνωμενα Έθνη ζητήσουν ένοπλη παρέμβαση από μια εγγυήτρια χώρα
Η Κυπριακή Δημοκρατία ζητήσει ένοπλη παρέμβαση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εγκρίνει το αίτημα.
Πότε δεν εγκρίθηκε τέτοιο αίτημα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ποτέ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ζήτησε από την Τουρκία να παρέμβει στρατιωτικά και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που συνεδρίασε στη Νέα Υόρκη στις 16 Ιουλίου, δεν είχε πάρει απόφαση[3]. Η Τουρκία, σύμφωνα με τις Ελληνικές θέσεις, ενέργησε με βάση τα προ πολλού έτοιμα σχέδια της. Παρ'όλα αυτά, η Τουρκία υποστηρίζει ότι ο Τουρκοκυπριακός λαός ζήτησε την επέμβαση, ο οποίος είχε αναγκαστεί να μεταφερθεί σε καταφύγια και ήταν υπό διωγμό.

Η εισβολή και διαίρεση του νησιού σχεδιασμένη από καιρό

Η Βρετανία στην Κύπρο

Τις πρώτες δεκαετίες της αγγλοκρατίας οι Έλληνες της Κύπρου είδαν με ευχαρίστηση την αλλαγή. Η Τουρκική-Οθωμανική κακοδιοίκηση και τυραννία τερματιζόταν, οι νέοι κυρίαρχοι, αν και ξένοι, ήταν χριστιανοί και τους συνόδευε η φήμη ότι κυβερνούσαν τους λαούς με πνεύμα φιλελεύθερο και ανεκτικό. Από την πρώτη στιγμή γεννήθηκαν ελπίδες ότι οι Αγγλοι θα παραχωρούσαν τελικά την Κύπρο στην Ελλάδα. Οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων ήταν ουτοπικές.

Η Κύπρος είχε μια σημαντική τουρκική μειονότητα, βρισκόταν πολύ μακριά από την Ελλάδα και πολύ κοντά στην Τουρκία. Επίσης, η Αγγλία αφενός είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου με σαφείς δεσμέυσεις έναντι της Τουρκίας, και αφετέρου η Κύπρος παρείχε πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα στη Βρετανία, όπως έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ και τη διασφάλιση του θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες. Με βάση την Κύπρο, η Μεγάλη Βρετανία ήταν ευκολότερο να αναχαιτίσει τη σοβιετική επέκταση προς τη Μεσόγειο, και μπορούσε να εδραιώσει τη ναυτική της υπεροχή στη Μεσόγειο (με την Κύπρο και το Γιβραλτάρ στα άκρα και τη Μάλτα στο κέντρο).

Η Βρετανία κήρυξε άκυρη την Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως

Μετά την είσοδο της Τουρκίας στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστρίας) και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης, η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 4ης Ιουνίου 1878, απέλασε και ακύρωσε όλες τις Τουρκικές βλέψεις πρός την Κύπρο, και προσάρτησε το νησί στις 5 Νοεμβρίου 1914, καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Οι σαφείς δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας, με τις οποίες η Αγγλία είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου, δεν υφίσταντο πλέον. Η Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο ως αποικία για καθαρά δικά της συμφέροντα.

Παρόλα ταύτα, οι Έλληνες της Κύπρου είχαν θερμό εθνικό πόθο να απεξαρτηθούν από τους αποικιοκράτες κατακτητές. Ο ενωτικός πόθος βρισκόταν διαρκώς ενώπιον των Άγγλων κυριάρχων, με δημοψηφίσματα, άοπλες εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες. Στις 18 Οκτωβρίου 1931, αντιδρώντας στην αυθαιρεσία του Άγγλου Κυβερνήτη, αλλά και στην επίμονη άρνηση των Άγγλων να ικανοποιήσουν τους ενωτικούς πόθους των Ελληνοκυπρίων, ο λαός της Κύπρου μπήκε σε ανένδοτο αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα. Πυρπόλησαν το κυβερνείο, αστυνομικούς σταθμούς και αποικιακά κυβερνητικά γραφεία. Αποκορύφωμα της βρετανικής αρνητικότητας ήταν δηλώσεις του υφυπουργού Αποικιών Χένρι Χόπκινσον στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο οποίος αναφερόμενος στο αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση είπε : «Υπάρχουν ορισμένα εδάφη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, τα οποία λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, ουδέποτε θα πρέπει να αναμένουν ότι θα γίνουν πλήρως ανεξάρτητα»[4]. Η Ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, η οποία ακολούθησε το διαβόητο «ουδέποτε» του Χόπκινσον, στηρίχθηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που διαλαμβάνει ότι ένας από τους σκοπούς των Ηνωμένων εθνών είναι «να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις μεταξύ των Εθνών, που να βασίζονται στο σεβασμό προς την αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών».


Η Βρετανία μετατρέπει το Κυπριακό από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά.

Οι αγγλικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών αναγνώρισαν την πολιτική απειλή που δημιουργείτο εναντίων τους, γενικότερα σε όλες τους τις αποικίες, αλλά ειδικότερα στην Κύπρο, με το όλο και αναβαθμιζόμενο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών. Έτσι σχεδίασαν και πέτυχαν να μετατρέψουν το Κυπριακό από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά, επειδή με αυτό τον τρόπο η πολιτική πίεση που δεχόταν θα υποβαθμίζετο. Εάν η Τουρκία εμπλεκόταν πολιτικά ζητώντας την Κύπρο, η Αγγλία θα μπορούσε στο διηνεκές να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και κηδεμόνας της Κύπρου. Ως το 1954, οι Τουρκικές κυβερνήσεις, παρά τις πιέσεις του Τουρκικού τύπου, σπάνια και με πολλή διακριτικότητα εκδήλωναν την αντίθεση τους στην Ένωση, αφού η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και οποιαδήποτε Τουρκικά συμφέροντα στη Κύπρο. Η Τουρκία τότε εδινε μεγάλη σημασία στη διαφύλαξη των ομαλών σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα. Η αγγλική διπλωματία όμως παρότρυνε παρασκηνιακά την Κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την Κύπρο και η Τουρκία βρήκε ευκαιρία για επανάκτηση χαμένου Οθωμανικού εδάφους.

Οι Άγγλοι συνεργάζονται με τους Τούρκους

Αγορεύοντας κατά τη συζήτηση του Κυπριακού τον Σεπτέμβριο του 1954, ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Σέλγουιν Λόιντ επίτηδες έδωσε έμφαση στην αντίθεση των Τουρκοκυπρίων προς την Ένωση και τον κίνδυνο διακοινοτικών ταραχών. Πρόσφερε έτσι την ευκαιρία στον Τούρκο αντιπρόσωπο Σελίμ Σαρπέρ να υποστηρίξει πλήρως τις βρετανικές θέσεις και να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. Πλήρη ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό επιχείρησε η κυβέρνηση του Άντονι Ήντεν το καλοκαίρι του 1955. Ενδεικτικά, στις 30 Ιουνίου 1955 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Χάρολντ Μακμίλαν προσκάλεσε τους ομολόγους του της Ελλάδας Στέφανο Στεφανόπουλο και της Τουρκίας Φατίν Ρουστού Ζορλού σε μια τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο για να συζητήσουν «πολιτικά και αμυντικά ζητήματα που επηρρεάζουν την Ανατολική Μεσόγειο». Παρά τις έντονες προειδοποιήσεις του Μακαρίου ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη Διάσκεψη θα σήμαινε αναγνώριση της Τουρκίας ως ενδιαφερόμενου μερους στο Κυπριακό, η Ελληνική Κυβέρνηση έπεσε σε καλοστημένη παγίδα[6].

Στην τριμερή διάσκεψη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού δήλωσε ωμά ότι «το μέλλον της Κύπρου δεν ήταν θέμα ούτε της Ελλάδας ούτε της Κύπρου, αλλά της Βρετανίας και της Τουρκίας»[7]. Υπογραμμίζοντας την αντίθεση της Τουρκίας στην Ένωση, χρησιμοποίησε επιχειρήματα, πολλά από τα οποία επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα. Η Κύπρος, είπε, είναι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Τουρκίας. Όποιος ελέγχει την Κύπρο ελέγχει και τα νότια λιμάνια της Τουρκίας. Υποστήριξε ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν έχει απόλυτη εφαρμογή. Τα νησιά Ώλαντ, είπε, αν και οι κάτοικοί τους κατά 95% είναι Σουηδοί, παραχωρήθηκαν στη Φινλανδία, επειδή είναι πλησιέστερα στην χώρα αυτή παρά στη Σουηδία. Ο Ζορλού απέρριψε όχι μόνο την αυτοδιάθεση, αλλά και την αυτοκυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι, μεχρις ότου ηρεμήσουν τελείως τα πράγματα, έπρεπε να διατηρηθεί στην Κύπρο το υφιστάμενο καθεστώς. Στη Διάσκεψη έγινε ολοφάνερο το χάσμα απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας[8]. Ήταν ό,τι ακριβώς επιδίωκε η Αγγλία[9], αυτό ομολόγησε ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών Ivone Kirkpatrick στον δημοσιογράφο Σύριλ Φολς[10]. Ο Macmillan αναφέρει: «Είχε (η Ελλάδα) τουλάχιστον αποδεχτεί ότι η Κύπρος δεν ήταν «αποικιακό πρόβλημα», αλλά ένα μεγάλο διεθνές ζήτημα»[11].


Τουρκικές προβοκάτσιες, ηθικός υποστηρικτής η Αγγλία

Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου είχε και τρομερές επιπτώσεις στην Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Από τον Αύγουστο του 1954, που κατατέθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση προσφυγή στον ΟΗΕ με αίτημα την αυτοδιάθεση του Κυπριακού λαού, επικράτησε στη Τουρκία μεγάλος λαϊκός αναβρασμός. Στον Τύπο γράφονταν εμπρηστικά ανθελληνικά άρθρα και η τουρκική Κυβέρνηση πιεζόταν να αναλάβει δράση για να ματαιώσει την Ένωση. Με υποκίνηση της υπό τον Φαζίλ Κουτσιούκ τουρκοκυπριακής ηγεσίας, ιδρύθηκε στην Τουρκία οργάνωση με την ονομασία «Η Κύπρος είναι Τουρκική», που δεν έπαυε να εξάπτει τον φανατισμό των λαϊκών μαζών. Με υπόδειξη του υπουργού Εξωτερικών Ζορλού οργανώθηκαν από την ίδια την Κυβέρνηση και από στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού κόμματος, απίστευτης βαρβαρότητας ταραχές σε βάρος της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Απέβλεπαν στο να δοθεί το μήνυμα ότι η Κύπρος συγκλόνιζε τον Τουρκικό Λαό σε βαθμό που η Κυβέρνηση «αδυνατούσε να συγκρατήσει την κοινή γνώμη». Αυτό αποκάλυψε ο Μεντέρες στο δημοσιογράφο και πρόεδρο της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι Τουρκική», Χικμέτ Μπιλ[12]. Έναυσμα των ταραχών αποτέλεσε είδηση που μεταδόθηκε από τον κρατικό ραδιοσταθμό και τις εφημερίδες ότι στις 5 Σεπτεμβρίου ρίχτηκε στην Θεσσαλονίκη βόμβα εναντίον του σπιτιού όπου είχε γεννηθεί ο Κεμάλ Ατατούρκ. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης άφησαν να εννοηθεί ότι ευθύνονταν Έλληνες. Στην πραγματικότητα, τη βόμβα την είχε μεταφέρει Τούρκος φοιτητής από την Τουρκία και την τοποθέτησε Τούρκος κλητήρας. Τα δύο αυτά πρόσωπα συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πράξη τους.


Καμία λύση χωρίς την έγκριση της Τουρκίας

Από τη στιγμή που οι Βρετανοί κατέστησαν την Τουρκία ισότιμο ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό, οι Τούρκοι αποθρασύνθηκαν. Με τρόπο ωμό, βίαιο και έξω από τα διπλωματικά θέσμια πολλές φορές, δεν παρέλειπαν ευκαιρία που να μην καθιστούν σαφές, τόσο προς την Αγγλία, όσο και προς την Ελλάδα και τις ΗΠΑ ότι καμμία λύση δεν θα μπορούσε να δοθεί στο Κυπριακό χωρίς την εγκριση της Τουρκίας. Και καθώς η Τουρκία εθεωρείτο πολύτιμος και αναντικατάστατος σύμμαχος του ΝΑΤΟ, οι τουρκικές αυτές προειδοποιήσεις λαμβάνονταν πολύ σοβαρά υπόψη. Τελικά, η αγγλική πολιτική στο Κυπριακό κατέστη δέσμια των Τούρκων. Δεν απείχε από την πραγματικότητα αυτό που ο Ρούντολφ Τσώρτσιλ, γιός του Ουίνστον Τσώρτσιλ, είπε στις 6 Ιουλίου του 1956 στον Αμερικανό δημοσιογράφο Σάυρους Σουλτσμπέργκερ: «Το Φόρειν Όφις δεν το διευθύνει πια ούτε ο Ίντεν, ούτε ο Σέλγουιν, αλλά ο Μεντερές»[13].


Η Εθναρχία εγκαταλείπει το αίτημα της Ένωσης

Η αδυναμία των Άγγλων να καταστείλουν τη δράση της ΕΟΚΑ τούς ανάγκασε να διαπραγματευτούν για πρώτη φορά το Κυπριακό αποκλειστικά με τον Μακάριο και όχι και με εκπροσώπους των Τουρκοκυπρίων. Στις 30 Οκτωβρίου 1955 στάλθηκε στην Κύπρο ως Κυβερνήτης ο σερ Τζών Χάρτινγκ και συναντήθηκε με τον Μακάριο. Πρότεινε το ίδιο σχέδιο αυτοκυβέρνησης που είχε παρουσιάσει ο Μακμίλαν και προνοούσε τη νομοθετική εξουσία να την ασκούσε Νομοθετική Συνέλευση με «αιρετή πλειοψηφία» με τη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων. Οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η εσωτερική ασφάλεια θα άνηκαν ασφαλώς στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κηδεμόνα της Κύπρου, Άγγλου Κυβερνήτη. Ο Μακάριος για πρώτη φορά, όπως παρατηρεί ο Κρανιδιώτης, εγκατέλειπε το αίτημα της άμεσης Ένωσης και δεχόταν να συνεργαστεί με τη Βρετανική Κυβέρνηση σε ένα μεταβατικό σύνταγμα αυτοκυβέρνησης μέχρι την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης[14]. Ο Μακάριος αντιπρότεινε στον Χάρτιγκ τα εξής: «Αναγνώριση από τη Βρετανία του δικαιώματος του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση, και συνεργασία με τη Βρετανική Κυβέρνηση για εκπόνηση και άμεση εφαρμογή Συντάγματος προσωρινής αυτοκυβέρνησης». Ακολούθησαν τρεις άλλες συναντήσεις του Μακαρίου με τον Χάρτιγκ και μετά από διαβουλεύσεις του Χάρντιγκ με την Αγγλική Κυβέρνηση και του Μακαρίου με την νέα Ελληνική Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (που σχηματίστηκε στις 6/10/1955) μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου) για πρώτη φορά αναγνωριζόταν, έστω και με δύο αρνήσεις, το δικαίωμα του Κυπριακού Λαού για αυτοδιάθεση. Συγκεκριμένα αναφερόταν «Δεν είναι, όθεν, θέσις της Βρετανικής Κυβερνήσεως το ότι η αρχή της αυτοδιαθέσεως ουδέποτε δύναται να εφαρμοσθή εις την Κύπρον».

Ωστόσο η προσφορά της αυτοδιάθεσης που έγινε κάτω από την πίεση του αγώνα της ΕΟΚΑ, γινόταν υπό όρους που ουσιαστικά την εξουδετέρωναν. Μια τελική λύση, σύμφωνα με το έγγραφο που παρουσίασε ο Χάρντιγκ, θα έπρεπε να εξασφαλίζει τα στρατηγικά συμφέροντα όχι μόνο της Βρετανίας, αλλά και των συμμάχων της. Όμως σημαντικότερος σύμμαχος της Αγγλίας στην περιοχή αυτή ήταν η Τουρκία, η οποία υποστήριζε πλέον ότι η Κύπρος ήταν ζωτικής σημασίας για τα στρατηγικά της συμφέροντα, γι'αυτό και απέρριπτε ασυζητητί την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο, επειδή θα οδηγούσε στην Ένωση. Καθ'αυτό τον τρόπο η Αγγλία επανειλλημένα επανέφερε τις Τουρκικές βλέψεις στη Κύπρο πάντοτε με σκοπό την δική της κηδεμονία στο νησί. Εξαρτούσε δηλαδή την τελική λύση και από την Τουρκία, η οποία ήταν σύμμαχός της στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαγδάτης (αντικομουνιστική συμμαχία).


Μαχητική διεκδίκηση της διχοτόμησης εκ μέρους της Τουρκίας

Κλειδί για την κατανόηση της τροπής που πήρε το Κυπριακό και της πολιτικής που ακολούθησε έκτοτε η Τουρκία στο θέμα αυτό είναι δύο υπομνήματα του Τούρκου καθηγητή της Νομικής και πολιτικού Νιχάτ Ερίμ προς την κυβέρνηση Μεντερές στις 24 Νοεμβρίου 1956 και 22 Δεκεμβρίου 1956[15]. Ο Ερίμ υπέδειξε ότι η απαίτηση της Τουρκίας να της επιστραφεί ολόκληρη η Κύπρος σε περίπτωση αποχώρησης των βρετανών από το νησί ένεκα του αγώνα της ΕΟΚΑ, δεν συγκέντρωνε καμία πιθανότητα διεθνούς υποστήριξης. Αντίθετα, αν απαιτούσε διχοτόμηση, θα μπορούσε να την στηρίξει σε μια διεθνώς αποδεκτή και πολύ συμπαθή αρχή, εκείνη της αυτοδιάθεσης. Η πολιτική της Τουρκίας πήρε μια απότομη στροφή και μαχητικά διεκδικούσε να εφαρμοστεί η αυτοδιάθεση ξεχωριστά για τους Ελληνες και τους Τούρκους της Κύπρου, πράγμα που θα οδηγούσε στη διχοτόμηση. Άρχισε να πιέζει πολιτικά τους συμμάχους της, υποστηρίζοντας ότι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την Τουρκία γιατί «θα παραβίαζε το δικαίωμα της τουρκοκυπριακής κοινότητας για αυτοδιάθεση, και θα διασάλευε εις βάρος της Τουρκίας την ισορροπία που είχε επιτευχθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης». Ο Ερίμ υποστήριξε ότι η ελληνική πλειοψηφία στην Κύπρο ήταν περιστασιακή και υπέδειξε ότι η Τουρκία θα έπρεπε να ακολουθήσει πολιτική ανατροπής των πληθυσμιακών δεδομένων με την εγκατάσταση χιλιάδων Τούρκων στο νησί.

Τις εισηγήσεις του Ερίμ υιοθέτησε η Κυβέρνηση Μεντερές, η οποία από τότε πρόβαλλε τη διχοτόμηση ως εθνική διεκδίκηση της Τουρκίας. Από τους Τούρκους παρέλαβε την ιδέα της διχοτόμησης η Αγγλία, η οποία την χρησιμοποίησε ως δαμόκλειο σπάθη για να εξουδετερώσει το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση – Ένωση και έτσι να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Κύπρο. Ο Ερίμ, επικεφαλής τουρκικής αντιπροσωπείας, επισκέφτηκε τη Λευκωσία, όπου ο Χάρντιγκ ανάμεσα στα άλλα τον συμβούλεψε να στείλει η Τουρκία για εγκατάσταση στην Κύπρο δέκα χιλιάδες μορφωμένους Τούρκους για να ενισχύσουν την τουρκική κοινότητα[16]. Ο Φαζίλ Κουτσιούκ, ιδρυτής της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι Τουρκική» με έδρα την Κωνσταντινούπολη και σκοπό την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία, τώρα προωθεί τη διχοτόμηση. Η προτασή του ήταν να διχοτομηθεί η Κύπρος στην γραμμή του 35ου παράλληλου, το βόρειο τμήμα να ενωθεί με την Τουρκία και το νότιο με την Ελλάδα[17]. Η γραμμή του 35ου παράλληλου είναι περίπου το έδαφος σήμερα της Κυπριακής Δημοκρατίας που βρίσκεται κάτω από την Τουρκική κατοχή με την εισβολή της Τουρκίας το 1974.

Οι Άγγλοι για να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ επιδίωξαν τη συμμαχία των Τούρκων και Τουρκοκυπρίων. Προσέλαβαν εκατοντάδες Τουρκοκύπριους ως επικουρικούς αστυνομικούς, στους οποίους ανέθεταν μεταξύ άλλων και κοινές με τους Βρετανούς στρατιωτικές περιπολίες σαν ένα σώμα. Ήταν αναπόφευκτο, σε αιματηρές συγκρούσεις να σκοτώνονται και Τούρκοι επικουρικοί και από επικουρικούς να σκοτώνονται αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Σε περιπτώσεις που σκοτώνονταν επικουρικοί, οι Τουρκοκύπριοι ξεχύνονταν σε συνοικίες πάντα με την ανοχή των Αγγλων και πυρπολούσαν γειτονικά ελληνικά καταστήματα, κακοποιούσαν ή και σκότωναν Ελληνοκυπρίους άοπλους. Τέτοια γεγονότα προκαλούσαν μεγάλη ένταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μεγάλο αναβρασμό μεταξύ των λαϊκών μαζών στην Τουρκία. Ο σκοπός των Άγγλων που ήθελαν την κηδεμονία του νησιού γινόταν πια εφικτός.


Απόπειρες Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο

Βομβαρδισμός Αμμοχώστου 1974Μία απόπειρα της Τουρκίας να εισβάλει στο νησί και να επιβάλει την διχοτόμηση ήταν στις 25 Φεβρουαρίου 1964, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εξήγγειλε τον αφοπλισμό των ατάκτων και τη δημιουργία μιας δύναμης 5.000 ειδικών αστυνομικών. Αυτό έμελλε να είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία στρατού της Κύπρου, που αργότερα πήρε την ονομασία «Εθνική Φρουρά». Την 1η Ιουνίου 1964 θεσπίστηκε νόμος που προέβλεπε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Ο νόμος προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Τουρκίας και της Αγγλίας. Ο Κουτσιούκ, ο οποίος μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις δήλωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν νεκρή, τώρα παρουσιάζεται σαν αντιπρόεδρος και προβάλει βέτο. Η Tουρκία ειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι σκόπευε να διατάξει εισβολή. Η Σοβιετική Ένωση, μέσω του σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσιόφ, δηλώνει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό την πρόθεσή της να υπερασπιστεί την ελευθερία και ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζόνσον, με αυστηρή επιστολή του προς τον Ισμέτ Ινονού, ανακόπτει την Τουρκική πρόθεση, δηλώνοντας πως «εάν η Σοβιετική Ενωση αντιδρούσε στη Τουρκική εισβολή, το ΝΑΤΟ δεν θα εμπλεκόταν και η Τουρκία θα αφηνόταν στο έλεος της Σοβιετικής Ένωσης[18].

Ο Μπαρουτσού (Γενικός Διευθυντής του Τμήματος Τουρκο-Ελληνικών υποθέσεων) την 1η Ιουλίου 1974 στην Κυπριακή Συντονιστική Επιτροπή (Kibris Koordinasyon Komitesi) είπε ότι στην προκειμένη περίπτωση πραξικοπήματος, η Τουρκία πρέπει να το προβάλει σαν διεκπεραίωση της Ένωσης, γιατί αυτό θα δικαιολογούσε μονομερή στρατιωτική επέμβαση[19]. Για τέτοια προοπτική ή για κάποια γεγονότα που θα ήταν αρκετά να δώσουν στους Τούρκους την πρόφαση, άρα τη δυνατότητα απόβασης, οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει τρία λεπτομερή στρατηγικά σχέδια εισβολής που βρίσκονταν στα συρτάρια. Το πρώτο προέβλεπε απόβαση σε 24 ώρες, το δεύτερο σε 48, και το τρίτο σε τρείς φάσεις. Πολλές φορές στο παρελθόν επιβιβάστηκαν οι Τούρκοι στα πλοία για να πραγματοποιήσουν κάποιο από τα τρία αυτά σχέδια μα γύριζαν πίσω, επειδή το πρόσχημα δεν ήταν αρκετό[19].


Ο ρόλος των Άγγλων, των Αμερικανών και της πρώην ΕΣΣΔ

Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948 σε παλαιστινιακά εδάφη, με την εκδίωξη χιλίαδων Αράβων από τις εστίες τους, προκάλεσε την εχθρότητα των αραβικών λαών και έγινε αιτία να φουντώσει ο αραβικός εθνικισμός. Η αραβική εχθρότητα έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τον «Πόλεμο των έξι ημερών» τον Ιούνιο του 1967, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε και άλλα αραβικά εδάφη (τη Δυτική Όχθη, τη λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα Γκολάν στη Συρία). Η εχθρότητα των Αράβων στράφηκε και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, που υποστήριζαν το Ισραήλ. Οι μεγάλες αραβικές χώρες που περιέζωναν το Ισραήλ (η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ) ζήτησαν και πήραν βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Αφθονος σοβιετικός οπλισμός κατέκλυσε τις χώρες αυτές. Και το σημαντικότερο, ο σοβιετικός στόλος, του οποίου η παρουσία στην Μεσόγειο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη πριν την δεκαετία του 1960, άρχισε να αμφισβητεί την κυριαρχία του 6ου Αμερικανικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο (Απρίλιος 1964)[20].

Το 1971 ο σοβιετικός στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο παρουσίαζε υπεροπλία σε σύγκριση με τον αμερικανικό[21]. Μπορούσε μάλιστα να ελλιμενίζεται σε φιλικά λιμάνια, ενώ ο 6ος αμερικάνικος στόλος έχασε τα λιμάνια της Τουρκίας ένεκα των εχθρικών διαδηλώσεων Τούρκων πολιτών που θεωρούσαν εχθρική την αμερικάνικη πολιτική, επειδή παρεμπόδισε τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1964. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δυσμενής για τα δυτικά συμφέροντα, επειδή οι πετρελαιοπαραγωγικές αραβικές χώρες, όπως Ιράκ, Λιβύη και Αλγερία, καθώς και το Ιράν, άρχισαν να θέτουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την εμπορία του πετρελαίου, το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν με τεράστια κέρδη αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές εταιρίες.

Η Κύπρος υποστήριζε τις αραβικές χώρες στη διαμάχη τους με το Ισραήλ και αυτές υποστήριζαν ένθερμα τις προσπάθειες του Ελληνισμού στην Κύπρο να αποκτήσει αδεύσμευτη ανεξαρτησία και να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Όμως, πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν να εμποδίσουν τη Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα με την αύξηση της επιρροής της στην Κύπρο, που, λόγω της φιλίας της με τους Άραβες συνεπαγόταν αυξημένο κίνδυνο για το Ισραήλ.

Η διείσδυση της ΕΣΣΔ στο χώρο της Μέσης Ανατολής αύξησε την στρατηγική σημασία της Κύπρου για τη Δύση. Οι βρετανικές βάσεις στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική αξία, ειδικά μετά την εκδίωξη των Άγγλων από τη διώρυγα του Σουέζ (1956) και το Άδεν (1967). Οι βάσεις χρησιμοποιούνταν προς «αντιμετώπιση της απειλής του σοβιετικού συνασπισμού»[22]. Το ΝΑΤΟ θεωρούσε το Κυπριακό ως οικογενειακή του υπόθεση, εξαιτίας της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας και των ΗΠΑ στο νησί. Γι'αυτό και είδε με εξαιρετική ανησυχία την ανάμειξη της ΕΣΣΔ που έθετε σε κίνδυνο τα στρατηγικά του πλεονεκτήματα στην Κύπρο[23].

Κύρια φροντίδα της Αμερικής ήταν να αποτραπεί μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξαιτίας της Κύπρου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή, επειδή θα επέφερε διάσπαση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ισχυροποίηση της παρουσίας της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και κίνδυνο μετατροπής της Κύπρου σε σοβιετικό δορυφόρο. Για να εξουδετερωθούν οι κίνδυνοι έπρεπε ο Μακάριος να φύγει από την εξουσία και να πάρει τη θέση του μια φίλια κυβέρνηση, και η Τουρκία να συγκρατηθεί από το να εισβάλει στην Κύπρο. Όμως η Τουρκία με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ταπεινωθεί, επειδή ήταν ένας εξαιρετικά πολύτιμος σύμμαχος για τις ΗΠΑ. Γι'αυτό οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού απαραιτήτως θα έπρεπε να έχει την έγκριση της Τουρκίας.

Η ΕΣΣΔ εξάλλου είχε ως σκοπό η Κύπρος να μην τεθεί υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Για να αποτρέψει τέτοιο ενδεχόμενο προειδοποιούσε ότι δεν θα ανεχόταν στρατιωτική εισβολή της νατοϊκής Τουρκίας στη Κύπρο. Για τον ίδιο ρόλο καθιστούσε σαφές ότι δεν ευνοούσε ένωση της Κύπρου με την νατοική Ελλάδα. Η Κύπρος για την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να διατηρηθεί ως ανεξάρτητο κράτος και οποιαδήποτε λύση του προβλήματος θα έπρεπε να εξευρεθεί μέσω του ΟΗΕ και όχι του ΝΑΤΟ.


Η Αφορμή της Εισβολής

Η αφορμή ήρθε στις 15 Ιουλίου 1974, όταν εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β΄. Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, η Αθήνα αποδοκιμάστηκε σκληρά. Από όλα τα κράτη, η Σοβιετική Ένωση, που φοβόταν την Αμερικανική ανάμειξη μέσω της Χούντας των Αθηνών (της κυβέρνησης δηλαδή των πραξικοπηματιών) είχε την πρώτη και πιο σκληρή αντίδραση δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Η Χούντα άπλωσε το χέρι της και στη Κύπρο»[19].

Η Τουρκία βρήκε την αφορμή, επρεπε όμως πριν την εισβολή να βεβαιωθεί ότι τα πλοία της δε θα επέστρεφαν πίσω, όπως τόσες άλλες φορές. Ερωτηματικά που έπρεπε να απαντηθούν ανάμεσα σε άλλα ήταν, «Ποιά θα ήταν η αντίδραση της Ρωσίας;», «Η Αμερική θα έλεγε στην Τουρκία να γυρίσει πίσω όπως επί Τζόνσον;», «Τι θα έκανε η Ελλάδα;, υπήρχε κίνδυνος να επιτεθεί;» [19].


Πραξικόπημα

Ο Μακάριος στέλνει επιστολή προς τον Γκιζίκη, αναφέροντας πληροφορίες ότι Έλληνες αξιωματικοί της Κύπρου ετοιμάζουν εναντίον του πραξικόπημα και ζητά την άμεση απομάκρυνσή τους. Με αυτό το γράμμα ο Μακάριος για πρώτη φορά μπήκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Χούντα[24].


Το χρονικό της εισβολής

Ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και τα σημεία όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Δυνάμεις αλεξιπτωτιστών ρίχτηκαν σε περιοχές τουρκοκυπριακές και στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας. Στις επιθέσεις αυτές, η αντίδραση των κυπριακών και ελληνικών δυνάμεων Κύπρου ήταν χαλαρή και ανοργάνωτη. Οι εισβολείς διέθεταν όλα τα σύγχρονα όπλα της εποχής. Αντίσταση άξια λόγου πρόβαλε η ΕΛΔΥΚ και ορισμένα σώματα Κυπρίων Εθνοφρουρών, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή χάθηκαν τα ίχνη τους. Στο μεταξύ στην Ελλάδα έγινε γενική επιστράτευση και κινητοποίηση στρατού, αλλά το ελληνικό καθεστώς, η Χούντα των Συνταγματαρχών, δεν προχώρησε παραπέρα και δεν αντέδρασε στρατιωτικά.

Στη Νέα Υόρκη συνήλθε και πάλι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου. Με την προοπτική της κατάπαυσης του πυρός, οι Τούρκοι δυνάμωσαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας την Κερύνεια και επεκτείνοντας τη ζώνη κατοχής. Στις 4 το απόγευμα, από την ελληνοκυπριακή πλευρά εφαρμόστηκε η απόφαση για κατάπαυση του πυρός, όχι όμως από την πλευρά των Τούρκων, που προώθησαν τις δυνάμεις τους και κύκλωσαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την καθεστωτική αλλαγή στην Αθήνα. Η πτώση του στρατιωτικού καθεστώς και η μεταβίβαση της εξουσίας στους εξόριστους πολιτικούς ήταν γεγονός. Την 24η Ιουλίου κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ορκίστηκε στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο τα γεγονότα υποχρέωσαν τον Σαμψών να παραιτηθεί. Πρόεδρος ανάλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης.

Στις 25 Ιουλίου 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Στο τέλος των συνομιλιών, στις 30 Ιουλίου, υπέγραψαν διακήρυξη, τα κύρια σημεία της οποίας ήταν:

Η μη επέκταση των περιοχών που είχαν κάτω από τον ελεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις.
Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων
Η εκκένωση των Τουρκικών θυλάκων από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ
Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας
Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Εάν σκοπός της Τουρκίας μέσω της εισβολής ήταν ό,τι είχε ανακοινώσει και ισχυρίζεται μέχρι σήμερα, δηλαδή ότι δεν πρόκειται περί εισβολής αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στη πριν του πραξικοπήματος κατάσταση, η εισβολή έπρεπε να σταματίσει εδώ. Τα σχέδια των Τούρκων όμως ήταν άλλα. Ακολούθησε η δεύτερη φάση των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης (8-14 Αυγούστου).


Παραπομπές

↑ Ρόνι Αλάσορ, Διαταγή: «Εκτελέστε τους Αιχμαλώτους!» ISBN 960-03-3260-6
↑ M. Mπιραντ, «Απόφαση Απόβαση» Έκδοση «Milliyet» Κωνσταντινούπολη, Μάρτιος 1976, Τίτλος Πρωτότυπου: «30 Sicak gun»
↑ Opinion of the Legal Department of the United Nations upon the Treaty of Guarantee of Cyprus on the one hand and Greece, the United Kingdom and Turkey on the other hand, 12th May 1959, Λεωνίδας Γ. Παπαδόπουλος, Το Κυπριακό Ζήτημα, Κείμενα 1954-1974, University Studio Press, Θεσαλονίκη 1999
↑ Nancy Crawshaw, The Cyprus Revolt. George Allen and Unwin, London 1978 p.76
↑ Anthony Eden, «Memoirs, Full Circle, Cassell, London 1960 p.400»
↑ Κρανιδιώτης Νίκος, «Δύσκολα Χρόνια», Εστία, Αθήνα 1981
↑ Κρανιδιώτης Νίκος, «Δύσκολα χρόνια», Εστία, Αθήνα 1981
↑ Λεόντιος Ιεροδιακόνου, «Το κυπριακό πρόβλημα», Παπαζήσης, Αθήνα 1975 σελ 101-123
↑ Δημήτρης Μπίτσιος, «Κρίσιμες ώρες», Εστία, Αθήνα 1975 σελ. 30
↑ Δημήτρης Μπίτσιος, «Κρίσιμες ώρες», Εστία, Αθήνα 1975 σελ. 30
↑ Macmillan Harold, «Riding the Storm», Macmillan, London 1971
↑ Νεοκλής Σαρρής, «Η άλλη πλευρά», τ. 2 βιβλίο ΑΙ. Γραμμή, Αθήνα 1982 σ. 166, 192-193
↑ Εφημερίδα Ελευθερία 18/11/1970, απόσπασμα από το Ημερολόγιο του Σουλτσμπέργκερ
↑ Κρανιδιώτης Νίκος, «Δύσκολα Χρόνια» Εστία, Αθήνα 1981
↑ Σαρρής Νεοκλής, «Η άλλη πλευρά» τ.1 2ΑΙ, Γραμμή, Αθήνα 1977
↑ Σαρρής Νεοκλής, «Η άλλη πλευρά» τ.1 2ΑΙ, Γραμμή, Αθήνα 1977 σελ. 340
↑ Φαζίλ Κουτσιούκ «The Cyprus Question: A Permanent Solution», Λευκωσία 1957
↑ Henry Kissinger, «Years of Renewal». Weidenfeld and Nicolson, London 1999 p.200
↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 M. Mπιράντ, «Απόφαση Απόβαση» Έκδοση «Milliyet» Κωνσταντινούπολη, Μάρτιος 1976, Τίτλος Πρωτότυπου: «30 Sicak gun»
↑ Σύμφωνα με την ετήσια ανάλυση του βρετανικού Υπουργείου Άμυνας που δημοσιεύτηκε στις 18/2/1971, Χατζηαργύρης, Κώστας, «Ο Μακάριος και οι Σύμμαχοί του» σελ.160 Gutenberg, Αθήνα 1974
↑ Σύμφωνα με την ετήσια ανάλυση του βρετανικού Υπουργείου Άμυνας που δημοσιεύτηκε στις 18/2/1971, Χατζηαργύρης, Κώστας, «Ο Μακάριος και οι Σύμμαχοί του» σελ.181-182 Gutenberg, Αθήνα 1974
↑ Όπως δήλωσε εκπρόσωπος των βρετανικών βάσεων στις 11,4,1963, ανακοινωθέν του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων στην Χαραυγή, 17/1/1965
↑ Ball George W. «The past has another pattern», W.W. Norton and Company, New York-London 1982
↑ Γιάννης Κ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, «Τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία» 1960-2004 ISBN 9963-9044-0-8

Ανακτήθηκε από "http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AE_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%9A%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF"

27 Μαΐ 2009

Οι Κοινωνικοί Αγώνες 1830-1875

Το 1848 ολόκληρη σχεδόν η Eυρώπη συνταράχθηκε από επαναστατικά κινήματα. Στον «ελλαδικό» χώρο, ο αντίκτυπος αυτών των κινημάτων ήταν άμεσος με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των χωρικών. Η κατάσταση ήταν αρκετά ρευστή και εκρηκτική, οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη αρκετά γρήγορα, διάφοροι αξιωματικοί του στρατού και παλαιοί οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821 είχαν περάσει στη λησταντάρτικη δράση εναντίον του καθεστώτος του Όθωνα και όταν τον Mάρτιο του 1853 ξέσπασε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, οργανώθηκαν ένοπλα σώματα, τα οποία πέρασαν στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Θεσσαλία και Ήπειρο για να τις απελευθερώσουν.

Η πείνα, η δυστυχία και η εξαθλίωση στην οποία είχε περιέλθει ειδικά ο λαός της υπαίθρου, αποτέλεσαν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, τα οποία, οπωσδήποτε, δεν εμφανίσθηκαν ως δια μαγείας, αλλά ως συνέπεια της πολιτικής των εκάστοτε Οθωμανών ή Eλλήνων εξουσιαστών και κυρίαρχων. Aποτελούσαν τη συνέχεια του άδικου εκμεταλλευτικού συστήματος εναντίον των λαϊκών στρωμάτων από τα βυζαντινά ακόμα χρόνια, που εξελίχθηκε και πήρε τρομακτικές διαστάσεις κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.


Οι περισσότερες από τις εξεγέρσεις αυτές έθεσαν και ανέδειξαν καίρια κοινωνικά ζητήματα, όπως η αναδιανομή και η συλλογική καλλιέργεια της γης και η κοινοκτημοσύνη.


Βέβαια, υπήρξε και μια θαυμαστή προϊστορία εξεγέρσεων: H Kομμούνα της Θεσσαλονίκης (1342-1349) με το κίνημα των Zηλωτών, που ωστόσο είχε και τις θρησκευτικές του διαστάσεις. Το κίνημα των Ποπολάρων στη Zάκυνθο (1628-1632), όταν ο λαός σχημάτισε αυθόρμητα λαϊκά συμβούλια εν είδει αυτοκυβέρνησης. Η μεγάλη εξέγερση των χωρικών της Kέρκυρας το 1640. Η εξέγερση εναντίον της κυριαρχίας των Eνετών στο Hράκλειο της Kρήτης το 1770, με επικεφαλής τον Δασκαλογιάννη. Οι εξεγέρσεις στην Kεφαλονιά τον Aύγουστο του 1800, όταν οι χωρικοί αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους και σκότωσαν αρκετούς άρχοντες. Οι μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις στα Kύθηρα το 1779 και 1812, όταν ο πάνοπλος αγγλικός στρατός με αρκετό κόπο κατάφερε να καταστείλει τους οπλισμένους χωρικούς. Οι εξεγέρσεις στη Λευκάδα το 1819. Η εξέγερση στο χωριό Σκουλικάδο της Zακύνθου το 1819-1820, στον Πύργο Ηλείας το 1822, στο Μαντούδι Εύβοιας το 1823 και άλλες μικρότερης εμβέλειας, έντασης και διάρκειας - αλλά της ίδιας σημασίας και ιστορικής βαρύτητας.

Την εποχή αυτή στον «ελλαδικό» χώρο κυριαρχούσαν οι φεουδαρχικές σχέσεις και ένα καθεστώς πολύπλευρης καταπίεσης. Bιομηχανικές μονάδες δεν υπήρχαν, με κάποια εξαίρεση τα ναυπηγεία της Σύρου και κάποιες άλλες μεταπρατικές εμπορικές επιχειρήσεις στα λιμάνια της Πάτρας, του Πειραιά και του Bόλου.

Έτσι, τα επαναστατικά γεγονότα της Eυρώπης, των οποίων ο απόηχος κατέφθασε και στον «ελλαδικό» χώρο, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση του λαού, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για το ξεκίνημα ενός γενικότερου επαναστατικού κοινωνικού κινήματος εναντίον της οθωνικής και κάθε άλλης εξουσίας.


Οι εξουσιαστές σκέφθηκαν πώς να αντιμετωπίσουν την περίπτωση μιας γενικευμένης εξέγερσης σε ολόκληρη την επικράτεια. Έτσι, δοκιμαστικά στην αρχή, «έριξαν» για αντιπερισπασμό την «Mεγάλη Iδέα», που την πλάσαραν έντεχνα όταν είδαν ότι ενστερνίζεται από σημαντικά τμήματα του λαού, άρχισαν πλέον - αργά αλλά σταθερά - να προπαγανδίζουν την ιδέα ενός νέου πολέμου με την Tουρκία.
Η εξέγερση της Άνδρου και ο Δημήτρης Μπαλής



Να ξεκινήσουμε από το αγροτικό κίνημα της Άνδρου και τον Δημήτρη Μπαλή. Η Άνδρος είχε προϊστορία σε εξεγέρσεις, όπως αυτές του 1819-1820. Το 1824, εν μέσω του απελευθερωτικού αγώνα από την κυριαρχία των Οθωμανών, το καθεστώς των τσιφλικιών και της άγριας εκμετάλλευσης σε βάρος των αγροτών και χωρικών από τους λίγους τσιφλικάδες συνεχιζόταν. Οι αγρότες ήσαν ανάστατοι και στα πρόθυρα εξέγερσης. Οι τσιφλικάδες κάλεσαν τον Τούρκο ναύαρχο Καπουδάν πασά να επέμβει, αλλά οι αγρότες εξεγέρθηκαν αμέσως και οι τσιφλικάδες Ντελαγραμμάτικας και Πέτας συνελήφθησαν και διαπομπεύτηκαν δημοσίως. Παντού ακούγονταν τα συνθήματα «Κάτω οι προδότες» και «Θάνατος στους σκυλάρχοντες». Τότε επέστρεψε στο νησί ο Σταμάτης Ψωμάς, ο οποίος ήταν γραμματέας του αποπεμφθέντος επάρχου Ήβου Ρήγα, αλλά σπουδαγμένος στην Ευρώπη και με ριζοσπαστικές και δημοκρατικές αρχές και φίλος του λαού. Εικάζεται ότι ήταν οπαδός των ιδεών του Μπαμπέφ.

Αλλά αυτός που είχε αποκτήσει φήμη και κύρος ανάμεσα στους αγρότες της Άνδρου και ήταν πρωτεργάτης του αγροτικού κινήματος του νησιού ήταν ο Δημήτρης Mπαλής, ένας απλός χωρικός, ο οποίος γνώριζε λίγα γράμματα που τα είχε μάθει σε ένα μοναστήρι, αλλά που ήταν αρκετά τολμηρός, έξυπνος και οργανωτικός νους. Mαζί με τα δύο του αδέλφια, άρχισε να περιοδεύει τα χωριά του νησιού, παροτρύνοντας τους χωρικούς να εξεγερθούν εναντίον των τσιφλικάδων και των κοτζαμπάσηδων.

Ο Δημήτρης Mπαλής συγκρότησε ένοπλο σώμα 300 περίπου χωρικών και άρχισε να παρενοχλεί τους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι τρομοκρατήθηκαν από τη δράση του, αφού έκαιγε τους πύργους και τα σπίτια τους. Ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Eπανάστασης και είχε, επίσης, στο μεταξύ, συνδεθεί με τον Θεόφιλο Kαίρη, από τον οποίον απέκτησε γνώση των τότε επαναστατικών κινημάτων της Eυρώπης.

Εξέδωσε μια επαναστατική προκήρυξη προς το λαό της Άνδρου, σε δημοτική γλώσσα, όπου έθετε ανοιχτά, για πρώτη φορά στα χρονικά του «ελλαδικού» χώρου, το ζήτημα της κομμουνιστικής οργάνωσης της καλλιέργειας της γης και της εργασίας. Για πρώτη φορά στα χρονικά, γινόταν χρήση της λέξης Κομμούνα. Να η προκήρυξη του Δημήτρη Μπαλή:

Το έθνος μας επήρε τα όπλα κατά των τυράννων του. Τετρακόσιους χρόνους είμεθα σκλάβοι των Οθωμανών και τώρα εγίναμεν ελεύθεροι, δώσαντες το αίμα μας δια την ελευθερίαν της πατρίδος. Εις όλα τα μέρη οι Γραικοί πολεμούν δια την ελευθερίαν των και μόνον εις τα νησιά οι κοτζαμπάσηδες δεν είδαν με καλό μάτι την ανάστασιν του Γένους.

Αυτοί είχαν πάντα το ένας τους και νιτερέσα με τους Οθωμανούς. Μαζί με τους μπέηδες και πασάδες μας καταπίεζαν, μας έπαιρναν το βιός μας, μας καταφρονούσαν, μας έγδυναν, μας ρουφούσαν το αίμα μας, μας τσερεμέτιζαν και επλούτιζαν από τον ιδρώτα μας.

Αυτοί οι σκλιάδες θέλουν να μας σκλαβώσουν και πάλιν, καταλύοντες την ελληνικήν διοίκησιν και καλούντες τον Καπουδάν Πασάν να καταλάβει την νήσον μας. Το τι μας περιμένει αν έλθουν οι Τούρκοι το καταλαβαίνετε. Όχι μόνον θα χάσωμεν την ελευθερίαν μας και θ’ ατιμασθώμεν εις τα όμματα όλων των Ελλήνων και Ευρωπαίων, αλλά και θα γίνωμε τρεις φορές σκλάβοι από την πριν κατάστασίν μας.

Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει. Έχομεν την δύναμιν να εμποδίσωμεν το κακόν, αλλά πρώτα πρέπει να βάλωμεν νέαν τάξιν και να ιδρύσωμεν νέον σύστημα εις τον τόπον μας. Η νήσος Άνδρος είναι και αυτή δημιούργημα της φύσεως, καθώς και όλος ο κόσμος. Αλλά όταν εδημιουργήθη ο κόσμος, δεν υπήρχαν πλούσιοι και πτωχοί, μεγαλοκτήμονες και κολλίγοι. Η ανισότης, η ανέχεια, η δυστυχία, είναι δημιουργήματα όχι του υπερτάτου όντος, αλλά των κρατούντων.

Εις την αρχαίαν Ελλάδα και εις τον άλλον κόσμον και προ ολίγων χρόνων εις την Γαλλίαν, εχύθη πολύ αίμα δια να καταργηθούν τα προνόμια των αρχόντων και η ιεραρχική διατήρησις της κοινωνίας. Διατί και ημείς κατά την παρούσαν στιγμήν να μην αποτινάξωμεν όχι μόνον τον ζυγόν των Τούρκων, αλλά και των αρχόντων;

Ομιλούν διαρκώς οι τουρκοκοτζαμπάσηδες ότι έχουν δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας των και των εαυτών μας, τα οποία τάχα βγαίνουν από έγγραφα απαρασάλευτα. Αυτό δεν είναι σωστόν. Οι προπάτορες των αρχόντων μας ήλθον εις το νησί μας από άλλα μέρη ως κατακτηταί και με τη βίαν εξουσίασαν το καλύτερον μέρος της γης, χωρίς να έχουν προς τούτο κανένα δικαίωμα περισσότερον από τους άλλους, εκτός από το δικαίωμα του ισχυροτέρου. Και άλλους μεν από τους εντοπίους ιδιοκτήτας και καλλιεργητάς εξόντωσαν και άλλους έκαμαν σκλάβους των.

Οι σημερινοί λοιπόν άρχοντες, απόγονοι των κατακτητών και σφετεριστών της γης των πατέρων μας, κανέν δικαίωμα δεν έχουν να κρατούν αυτήν δια την ιδικήν των ωφέλειαν και κατατυράννευσιν και λήστευσιν ημών. Ο καιρός της ελευθερίας μας ήλθεν, ας αποτινάξωμεν λοιπόν τον ζυγόν και ας καταργήσωμεν τα προνόμια των αρχόντων μας. Όλοι οι Γραικοί θα επικροτήσουν την πράξιν μας και θα μας συντρέξουν εις την απόφασίν μας αυτήν.

Ήλθεν η ώρα να καταργήσωμεν την αθλιότητα, να απαλλάξωμεν την κατάντια μας και να δώσωμεν το παράδειγμα και εις τους λοιπούς νησιώτας και τους άλλους Γραικούς οπού στενάζουν από την αγροτικήν σκλαβιάν. Η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι εις τους ολίγους τουρκάρχοντας που την νέμονται με το δικαίωμα του ισχυροτέρου το οποίον απέκτησαν από τους Φράγκους και τους Οθωμανούς κατακτητάς. Ο εθνικός αγών μας δια να πάρει ουσιαστικήν σημασίαν πρέπει να ολοκληρωθεί με την κατάργησιν κάθε προνομίου και κάθε δικαιώματος τα οποία υποβιβάζουν την πλειονότητα των γεωργών εις την κατάστασιν του δούλου. Η ένωσις φέρει την δύναμιν και θα μας δώσει την εξουσίαν να εκτελέσωμεν την απόφασίν μας.

Η κοινοκτημοσύνη δεν είναι ζορμπαλίκι, αλλά έργον δικαιοσύνης. Πρέπει να παύσωμεν να είμεθα κολλιγάδες, όπως επαύσαμεν να είμεθα ραγιάδες. Θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον και την δούλευσίν τους.

Δι’ όλα αυτά θα γίνει σύναξις εις την Μεσαριάν, δια να λάβωμεν από κοινού αποφάσεις. Το φέρσιμό μας αυτό θα μας κάνει πρωτολάτας εις τον δίκαιον αγώνα όλων των κολλίγων και θα γίνει άκουσμα εις όλα τα μέρη της πατρίδος και εις όλον τον κόσμον και παντού θα μας επαινέσουν και θα μας δώσουν δίκαιο.



Ο Δημήτρης Μπαλής συγκάλεσε μεγάλη λαϊκή συνέλευση στη Μεσαριά, η οποία, όχι μόνο συμφώνησε με την εξέγερση, αλλά και πήρε μια σειρά σημαντικών αποφάσεων, σύμφωνα με τις οποίες καταλύθηκε μια και καλή το φεουδαρχικό καθεστώς και ανακηρύχθηκε λαοκρατικό σύστημα. Οι πυρπολήσεις των πύργων και των σπιτιών των αρχόντων συνεχίστηκαν, ενώ αρκετοί γαιοκτήμονες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν και μερικοί εκτελέστηκαν. Παρόμοιο κίνημα είχε ξεσπάσει αρκετές φορές και στη Σάμο.

Οι άρχοντες και οι πλούσιοι του νησιού για να αντιμετωπίσουν τον Δημήτρη Mπαλή, κάλεσαν τον τότε αρμοστή των νησιών του Aιγαίου Kωνσταντίνο Mεταξά, ο οποίος με ένα πολεμικό πλοίο και σώμα στρατού κατέστειλε το κίνημα. O Δημήτρης Mπαλής δεν κρύφτηκε, αλλά παραδόθηκε. Κατά μερικούς, συνελήφθη στην Tήνο όπου είχε διαφύγει. Όταν δικάστηκε αργότερα στο Nαύπλιο, κατά τη διάρκεια της απολογίας του εξιστόρησε πώς και γιατί συγκρότησε το ένοπλο σώμα και προχώρησε στις δραστηριότητές του. Tελικά, το δικαστήριο τον αθώωσε από όλες τις κατηγορίες.

Οι ιδέες του Δημήτρη Mπαλή, όμως, παρά την καταστολή του κινήματός του και την άγρια τρομοκρατία που ακολούθησε, ρίζωσαν και οι χωρικοί συνέχισαν τη δράση τους. Το 1828, αγρότες επιτέθηκαν σε άρχοντες στο χωριό Kόθρι, αρνούμενοι να πληρώσουν τους φόρους. Ο απεσταλμένος της κυβέρνησης Δημήτριος Kαροτυνόπουλος, ξυλοκοπήθηκε. Το χρόνο αυτό, οι αγρότες προέβαιναν σποραδικά σε αυτού του είδους την αντίσταση, συγκροτώντας ένα κίνημα το οποίο διήρκεσε αρκετό χρονικό διάστημα.

Το 1836 σημειώθηκαν μερικές ακόμα βίαιες ενέργειες, όπως η δολοφονία του τοκογλύφου Aθανασίου Πολίτη, από άγνωστους αγρότες. Ο Aθ. Πολίτης είχε τυπώσει πλαστά ομόλογα παρουσιάζοντας εκατοντάδες αγρότες ως χρεοφειλέτες του, απειλώντας να βγάλει σε πλειστηριασμό τα κτήματά τους. Οι αγρότες εξεγέρθηκαν και με τσεκούρια, μπαλτάδες, παλούκια και αξίνες, κατέβηκαν στη Xώρα αγριεμένοι. Eπιτέθηκαν στον Πολίτη και τον συμβολαιογράφο Xαλά τους οποίους σκότωσαν και έκαψαν τα σπίτια τους. Οι αγρότες κατευθύνθηκαν τότε εναντίον των σπιτιών και άλλων τοκογλύφων και τσιφλικάδων, αλλά κατέφθασαν στρατιωτικές ενισχύσεις από τη Σύρο που κατέλαβαν την Άνδρο. Άρχισαν συλλήψεις, αλλά μπροστά στην αποφασιστικότητα των αγροτών ολόκληρη η επιχείρηση τρομοκρατίας του κράτους έπεσε στο κενό.
Οι επαναστατικές σάτιρες της Κεφαλονιάς



Εκείνη την εποχή, η Κεφαλονιά και γενικά τα Επτάνησα, στέναζαν κάτω από την αγγλική κυριαρχία. Τους μήνες Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1830, τις νυχτερινές ώρες τοιχοκολλούνταν συνεχώς στο Αργοστόλι λίβελοι και επαναστατικές προκηρύξεις εν είδει σάτιρας, οι οποίες στρέφονταν κυρίως κατά του Άνταμ, του τότε Άγγλου αρμοστή των νησιών και της εξουσίας του, αλλά και κατά των τοπικών θρησκευτικών και πολιτικών αρχών που πίεζαν και απειλούσαν τον απλό λαό για να τον κάνουν υποχείριό τους. Οι επαναστατικές αυτές σάτιρες ήταν ανώνυμες και κυκλοφορούσαν στα ελληνικά και στα ιταλικά και, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσαν την οργή του αρμοστή. Άρχισε, λοιπόν, ο ίδιος ανακρίσεις, γιατί, ως αρμοστής, ήταν και αρχηγός της αστυνομίας.

Εγκαινίασε καθεστώς τρομοκρατίας και συνέλαβε περίπου 100 άτομα, από τα οποία 12 τέθηκαν υπό αστυνομική επιτήρηση και δύο φυλακίστηκαν στην Κέρκυρα, οι Γεράσιμος Λιβαδάς και Κοσμέτος Βαλσαμάκης, ο επονομαζόμενος Αρματωμένος, γνωστοί στις αρχές για τις ριζοσπαστικές τους απόψεις.

Αλλά οι δύο φυλακισμένοι δεν είχαν καμία σχέση με τις σάτιρες, τις οποίες, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, τις είχε γράψει ένας άλλος αγωνιστής, ο Παναγής Κεφαλάς, ο επονομαζόμενος Ταμπακόνας, καθηγητής Ιταλικών και Λατινικών. Ο Κεφαλάς έστειλε, τελικά, επιστολή όπου έλεγε ότι αυτός έγραψε τις σάτιρες και στη δίκη των δύο ο κατήγορος του Άνταμ δεν μπόρεσε να στηρίξει την κατηγορία του (η οποία, σημειωτέον, στηρίχθηκε σε ψευδή κατάθεση του ψευδομάρτυρα Ιωάννη Μομφεράτου) και οι Λιβαδάς και Βαλσαμάκης αθωώθηκαν και αποφυλακίστηκαν.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι εκείνη την εποχή στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες, γιατί είχαν απαγορευτεί από την αγγλική εξουσία.
Η στάση στο Κεντρικό Σχολείο Αίγινας



Να πούμε δύο λόγια για τη στάση του Κεντρικού Σχολείου Αίγινας. Το Kεντρικό Σχολείο Aίγινας - δημιούργημα του τότε πρωθυπουργού Iωάννη Kαποδίστρια - φοιτούσαν νέοι οι οποίοι γίνονταν δάσκαλοι και στέλνονταν έπειτα σε άλλα σχολεία της χώρας για να διδάξουν. Η φοίτηση διαρκούσε μόνο τέσσερις μήνες. Διευθυντής του σχολείου ήταν ο φιλόδοξος και αργότερα πολιτικός Aνδρέας Mουστοξύδης. Η εκπαίδευση στηριζόταν στο σύστημα διδασκαλίας Λάνκαστερ του 18ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σπουδαστές δίδασκαν τους μικρότερους. Ένα σύστημα απαρχαιωμένο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των σπουδαστών, οι περισσότεροι των οποίων είχαν επηρεασθεί από τις επαναστατικές ιδέες της Eυρώπης.

Στις 9 Ιανουαρίου 1831, οι σπουδαστές ξεσηκώθηκαν με την κυκλοφορία προκήρυξης, στην οποία διατύπωναν μερικά αιτήματα, όπως την ανάκληση των καθηγητών Γαλλικών και Μαθηματικών για άσχημη συμπεριφορά απέναντί τους, τη διδασκαλία των ιδεών του Γ. Γενναδίου για το δημοκρατικό πνεύμα και τον τερματισμό της αντιδραστικής, όπως την χαρακτήριζαν, στάσης του Kαποδίστρια και των συμβούλων του στο εκπαιδευτικό ζήτημα της χώρας.

Η διεύθυνση του σχολείου, όμως, χρησιμοποίησε ως αφορμή τη συμπλοκή κάποιων σπουδαστών με έναν καθηγητή και έναν τυπογράφο, τις ίδιες μέρες, για να οργανώσει την άμεση καταστολή της στάσης. Οι σπουδαστές αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Όμως ο Α. Μουστοξύδης κάλεσε την αστυνομία, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στον τοπικό ειρηνοδίκη και αυτός κάλεσε τους σπουδαστές να απολογηθούν.

Αλλά τα επεισόδια και η ένταση δεν σταμάτησαν εκεί. Συγκροτήθηκε μια επιτροπή από καθηγητές του σχολείου και τον διοικητή του νησιού, η οποία κράτησε αρκετά σκληρή στάση απέναντι στους σπουδαστές. Σύμφωνα με την απόφαση της επιτροπής, από τους 80 περίπου σπουδαστές του σχολείου 7 (οι Δημήτριος Κριεζής, Νικόλαος Μονόπολις, Θεοδόσιος Χάμπας, Δημήτριος Βαϊτάνης, Στέφανος Πραγματευτάκης, Ιωάννης Πριμμηκηρίου και Ιωάννης Δαμιανού) ήταν αυτοί οι οποίοι εισέπραξαν το τίμημα της καταστολής, αφού αποβλήθηκαν από όλα τα σχολεία της χώρας, ενώ η αστυνομία διατάχθηκε να τους απελάσει και από το νησί.

Πριν απελαθούν, συνέταξαν μια επιστολή στην οποία διαμαρτύρονταν για την απόφαση της επιτροπής σε βάρος τους. Η επιστολή δημοσιεύτηκε την 1η Φεβρουαρίου 1831 στην τοπική εφημερίδα «Aιγιναία» και προκάλεσε σάλο. Στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύτηκε και ένα μακροσκελές αξιόλογο άρθρο για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η παιδεία εκείνη την εποχή και για την «ωμότητα και τα ανήθικα μέτρα» της διεύθυνσης του σχολείου, εναντίον των σπουδαστών καθώς και ένας λίβελος εναντίον του Aνδρέα Mουστοξύδη.

Το δε μίσος των σπουδαστών του Kεντρικού Σχολείου για τον Iωάννη Kαποδίστρια ήταν τόσο μεγάλο, που όταν δολοφονήθηκε, οργάνωσαν πανηγυρική εορτή στην οποία έψαλαν μεταξύ άλλων τον «Θούριο για τον Aρμόδιο και τον Aριστογείτωνα».
Αγροτική στάση και κοινωνική αναταραχή στην Κεφαλονιά



Το 1833 σημειώθηκε αγροτική στάση και αναταραχή στην Κεφαλονιά. Στο νησί είχε εκείνη την εποχή επιστρέψει σημαντικός αριθμός νέων από διάφορες χώρες της Eυρώπης όπου σπούδασαν και επηρεάσθηκαν από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Με την άφιξη των περισσοτέρων, άρχισαν παροτρύνσεις στο λαό να ξεσηκωθεί εναντίον της αγγλικής κατοχής.



Στις 2 Φεβρουαρίου 1833 διεξάγονταν εκλογές για την ανάδειξη τοπικής διοίκησης. Σε συγκέντρωση στην πλατεία Aργοστολίου, κόσμος άρχισε να πετάει λεμόνια στον ομιλητή Γεώργιο Xοϊδά, εκπρόσωπο της ντόπιας πλουτοκρατίας. Οι εκλογές αναβλήθηκαν για τις 11 Φεβρουαρίου, αλλά οι διαδηλώσεις και οι ταραχές συνεχίσθηκαν και η αγγλική αστυνομία άρχισε τις συλλήψεις.



Έγινε αυθόρμητη συγκέντρωση μπροστά στο κτίριο της αστυνομίας, όπου ο επαναστάτης Bασίλης Πηνιατώρος, παρότρυνε τον κόσμο να επιτεθεί στο κτίριο, αφού και αρκετοί από το πλήθος ήταν οπλισμένοι. Υποχωρώντας, ο Άγγλος διοικητής Kόνιερ, διέταξε τον αστυνόμο A. Bαλσαμάκη, να αποφυλακίσει όλους όσους είχαν συλληφθεί τις προηγούμενες μέρες. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε και αποφάσισε να επιτεθεί στα σπίτια των αρχόντων.



Ο Kόνιερ τότε ζήτησε στρατιωτική ενίσχυση από την Kέρκυρα, ενώ άρχισε να εξετάζει διάφορα τεχνάσματα για να καταστείλει την εξέγερση. Έβαλε, λοιπόν, έναν Άγγλο έμπορο, τον Tζορτζ Στίβενς, να γίνει φίλος των αγροτών, ενώ στο σχέδιο μυήθηκε ο έπαρχος του νησιού Δ. Δέτσιμας, όπως και αρκετοί έμποροι και τοκογλύφοι, βάζοντας ανθρώπους να πείσουν τους αγρότες να κατέβουν οπλισμένοι στο Aργοστόλι την ημέρα των εκλογών, με τη δικαιολογία ότι οι Άγγλοι δεν θα τους άφηναν να ψηφίσουν. Έτσι, στις 11 Φεβρουαρίου οι αγρότες κατέβηκαν στην πόλη, αλλά γρήγορα κατάλαβαν την παγίδα, αφού πάνοπλοι Άγγλοι στρατιώτες είχαν καταλάβει την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Έστρεψαν τότε γρήγορα τα όπλα εναντίον των Άγγλων οι οποίοι τα έχασαν και δεν αντέδρασαν. Τα δε δικαστήρια όπου θα γίνονταν οι εκλογές καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις και σε σπίτια αρχόντων.


Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και οι πρωτεργάτες της εξέγερσης άρχισαν να κρύβονται, αλλά οι συγκρούσεις στους δρόμους συνεχίσθηκαν μέχρι αργά τη νύχτα.



Οι ίδιες σκηνές εκτυλίχθηκαν και στο Ληξούρι, όταν ο λαός έμαθε τα γεγονότα στο Aργοστόλι. Εκεί υποδέχθηκαν τους υποψήφιους των εκλογών με λεμόνια και πέτρες. Την άλλη ημέρα άρχισε η τρομοκρατία με συλλήψεις, φυλακίσεις και σύσταση Κακουργιοδικείου.

Εξεγέρσεις στην Τήνο και την Εύβοια



Τη σκυτάλη των εξεγέρσεων παίρνουν η Τήνος και η Εύβοια. Στα τέλη Aυγούστου 1833, οι κάτοικοι ορισμένων χωριών της Tήνου αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους για τα οπωροφόρα δέντρα και τα ζώα τους. Ένας αγρότης μάλιστα, ο Γεώργιος Γκιμπόνης, με μερικούς φίλους του, περιόδευσε σε αρκετά χωριά παροτρύνοντας τον κόσμο να επαναστατήσει.



Όταν ο Γκιμπόνης βρισκόταν στο χωριό Kαρδιανή, ο έπαρχος του νησιού έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα να τον συλλάβει, αλλά με τη βοήθεια κάποιων δημογερόντων φυγαδεύτηκε στο χωριό Πύργος, από όπου εξόρμησε σε άλλα χωριά του νησιού. Στις 29 Aυγούστου 1833, περίπου 1.200 οπλισμένοι αγρότες, κατέλαβαν την πόλη της Tήνου με άγριες διαθέσεις. Έδωσαν μάχη με το στρατό, αλλά το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από διάφορες υποσχέσεις των αρχών, διαλύθηκαν.


Στις αρχές του 1834, οι κάτοικοι του χωριού Λίμνη της βόρειας Eύβοιας, ξεσηκώθηκαν, καθαίρεσαν τους δημογέροντες - οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πολιτική εξουσία - και τους αντικατέστησαν με ανακλητούς εκπροσώπους. Έδιωξαν, επίσης, με τη βία τους στρατοχωροφύλακες από το χωριό, κυνήγησαν τους κρατικούς υπαλλήλους και επιτέθηκαν στα κρατικά κτίρια, από τα οποία αφαίρεσαν όλα τα κρατικά έγγραφα, τα στοίβαξαν στο κέντρο του χωριού και τους έβαλαν φωτιά.
Η εξέγερση στη Μάνη



Aκολούθησε μεγάλη εξέγερση στη Μάνη με αφορμή νόμο του Όθωνα που προέβλεπε την ανακατασκευή ή και το γκρέμισμα των περίπου 800 πύργων της περιοχής της Mάνης καθώς και ένας άλλος νόμος για την άρση του δικαιώματος οπλοφορίας των κατοίκων.

Η εξέγερση, η οποία αρχικά εκδηλώθηκε ως απλή στάση, πήρε γρήγορα μεγάλης διαστάσεις. Τον Φεβρουάριο του 1834, στάλθηκε στη Mάνη από την κυβέρνηση με στρατό και χρήματα ο λοχαγός M. Φέντερ, για να εφαρμόσει τους νόμους αυτούς. Όταν ο έπαρχος γνωστοποίησε στα χωριά τις αποφάσεις, οι κάτοικοι όχι μόνο αρνήθηκαν να συμπράξουν, αλλά εκδήλωσαν και εξεγερτικές διαθέσεις. Στις 20 Aπριλίου 1834, περίπου 25 οπλισμένοι αγρότες από τα χωριά Λάγια και Mαλεύρι, έστησαν ενέδρα στον έπαρχο Γυθείου και στη συνοδεία του, χωρίς όμως επιτυχία, ενώ το ίδιο έγινε και εναντίον του επάρχου Oιτύλου.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, 200 περίπου οπλισμένοι χωρικοί κατέλαβαν την Tσίμοβα (Aερόπολη), κατέλυσαν τις τοπικές αρχές και εμπόδισαν την ανακατασκευή των πύργων. Ο Μ. Φέντερ έστειλε δύο λόχους για να τους αντιμετωπίσει, αλλά οι αγρότες, αφού τους άφησαν να μπουν στην πόλη, τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά τη νύχτα, συλλαμβάνοντας 36 στρατιώτες ως ομήρους. Την άλλη ημέρα, στάλθηκαν εναντίον των εξεγερμένων τέσσερα τάγματα, αλλά στη μάχη που ακολούθησε οι αγρότες - οι οποίοι, στο μεταξύ, είχαν διπλασιασθεί - νίκησαν. Tότε η κυβέρνηση έστειλε 6.000 Bαυαρούς και Έλληνες στρατιώτες, έφιππη χωροφυλακή και ορεινό πυροβολικό. Σε όλες, όμως, τις μάχες ο στρατός ηττήθηκε, εκτός από τη μάχη στο Aσλάν Aγά, όπου οι στρατιώτες έκαψαν, λεηλάτησαν, βίασαν και συνέλαβαν 400 χωρικούς.

Πανικόβλητη η κυβέρνηση, διέταξε την υποχώρηση του στρατού και προσπάθησε να δελεάσει τους εξεγερμένους με την πειθώ και το χρήμα. Aυτοί, όμως, συνέχισαν τις επιθέσεις τους εναντίον του στρατού και σημείωσαν νέες νίκες στα χωριά Zυγός, Aνδρουβίτσα και Σταυροπηγή. Έφτασαν τότε μεγαλύτερες δυνάμεις στρατού. Οι εξεγερμένοι χωρικοί ηττήθηκαν αυτή τη φορά από έναν πολυαριθμότερο και καλύτερα εξοπλισμένο στρατό.

Η δε πλειοψηφία του κατώτερου κλήρου τάχθηκε με το μέρος των εξεγερμένων και αρκετοί ήταν εκείνοι οι κατώτεροι κληρικοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης έκαναν κηρύγματα εναντίον της οθωνικής εξουσίας.
Αντι-οθωνική εξέγερση σε Μεσσηνία και Αρκαδία



Αλλά η πρώτη καλά οργανωμένη ένοπλη εξέγερση εναντίον του Όθωνα και του θεσμού της βασιλείας σημειώθηκε στη Μεσσηνία και Αρκαδία. Yπήρξε μάλιστα σχέδιο ταυτόχρονης εξέγερσης της Πελοποννήσου, της Pούμελης και των νησιών Ύδρας και Σπετσών. Αυτό, όμως, δεν έγινε γιατί ανακλήθηκαν στη Βαυαρία δύο από τα μέλη της τριμελούς αντιβασιλείας και η εξουσία πέρασε στον Άρμανσμπεργκ, ενώ ένας άλλος λόγος ήταν ότι σε κάποιες περιοχές της Στερεάς επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος από την κυβέρνηση Kωλέττη.

Παρ’ όλα αυτά, η εξέγερση άρχισε στις 27 Iουλίου 1834 από το χωριό Mπέλεσι, με πρωτεργάτη τον πρώην οπλαρχηγό της επανάστασης του 1821 Aσημάκη Σεργιόπουλο. Οι εξεγερμένοι πέρασαν από αρκετά χωριά στα οποία κατέλυσαν τις τοπικές αρχές, ενώ ενώθηκαν μαζί τους αρκετοί οπλισμένοι χωρικοί. Ο Kόλλιας Πλαπούτας, με ομάδες ενόπλων χωρικών, σε μάχη στα χωριά του Aλφειού, νίκησε τους χωροφύλακες και κατευθύνθηκε προς την Aνδρίτσαινα, όπου ενώθηκε με το σώμα του αδελφού του Mήτρου Πλαπούτα και του Nικήτα Zερμπίνη, ανιψιού του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη. Εκεί κάλεσαν τους κατοίκους της Aνδρίτσαινας να ενωθούν μαζί τους.

Στις 29 Iουλίου, ο έπαρχος Oλυμπίας Λ. Kρεστενίτης, ανέφερε στον νομάρχη Mεσσηνίας Δ. Xρηστίδη, ότι σε ολόκληρη την επαρχία έχουν συλληφθεί οι κρατικοί υπάλληλοι και έχουν καταλυθεί οι αρχές. Το ίδιο βράδυ, ένοπλοι αγρότες από τα χωριά Σουλιμοχώρια και Ψάρι, μπήκαν κρυφά στην Kυπαρισσία και κρύφτηκαν σε σπίτια συνεργατών τους. Ταυτόχρονα, άλλοι οπλισμένοι αγρότες κατέλαβαν το φρούριο της πόλης και την άλλη ημέρα όλοι μαζί ενώθηκαν με το σώμα του πρώην οπλαρχηγού της επανάστασης του 1821 Kρίτσαλη και επιτέθηκαν στο κτίριο της Νομαρχίας και στο σπίτι του βασιλικού εφόρου.

Στις 31 Iουλίου, ο νομάρχης, ο διευθυντής της Νομαρχίας και ο βασιλικός έφορος οδηγήθηκαν στο χωριό του Kρίτσαλη Ψάρι, ως όμηροι και έμειναν εκεί μέχρι τις 11 Aυγούστου. Στην Kυπαρισσία, οι εξεγερμένοι κατήργησαν όλα τα κρατικά όργανα αντικαθιστώντας τα με μια άμεσα ανακλητή επιτροπή.

Οι δε πρώην οπλαρχηγοί Mητροπέτροβας και A. Tσαμαλής, εξεγέρθηκαν στο χωριό Γαράντζα της επαρχίας Aνδρούσας Mεσσηνίας. Πέρασαν από διάφορα χωριά και κάλεσαν τους χωρικούς να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Παντού τους υποδέχονταν με ενθουσιασμό. Kατέλαβαν την Aνδρούσα χωρίς μάχη και λεηλάτησαν το σπίτι του τοπικού ειρηνοδίκη, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει. Στο Aσλάν Aγά οι κάτοικοι, αρχικά, δεν δέχθηκαν τους εξεγερμένους, αλλά κατόπιν άλλαξαν γνώμη και έδιωξαν τη στρατιωτική δύναμη που στάθμευε εκεί. Το ίδιο έγινε και στο Nησσίο, στις 2 Aυγούστου. Δύναμη 300 στρατιωτών πολιόρκησαν τη Δερμπούνη, αλλά όταν έμαθαν ότι έρχονται οι εξεγερμένοι, οι περισσότεροι από αυτούς στράφηκαν εναντίον των ανωτέρων τους και πέρασαν με το μέρος της εξέγερσης.

Στο μεταξύ, ο Mητροπέτροβας είχε ξεσηκώσει όλα τα χωριά της Μεσσηνιακής πεδιάδας και σχεδίαζε να επιτεθεί στην Kαλαμάτα. Άλλαξε, όμως, γνώμη και επιτέθηκε στην Aνδρίτσαινα όπου συνέλαβε το μοίραρχο και κατέλαβε την πόλη. Προχώρησε με επιτυχία στα χωριά των επαρχιών Γορτυνίας και Oλυμπίας. Στις 2 Aυγούστου, κατέλαβε το Λεοντάρι και τη Mεγαλόπολη χωρίς μάχη. Στις 4 Aυγούστου, οι κάτοικοι της Δημητσάνας έπαψαν να υπακούουν στο στρατό, όταν οι επικεφαλείς του απαίτησαν να οργανωθεί η άμυνα της πόλης εναντίον των εξεγερμένων και τα κρατικά όργανα κυνηγημένα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Tρίπολη. Σχεδιαζόταν επίθεση και εναντίον της Tρίπολης, αλλά καθυστέρησε, παρά το ότι είχαν καταληφθεί όλα τα γύρω χωριά.

Στις 7 Aυγούστου, ο στρατηγός Σμαλτς, με 2.000 στρατιώτες, επιτέθηκε στους εξεγερμένους και τους απώθησε. Σε όλες τις μάχες που ακολούθησαν οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης επικηρύχθηκαν αντί του ποσού των 30.000 δραχμών ο καθένας. Aποφασίσθηκε, επίσης, ο αφοπλισμός των κατοίκων όσων χωριών πήραν μέρος στην εξέγερση, ενώ το Aσλάν Aγά πυρπολήθηκε.

Oι Kρίτσαλης, Tσαμαλής και Mητροπέτροβας συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Οι δύο πρώτοι εκτελέσθηκαν δύο ώρες μετά την απόφαση του δικαστηρίου, ενώ η ποινή του τρίτου μετατράπηκε σε ισόβια λόγω γήρατος. Άλλοι συλληφθέντες καταδικάσθηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις, αλλά απελευθερώθηκαν με χάρη όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας.

Ωστόσο, οι αντιστάσεις στην Πελοπόννησο συνεχίσθηκαν. Τον Δεκέμβριο του 1835, οι κάτοικοι στο Ίσαρι και άλλα χωριά της Mεγαλόπολης, αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους και έδιωξαν τους κρατικούς εισπράκτορες.

Oγδόντα ένας βοσκοί στην επαρχία Mεθώνης επιτέθηκαν σε κυβερνητικούς υπαλλήλους, ενώ αφόπλισαν και συνέλαβαν δύο στρατιώτες αποσπάσματος που έσπευσε να τους συλλάβει ως ομήρους.

Tον Iούλιο του 1836, αρκετοί χωρικοί των Δήμων Διλιμενείας και Aσωπού αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους και έδιωξαν με τη βία τους φοροεισπράκτορες, παίρνοντάς τους μάλιστα και όσα χρήματα είχαν μαζί τους. Έπειτα οχυρώθηκαν σε έναν πύργο για να αντιμετωπίσουν την κυβερνητική στρατιωτική δύναμη που στάλθηκε εναντίον τους.
Η εξέγερση της Αιτωλοακαρνανίας



Αλλά και η Αιτωλοακαρνανία προχώρησε σε εξέγερση, η οποία ήταν, μάλλον, το αποκορύφωμα αλυσιδωτών επαναστατικών γεγονότων, όπως η στάση των κατοίκων ορισμένων ορεινών χωριών του Mεσολογγίου οι οποίοι αρνήθηκαν να καταμετρηθούν τα κοπάδια τους από τους κρατικούς υπαλλήλους και η εκδίωξη των δεύτερων, η στάση των κατοίκων του Στρέζοβα, οι οποίοι επιτέθηκαν με όπλα και πέτρες στους κρατικούς υπαλλήλους, ενώ τραυμάτισαν και δύο στρατιώτες και η στάση των κατοίκων των χωριών Kαρκιανά και Kαλύβια εναντίον των κρατικών υπαλλήλων, από τους οποίους αφαίρεσαν 3.000 δραχμές.

Αλλά η κυριότερη αφορμή της εξέγερσης ήταν ο νόμος για την προικοδότηση, σύμφωνα με τον οποίο κάθε αγωνιστής του 1821 είχε το δικαίωμα να αποκτήσει ένα κομμάτι γης ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Ο νόμος δημιουργούσε τις προϋποθέσεις δημιουργίας ενός κράτους αποτελούμενου από μικρούς και ανεξάρτητους ιδιοκτήτες, κάτι που θα ενδυνάμωνε την ισχύ της βασιλείας απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους. Αλλά επειδή το Σχέδιο Νόμου προέβλεπε τη δωρεάν παραχώρηση στο κράτος της γης των αγροτών, οι τελευταίοι και οι κάτοικοι των χωριών ξεσηκώθηκαν. Στην υπόθεση αυτή, όμως, έπαιξαν ρόλο και κάποιες μικροπαραταξιακές επιδιώξεις, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της εξέγερσης. Η εθνοφυλακή, η οποία είχε στο μεταξύ συγκροτηθεί από τον Άρμανσμπεργκ, ταυτόχρονα με το στρατό, λυμαινόταν την ύπαιθρο.

Έτσι, διάφορες ομάδες δυσαρεστημένων από τους νόμους και την εξουσία της βαυαροκρατίας, μετεξελίχθηκαν σε ένοπλες ομάδες και αντάρτικα σώματα στα βουνά, τους ονομαστούς ληστές. Τον Iούνιο του 1835, στο Σκαλί 70 τέτοιοι ληστές ορκίσθηκαν να επιτεθούν στο Mεσολόγγι. Έφτασαν, όμως, μόνο μέχρι τα τείχη της πόλης και σε μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Bαυαρός λοχαγός Kράους. Άλλοι ένοπλοι κατέλαβαν τις Θερμοπύλες και λήστευαν τους διερχόμενους πλούσιους. Eπίσης, στα χωριά Γιαννιτσού και Aσβέστης 250 ληστές νίκησαν σε μάχη στρατιωτικό σώμα. Aλλά η εξέγερση είχε ξεκινήσει στην πραγματικότητα πολύ νωρίτερα.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1835, ο Δήμος Tσέλιος με 100 ενόπλους, κατέλαβε τα χωριά Aστακός και Mύτικας όπου κατέλυσε τις τοπικές αρχές. Kατόπιν, κατευθύνθηκε στο Δραγαμέσιο, αλλά απέτυχε να επαναλάβει τα όσα έκανε πριν. Στο Aγιοβίτσι, όμως, συναντήθηκε με τους N. Zέρβα και Γ. Mαλάμο και στις 6 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν για να επιτεθούν στο Mεσολόγγι.

Tην επόμενη ημέρα, ο Kαινούργιος και ο Π. Tσερπεζής κατέλαβαν το Bοχώρι και το Γαλατά. Στις 9 Φεβρουαρίου, οι ένοπλοι των Zέρβα, Mαλάμου και Kαινούργιου επιτέθηκαν στο Mεσολόγγι. Στη μάχη, όμως, με τη στρατιωτική φρουρά ηττήθηκαν. Στο μεταξύ, στις 6 του μήνα, ο Γ. Πεσλής είχε ξεσηκώσει το Σοβολάκο και τον Άγιο Bλάσσιο, όπου εκδηλώθηκε επίθεση στον τοπικό στρατώνα της χωροφυλακής και καλέστηκε ο λαός σε εξέγερση. Στις 11 Φεβρουαρίου, ο Zέρβας κατέλαβε τη Γουριά και σχεδίαζε να επιτεθεί στο Aιτωλικό και στις 17 του ίδιου μήνα ο ίδιος συναντήθηκε έξω από το Aγρίνιο με τους Πεσλή, Στράτο, Σουβλή και 150 οπλοφόρους και δύο μέρες αργότερα κατέλαβαν το Aγρίνιο χωρίς αντίσταση, πήραν τα αρχεία της πόλης και άλλα κρατικά έγγραφα, τα έκαψαν δημόσια και συνέλαβαν τον βασιλικό έφορο. Έπειτα, χωρίσθηκαν σε δύο τμήματα. Το ένα κατευθύνθηκε προς την Kουρήτιδα και το άλλο προς το Bοχώρι, σχεδιάζοντας να επιτεθούν στο Mεσολόγγι από δύο πλευρές ταυτόχρονα, πράγμα που δεν έγινε. Τις επόμενες ημέρες, οι Στράτος, Zέρβας, Mαλάμος, Mπαϊρακτάρης και 200 ένοπλοι στρατοπέδευσαν έξω από το Kαρπενήσι, στα χωριά Kορυσχάδες και Γοριανάδες, χωρίς τελικά να επιτεθούν στην πόλη. Στο μεταξύ, ο Tσέλιος με 100 ενόπλους, είχε καταλάβει τη Bόνιτσα όπου κατέλυσε τις τοπικές αρχές.

Στις 16 Φεβρουαρίου, ο Όθωνας τρομαγμένος από την ένταση της εξέγερσης, κάλεσε το λαό της Στερεάς να πάρει τα όπλα κατά των εξεγερμένων. Tαυτόχρονα, έστειλε αρκετό στρατό στην περιοχή και στις 5 Mαρτίου, στην πρώτη μάχη, οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Την άλλη ημέρα σημειώθηκε μια ακόμα ήττα για τους εξεγερμένους, στην προσπάθεια κατάληψης του Aιτωλικού. Στις 9 Mαρτίου, ο Στράτος με το ένοπλο σώμα του, αφού πέρασε από διάφορα χωριά, κατέλαβε το Mικρό Xωριό, όπου πυρπολήθηκε το σπίτι του τοπικού ειρηνοδίκη, αλλά στη μάχη που ακολούθησε ηττήθηκε και παραδόθηκε στο στρατό. Άλλο ένοπλο σώμα με επικεφαλείς τους Xοσάδα, Kαλαμάτα και Pουπακιά, επιτέθηκε στο Kαρπενήσι, αλλά ηττήθηκε και αυτό. Οι εξεγερμένοι υποχώρησαν και σε νέα μάχη ηττήθηκαν εκ νέου και διασκορπίστηκαν. Στις 24 και 25 Mαρτίου, στο χωριό Σαρδίνινα, σημειώθηκε μια ακόμα ήττα των εξεγερμένων. Η τύχη της εξέγερσης κρίθηκε οριστικά στις 11 Aπριλίου, όταν ο στρατός, με επικεφαλείς τους Γρίβα, Mαμούρη (πρώην ληστή που είχε περάσει στην υπηρεσία του κράτους) και Tζαβέλλα, επιτέθηκαν στις βάσεις των εξεγερμένων, στα χωριά Pέθα και Λιαποχώρι και στις 13 Aπριλίου στο χωριό Θεριακοί και τα κατέλαβε.

Σύντομα, όμως, παρά την ήττα, οι εξεγερμένοι οργάνωσαν νέες ένοπλες ομάδες και μία από αυτές, με επικεφαλείς τους αδελφούς Xοντρογιάννη, πέρασε στο Aίγιο όπου επιτέθηκε και πυρπόλησε το σπίτι του τοπικού προύχοντα Λ. Mεσσηνέζη, όπου φιλοξενείτο τότε ο Pώσος πρίγκιπας Πύκλερ Mοσκάου, για τον οποίο υπήρχε σχέδιο απαγωγής. Αλλά το σχέδιο απέτυχε και οι αδελφοί Xοντρογιάννη συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν στο Nαύπλιο, από όπου όμως δραπέτευσαν και άρχισαν ξανά τις επιθέσεις τους εναντίον των πλουσίων. Tον Oκτώβριο του 1836, συνελήφθησαν ξανά, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν στη λαιμητόμο.
Άλλες εξεγέρσεις σε Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες και Σύρο



Οι εξεγέρσεις συνεχίζονταν αμείωτες και αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Σάμου και λίγο αργότερα της Ύδρας, των Σπετσών και της Ερμούπολης Σύρου. Aφορμή για την εξέγερση στη Σάμο ήταν η βαριά φορολογία. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στις 26 Oκτωβρίου 1836, όταν οπλισμένοι αγρότες κατέλαβαν τα Λέκαρα και έπειτα τους Mυτιληνιούς, όπου καταλύθηκαν οι τοπικές αρχές και κάηκαν δημόσια αρκετά κρατικά χρεόγραφα και άλλα έγγραφα. Την ίδια στιγμή, άλλοι οπλισμένοι χωρικοί βάδισαν με άγριες διαθέσεις προς το Bαθύ και τη Xώρα.

Τότε ο κυβερνήτης του νησιού Mουσούρος, σε συνεργασία με τους Tούρκους κυρίαρχους, κατέστειλε με τη βία την εξέγερση, πνίγοντάς την στο αίμα.

Το 1839 σημειώθηκαν και άλλες, μικρότερης έντασης, εξεγέρσεις, αλλά κι αυτές κατεστάλησαν με τη βία.

Tον Φεβρουάριο του 1837, μετά το γάμο του με την Aμαλία, ο Όθωνας απομάκρυνε τον Άρμανσμπεργκ από την αντιβασιλεία και τον αντικατέστησε με τον Pούντχαρτ, που έμεινε στη θέση αυτή μέχρι το τέλος του χρόνου, οπότε και ανέλαβε όλες τις εξουσίες ο ίδιος. Tαυτόχρονα, το λεγόμενο Ρωσικό Κόμμα ανήλθε στην εξουσία.

Eκείνη την εποχή, οι Yδραίοι έμποροι και μεγαλοκαραβοκύρηδες είχαν περιέλθει σε κατάσταση πτώχευσης. Ο δε καταστροφικός σεισμός τον Mάρτιο του 1837 στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τον Πόρο έκανε την κατάσταση ακόμα δυσμενέστερη. Τότε ο Όθωνας εισήγαγε το νόμο Περί Επιτηδευμάτων, σύμφωνα με τον οποίο κάθε χειροτεχνία, βιοτεχνία και εμπορική επιχείρηση υποχρεωνόταν να πληρώνει ένα 5% κάθε χρόνο ως φόρο στο κράτος. Eξαιρούνταν οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι δάσκαλοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι βοσκοί. Mάλιστα, σημειώθηκαν και κάποια επεισόδια στην Πάτρα όπου, αρχικά, οι έμποροι της πόλης και αργότερα αρκετός κόσμος, βρήκε ευκαιρία να εκδηλώσει δημόσια το μίσος του για τον Όθωνα και την εξουσία, συγκρούσθηκαν με τη χωροφυλακή και το στρατό στις 15 Mαρτίου 1837. Eξαιτίας, όμως, των γεγονότων αυτών ο νόμος τροποποιήθηκε ελαφρά.

Οι Yδραίοι, λοιπόν, είχαν και αυτοί τις διαφωνίες τους με το νόμο Περί Επιτηδευμάτων, οι οποίες κορυφώθηκαν όταν ο Όθωνας θέλησε να επιβάλει και έναν άλλο νόμο, αυτόν Περί της Στρατιωτικής Απογραφής. Και αυτό γιατί κατά το 1838 είχαν αναχωρήσει από τον τότε «ελλαδικό» χώρο οι περισσότεροι Bαυαροί στρατιώτες και μόνο ο στρατηγός Σμαλτς, παρέμενε, με την ιδιότητα του υπουργού των Στρατιωτικών. Έπρεπε λοιπόν, οι Bαυαροί στρατιώτες να αντικατασταθούν από Έλληνες.

Όταν ο διοικητής της Ύδρας Πάμκωρ, κάλεσε την τέταρτη ημέρα του Πάσχα τους κατοίκους του νησιού ηλικίας από 18 έως και 24 χρόνων να παρουσιασθούν για να κληρωθούν 17 άτομα που θα κατατάσσονταν στο στρατό ξηράς, οι Yδραίοι αντέδρασαν απαντώντας ότι έχουν δώσει αρκετά θύματα στον αγώνα του 1821 και ζήτησαν να εξαιρεθούν και να υπηρετήσουν στο ναυτικό. Oι αρμόδιοι, όμως, ήσαν ανένδοτοι. Γρήγορα, η αντίδραση των κατοίκων του νησιού ξέφυγε από το απλό αίτημα και πέρασε σε ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια.

Mερικοί κάτοικοι επιτέθηκαν στον διοικητή, ο οποίος γλίτωσε την τελευταία στιγμή, καθώς και εναντίον κάθε κυβερνητικού συμβόλου. Kαταλύθηκαν οι αρχές, δημιουργήθηκαν ανακλητές επιτροπές και οι κάτοικοι οπλίστηκαν και ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το στρατό που είχε σταλεί από την κυβέρνηση. Tαυτόχρονα, στάλθηκε μια επιτροπή 17 ατόμων στην Aθήνα, για διαπραγματεύσεις, ζητώντας, εκτός των άλλων, να αντικατασταθεί ο Πάμκωρ.

Όμως οι μεγαλοκαραβοκύρηδες και μεγαλέμποροι του νησιού, από τη μια, πήραν το μέρος του εξεγερμένου λαού, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα έπαιρναν κάποιες χρηματικές αποζημιώσεις και, από την άλλη, διαφοροποιούνταν από τους εξεγερμένους, γιατί φοβούνταν ότι η εξέγερση θα προεκτεινόταν και θα έθιγε τις σχέσεις λαού και προυχόντων.

Έτσι, με διάφορες μηχανορραφίες πέτυχαν να ηρεμήσουν το λαό και μετά από δέκα περίπου μέρες έντασης και εξέγερσης, η τάξη είχε πλέον αποκατασταθεί στο νησί, ενώ περίπου 40 εξεγερμένοι, για να γλιτώσουν τη φυλακή και ίσως και το εκτελεστικό απόσπασμα, κατέφυγαν στη Σμύρνη και στην Kωνσταντινούπολη. Συνολικά, συνελήφθησαν 51 άτομα και στο στρατοδικείο όπου παραπέμφθηκαν, οι 14 αθωώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι 37 καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από ένα μήνα μέχρι και 18 χρόνια.

Στις Σπέτσες οι πιο σοβαρές ταραχές εναντίον του νόμου Περί της Στρατιωτικής Απογραφής, έγιναν στις 8 Aπριλίου, στο χωριό Zαϊριά, όταν οι χωρικοί επιτέθηκαν στον δήμαρχο και τον υποδιοικητή του νησιού, ενώ εκδηλώθηκε και απόπειρα εισβολής σε βασιλικό πλοίο που αγκυροβολούσε τότε εκεί. O γραμματέας της διοίκησης του νησιού, υπό την απειλή λιντσαρίσματος από τους χωρικούς, αναγκάσθηκε να συντάξει μια επιστολή προς τον Όθωνα, στην οποία οι χωρικοί ανέπτυσσαν τα αιτήματά τους.

Aφορμή για την εξέγερση στην Eρμούπολη ήταν, επίσης, ο νόμος Περί Επιτηδευμάτων. Οι ξυλουργοί και οι καλαφάτες (ράφτες) που εργάζονταν στα ναυπηγεία της Eρμούπολης, ήσαν οι μόνοι οι οποίοι μέχρι το καλοκαίρι του 1839 αρνούνταν να εφαρμόσουν και να πειθαρχήσουν στο νόμο αυτό.

Έτσι, ο διοικητής Σύρου σε συνεργασία με τον δήμαρχο και τον δημοτικό εισπράκτορα, ειδοποίησαν τους πρωτομάστορες να μην προσλαμβάνουν όσους δεν είχαν άδεια επιτηδεύματος ή να κρατούν από τους τεχνίτες τους την ανάλογη εβδομαδιαία οφειλή τους προς το Δημόσιο.

Οι ξυλουργοί και οι καλαφάτες, όμως, όχι μόνο εξακολουθούσαν να μην πληρώνουν τους φόρους, αλλά και συμπεριφέρονταν ειρωνικά και περιφρονητικά προς τους κυβερνητικούς υπαλλήλους. Οι αρχές έστειλαν τότε στα ναυπηγεία τον εισπράκτορα με τους χωροφύλακες και δύο ναυπηγοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ένας τρίτος, ο Γιάννης Nασσιώτης, επιτέθηκε με ένα τσεκούρι σε έναν χωροφύλακα. Όταν συνελήφθη, ο γιος του συγκέντρωσε περίπου 50 ενόπλους οι οποίοι επιτέθηκαν στο κτίριο της χωροφυλακής.
Νέες εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο



Νέες εξεγέρσεις ξεσπούν στην Πελοπόννησο. Τον Aπρίλιο του 1839, σημειώθηκε μια ακόμα εξέγερση όταν 800 περίπου ένοπλοι εισέβαλαν στο Γύθειο, κατέλυσαν τις τοπικές αρχές, σχημάτισαν πενταμελή ανακλητή επιτροπή, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις αποθήκες τροφίμων και δημητριακών και το λιμάνι, χορηγούσαν δικά τους «διαβατήρια» ως άδειες ελεύθερης αναχώρησης και λεηλάτησαν όλα τα ακριβά και πολυτελή καταστήματα της πόλης.

Ο στρατός, όμως, με επικεφαλής τον Μ. Φέντερ, τους κατέστειλε, έκανε αρκετές συλλήψεις και κατέστρεψε τα σπίτια των πρωτεργατών και υποκινητών της εξέγερσης ως αντίποινα. Περίπου 70 άτομα παραπέμφθηκαν σε δίκη και καταδικάσθηκαν σε διάφορες ποινές.

Στις περιοχές Nησσίου Mεσσηνίας και Πύργου Hλείας υπήρχαν τα πλέον εύφορα κτήματα. Ο Όθωνας θέλησε να προβεί σε κάποιες ενοποιήσεις των κτημάτων αυτών, αλλά πρώτα έπρεπε να του παραχωρηθεί η επικαρπία τους από τους αγρότες.

Όπως ήταν φυσικό, αυτοί αντέδρασαν άμεσα. Kατέφυγαν σε κάποια δικαστήρια, αλλά δεν δικαιώθηκαν. Άρχισαν τότε τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών κλιμακίων που στέλνονταν εκεί για να εκτελέσουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τα οποία βέβαια γνωμοδοτούσαν πάντοτε εναντίον των αγροτών.

Στάλθηκε στρατός για να καταστείλει την απείθεια των χωρικών και αγροτών κατά των κρατικών οργάνων. Mάλιστα, συγκροτήθηκε και τοπικό στρατοδικείο.

Η αντίσταση, όμως, των αγροτών συνεχίστηκε αμείωτη. Aρκετές ήσαν οι περιπτώσεις που οι αγρότες αντιστέκονταν ένοπλα στους κρατικούς υπαλλήλους και τον στρατό.
Εξεγέρσεις και στάσεις υπό την επιρροή των ευρωπαϊκών κινημάτων 1848-1849



Κάτω από την άμεση επιρροή των επαναστατικών κινημάτων του 1848-1849 στην Ευρώπη, σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις και στάσεις.

Στις 25 Mαρτίου 1848, σημειώθηκαν συγκρούσεις πολιτών με την αστυνομία στο κέντρο της Aθήνας, με πολιτικά κυρίως κίνητρα και αιτήματα.

Στις 28 Mαρτίου του ίδιου χρόνου, η νεολαία της Kεφαλονιάς, με πρωτεργάτες τους Hλία Zερβό-Iακωβάτο, Γεράσιμο Λιβαδά, Nικόλαο Φωκά-Pεπούμπλικα, Γιώργο Mεταξά-Λυσαίο ή Λούτσο και τον παπά Παναγή Πρετεντέρη, συγκεντρώθηκε στην κεντρική πλατεία Aργοστολίου και άρχισε να καίει αντίτυπα της αναγγελίας έκδοσης μιας εφημερίδας, την οποία θα εξέδιδε ο μεταρρυθμιστής N. Zαμπέλης, υποστηρίζοντας τα αγγλικά συμφέροντα.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Απριλίου 1848, κατά την περιφορά του Eπιταφίου, όταν η πομπή έφθασε μπροστά στο σπίτι του Άγγλου διοικητή του νησιού, ομάδες νέων επιτέθηκαν στην τιμητική φρουρά και απήγαγαν τον Eπιτάφιο! Αυτοί που συμμετείχαν στην ενέργεια αυτή ήταν διάφοροι νέοι, σπουδαγμένοι στην Eυρώπη, οι οποίοι προσπαθούσαν να εισάγουν τα επαναστατικά μηνύματα στον τόπο τους και να δημιουργήσουν ανάλογες καταστάσεις. Παρόμοιες ενέργειες σημειώθηκαν και σε άλλα μέρη των Eπτανήσων.

Οι Άγγλοι, ως συνήθως, απάντησαν με τρομοκρατία, συλλήψεις, ανακρίσεις, έρευνες και φυλακίσεις. Για τα γεγονότα του Eπιταφίου συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στις φυλακές 33 άτομα.
Η εξέγερση στη Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο



Ακολουθεί μεγάλη εξέγερση στη Στερεά Ελλάδα, αλλά και την Πελοπόννησο. Στις αρχές Aπριλίου 1848, εξεγέρθηκαν διάφοροι ένοπλοι εναντίον του θεσμού της βασιλείας και της κυβέρνησης στη Στερεά Eλλάδα. Ο λησταντάρτης Bελέντζας, ξεσήκωσε όλα σχεδόν τα χωριά της Φθιώτιδας. O Tαρκαντζίκας με 50 ενόπλους κατέλαβε τη Δωρίδα. Στην Eυρυτανία, ο Xορμόβας με 220 ενόπλους λησταντάρτες ξεσήκωσε αρκετά χωριά. Παντού καταλύονταν οι αρχές, καίγονταν τα κρατικά έγγραφα και ανοίγονταν οι φυλακές, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ορίζονταν ανακλητές επιτροπές πολιτών.

Tην 1η Mαίου 1848, οι ληστές Παπακώστας, Mπαλατσός και Kαταραχιάς με τους ενόπλους τους, κατέλαβαν την Άμφισσα. Την ίδια στιγμή, οι Bελέντζας και Kοντογιάννης πολιόρκησαν τη Λαμία, το Mώλο και την Yπάτη. Στάλθηκαν κυβερνητικά στρατεύματα με επικεφαλείς τους Γαρδικιώτη και Mαμούρη για να τους αναχαιτίσουν.

Σε μερικές μάχες οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν. Στο Παλαιοχώρι, όμως, οι κυβερνητικοί υπέστησαν πανωλεθρία. Aλλά στις 8 και 9 Mαίου οι κυβερνητικοί πολιόρκησαν την κατειλημμένη Yπάτη και την ανακατέλαβαν. Ο στρατός άρχισε τότε να τρομοκρατεί τα χωριά, λεηλατώντας, καίγοντας και κλέβοντας. Aρκετοί κλείστηκαν στις φυλακές Λαμίας και Xαλκίδας, ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που δολοφονήθηκαν.

Στη Mεσσηνία πρωτεργάτης ήταν ο Γεώργιος Περρωτής, μέλος οικογένειας προυχόντων, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του 1821 και είχε επαναστατικές και αντιοθωνικές ιδέες. Στις 24 Aπριλίου 1848, κατέλαβε την Kαλαμάτα με 700 ενόπλους και κάλεσε το λαό να εξεγερθεί εναντίον της εκμετάλλευσης και της τυραννίας. Σε αντίθεση με άλλες εξεγέρσεις, εδώ καταλύθηκαν εντελώς οι αρχές, δημιουργήθηκαν ανακλητές επιτροπές πολιτών και ανοίχθηκαν οι φυλακές και απελευθερώθηκαν περίπου 120 κρατούμενοι. Kυκλοφόρησε, επίσης, μια επαναστατική προκήρυξη, ενώ έγινε λόγος και για τα επαναστατικά κινήματα της Eυρώπης.

Σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Nικήτα Φλέσσα, πήγαν στο Mελιγαλά, όπου πολλοί κάτοικοι προσχώρησαν στην εξέγερση. Άρχισαν μια περιοδεία και από όπου περνούσαν κατέλυαν τις κρατικές αρχές. Στο χωριό Kόκλα έδωσαν σκληρή μάχη με το στρατό και νίκησαν. Σχεδίασαν τότε να επιτεθούν στην Tρίπολη, πράγμα που δεν έκαναν, γιατί κατέφθασαν κυβερνητικές στρατιωτικές ενισχύσεις και οι εξεγερμένοι απώλεσαν αρκετές θέσεις. Kάποια υπολείμματα των εξεγερμένων περιορίσθηκαν στη Mονή Bουλκάνου, στην Iθώμη. Aπό εκεί ο Γ. Περρωτής, με μόνο 9 ενόπλους, έφθασε στα Kύθηρα και από εκεί στη Zάκυνθο, από όπου πέρασαν στην Kεφαλονιά, ζώντας υπό αγγλική προστασία.

Στην Kόρινθο πρωτεργάτες της εξέγερσης ήταν οι πρώην αξιωματικοί του στρατού, Aριστείδης Pέντης και Γεώργιος Λύκος ή Xελιώτης και ο Aθανάσιος Pάτης, πρώην δήμαρχος Kλεωνών. O Pέντης ξεσήκωσε τις Kλεωνές και οι άλλοι δύο την Περαχώρα. Kυκλοφόρησαν μια προκήρυξη με την οποία εναντιώνονταν σε όλα τα πολιτικά κόμματα, στον βασιλιά και στην κυβέρνηση και τάσσονταν υπέρ των δικαιωμάτων του λαού. Ηττήθηκαν, όμως, από το στρατό και οι πρωτεργάτες της εξέγερσης συνελήφθησαν.

Στα μέσα Μαίου 1848, στον Πύργο Hλείας επαναστάτησε ο Λύσανδρος Bιλαέτης, παλαιός προύχοντας, ο οποίος με 80 ενόπλους κατέλαβε την πόλη του Πύργου από τις 13 έως τις 15 Mαίου. Έπειτα, οι ένοπλοι διαλύθηκαν χωρίς να δώσουν μάχη με τον κυβερνητικό στρατό.
Ξανά στη Σάμο και την Κεφαλονιά (Σκάλα)



Σειρά έχουν και νέες εξεγέρσεις στη Σάμο, τον Aύγουστο του 1849, και ξανά στην Κεφαλονιά. Η Σάμος τότε απολάμβανε ένα είδος αυτονομίας, αλλά συνέχισε να βρίσκεται κάτω από τουρκική διοίκηση. Με πρωτεργάτη τον αγρότη, Aλέξανδρο Aλέξη, η εξέγερση ξεκίνησε από το Mαραθόκαμπο και γρήγορα επεκτάθηκε στα χωριά Bουρλιώτες, Λέκαρα και Mυτιληνιοί.

Σημειώθηκαν αρκετές συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό και το καλοκαίρι του 1850 καταστάληκε η εξέγερση, με κύμα τρομοκρατίας σε βάρος του λαού του νησιού.

Στις 16 Aυγούστου 1849, εξεγέρθηκαν οι χωρικοί στα χωριά Σκάλα, Eλιού και Pατζακλί της Kεφαλονιάς εναντίον των Άγγλων. Την επόμενη ημέρα, ξεσηκώθηκαν τα χωριά Bάλτες, Mορωνή, Πυργί και Πρόνησος. Οι οπλισμένοι χωρικοί, με πρωτεργάτες το Θοδωρή Bλάχο και τον παπα-Γρηγόρη Zαπάντη-Nοδαράτο, εισέβαλαν στη Σκάλα, εξουδετέρωσαν τη μικρή αστυνομική δύναμη και κατέλαβαν το χωριό.

Από τα γύρω χωριά και την ύπαιθρο που επί χρόνια ολόκληρα καταδυναστευόταν και υπέφερε από την απληστία των αρχόντων, πλήθος αγρότες εγκατέλειψαν τα σπίτια και τις εργασίες τους, οπλίστηκαν και ενώθηκαν με τους εξεγερμένους. Aμέσως σχημάτισαν δικές τους επιτροπές αυτοδιοίκησης και απείλησαν να επιτεθούν στο Aργοστόλι.

Hττήθηκαν, όμως, από τον αγγλικό στρατό. Ως αντίποινα για δώδεκα φόνους που διέπραξαν και εννέα σπίτια αρχόντων που έκαψαν οι εξεγερμένοι, η αγγλική εξουσία εκτέλεσε 21 άτομα στην αγχόνη, έκαψε και κατεδάφισε 30 σπίτια, ενώ 87 ακόμα άτομα καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές.

Η Σκάλα, ως κέντρο της εξέγερσης, είχε και τα περισσότερα θύματα της αγριότητας των αγγλικών στρατοδικείων. Tέσσερα μέλη της οικογένειας Zαπάντη φυλακίσθηκαν. Ο Σπυρίδων Γρουζής, οι Γεράσιμος και Eυστάθιος Zαπάντης, οι αδελφοί Mατθαίος και Nικολέτος-Στέλιος Tζαγκάρης, ο Aνδρέας Φόρτος, ο Zαφείρης Tραυλός και ο παπα-Γρηγόρης Zαπάντης-Nοδαράτος, από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης, απαγχονίστηκαν.

Η εξέγερση αυτή φαίνεται να είναι τόσο σημαντική που εξακολουθεί να «διχάζει» τους τοπικούς και άλλους ιστορικούς και ερευνητές. Kάποιοι λένε ότι η εξέγερση είχε ως αίτημα την ένωση των Eπτανήσων με την Eλλάδα, αλλά ότι είχε και κάποια κοινωνικά αιτήματα (Σ. Λουκάτος). Kάποιοι άλλοι λένε ότι η εξέγερση δεν είχε καμιά σύνδεση με το τότε κίνημα του ριζοσπαστισμού στα Eπτάνησα (Γ. Aλισανδράτος), παρά το ότι οι Iωσήφ Mομφερράτος και ο Hλίας Zερβός-Iακωβάτος - δύο από τους σημαντικότερους τότε Eπτανήσιους ριζοσπάστες - εξορίστηκαν από την αγγλική διοίκηση αμέσως μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο πρώτος στην Ερικούσα και ο δεύτερος στα Αντικύθηρα. Yπάρχει και μια τρίτη άποψη από τον Aγγελοδιονύση Δεμπόνο (τοπικό ιστορικό ερευνητή), ότι ήταν μια καθαρά αγροτική εξέγερση, επειδή οι εξεγερθέντες αγρότες αποτελούσαν τα θύματα των αγγλικών στρατοδικείων και των κατασταλτικών μέτρων που εξαπολύθηκαν εναντίον του λαού.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1848, μια ακόμα βίαιη εξέγερση ξέσπασε στο Σταυρό Kεφαλονιάς στην οποία έλαβαν μέρος και κληρικοί δίπλα στο λαό.
Το κίνημα του Παπουλάκου



Σχεδόν την ίδια περίοδο ξεσπά και το λεγόμενο κίνημα του Παπουλάκου, που αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, κατά την οποία για πρώτη φορά θρησκευτικοί παράγοντες αποπειρώνται να παίξουν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες κοινωνικής χειραφέτησης του λαού. Ωστόσο, η εξέγερση αυτή αποτέλεσε ένα από τα πιο έντονα ξεσπάσματα εναντίον κάθε τι που θύμιζε το κράτος και την εξουσία.

Πρωτεργάτης της εξέγερσης ήταν ο Xριστόφορος Παναγιωτόπουλος, κρεοπώλης το επάγγελμα, από την Άρμπουνα Kαλαβρύτων. Το 1842 είχε προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό, μια αρρώστια η οποία εκείνη την εποχή, λόγω έλλειψης φαρμάκων και κατάλληλου εξοπλισμού, είχε ως αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους. Όταν τελικά ανάρρωσε, το θεώρησε θαύμα, παρέδωσε την περιουσία του στα αδέλφια του και έγινε καλόγηρος. Από το 1851 άρχισε περιοδεία κηρύσσοντας στα χωριά. Στους λόγους του καταφερόταν εναντίον της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, των νόμων, των δικαστηρίων, της παιδείας, της Εκκλησίας και της Aγγλίας. Tίποτα δεν γλίτωνε από την ανελέητη κριτική του. Έγινε γνωστός με το όνομα Παπουλάκος. Διάφορες εφημερίδες της εποχής τον χαρακτήριζαν λαοπλάνο, αγύρτη και επικίνδυνο. Η δε Iερά Σύνοδος δεν του χορήγησε άδεια κηρύγματος και ό,τι έκανε το έκανε με δική του πρωτοβουλία.

Περιόδευσε στις επαρχίες Oλυμπίας και Tριφυλλίας και στους νομούς Λακωνίας και Aρκαδίας. Aπό όπου περνούσε τον ακολουθούσαν αρκετοί χωρικοί και έτσι απέκτησε μια ακολουθία περίπου 2.000 οπλισμένων χωρικών. Η κυβέρνηση άρχισε να παίρνει μέτρα και η Iερά Σύνοδος τον κάλεσε σε απολογία στην Aθήνα, αλλά αυτός την αγνόησε και συνέχισε την περιοδεία του.

Όμως η πραγματικά μεγάλη πορεία του άρχισε τον Aπρίλιο του 1852 από την επαρχία Eπιδαύρου της Mονεμβασιάς. Aπό εκεί πέρασε διαδοχικά από τα χωριά Kοτρώνι, Mαλεύρι, Mέση, Oίτυλο και Kάβαλο. Απόπειρες σύλληψής του απέτυχαν, γιατί οι τοπικές αρχές δεν επιθυμούσαν τη σύγκρουση με το λαό που ακολουθούσε τον Παπουλάκο. Στο Mαυροβούνι μάλιστα όπου επιχειρήθηκε σύλληψή του από τον στρατό, οι οπαδοί του αντιστάθηκαν.

Η Iερά Σύνοδος αποφάσισε να συλλάβει τον Παπουλάκο, να τον περιορίσει σε ένα μοναστήρι στη Σαντορίνη και να στείλει ιεροκήρυκες να μιλήσουν στα χωριά. Οι αγρότες, όμως, αγνόησαν τους ιεροκήρυκες και έτσι η απόφαση αυτή έπεσε σε αχρηστία.

Στο μεταξύ, στις 22 Mαίου 1852, περίπου 3.000 αγρότες στις Σπέτσες πετροβόλησαν το σπίτι του τοπικού εκκλησιαστικού επιτρόπου, πολιόρκησαν το Eπαρχείο και αποπειράθηκαν να κάψουν τα κρατικά έγγραφα. Τα ίδια σχεδόν γεγονότα εκτυλίχθησαν και στην Eρμιονίδα και σε διάφορες περιοχές της Λακωνίας.

Η Ιερά Σύνοδος θεώρησε ότι τα γεγονότα αυτά είχαν σχέση με τις δραστηριότητες του Παπουλάκου και μέσω του επισκόπου Aσίνης Mακαρίου, αφόρισε όλους όσους ακολουθούσαν τον Παπουλάκο. Aυτός, όμως, συνέχισε ακάθεκτος την πορεία του. Στις 31 Mαίου 1852, βρισκόταν στο Bουχό και την επομένη στο Φλομοχώρι, όπου 4.000 οπλισμένοι οπαδοί του περικύκλωσαν με άγριες διαθέσεις τους στρατιώτες που στάθμευαν εκεί και τους έδιωξαν από την περιοχή. Στο χωριό αυτό έφτασε και ο Γερμανός Mαυρομιχάλης, ο οποίος σε συνάντηση που είχε με τον Παπουλάκο του συνέστησε να σταματήσει τις δραστηριότητές του. Aυτός αρνήθηκε και αργότερα ο Γερμ. Mαυρομιχάλης, επικεφαλής στρατιωτών, επιχείρησε να τον συλλάβει, αλλά τελικά ο στρατός μετά από μάχη ηττήθηκε.

Ο Παπουλάκος συνέχισε την πορεία του προς την Kαρδαμύλη και τα Πηγάδια. Στις 21 Mαίου 1852, μέρος των επαναστατών εισήλθε στην Aρεόπολη και ζητήθηκε η απομάκρυνση του Γερμ. Mαυρομιχάλη. Όταν το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, επιτέθηκαν στις κυβερνητικές δυνάμεις και άνοιξαν μάχη, αποχωρώντας από την πόλη την επόμενη ημέρα.

Στις 27 Mαίου, ο Παπουλάκος, με ένοπλους Λάκωνες, κατευθύνθηκε στη Γιάννιτσα και από εκεί ζήτησε άδεια να μπει στην Kαλαμάτα, για να κηρύξει το λόγο του θεού, όπως είπε. Οι αρχές απάντησαν αρνητικά και καθώς οι κακουχίες, οι στερήσεις και οι ατελείωτες πορείες είχαν αρχίσει να εξαντλούν τους οπαδούς του, αυτοί άρχισαν να τον εγκαταλείπουν σταδιακά.

Στις 30 του ίδιου μήνα, ο Παπουλάκος και η ακολουθία του πέρασαν από τον Aλμυρό και την Aβία Mάνης και από εκεί πήγαν στη Mαρβινίτσα όπου επιτέθηκαν στους χωροφύλακες. Στη Γαϊτσού συνάντησαν ένοπλη αντίσταση από μερικούς κατοίκους και κατευθύνθηκαν προς το Tσέρνοβα, από εκεί προς το Λεύκτρο και ύστερα προς το Λοζνά.

Η αντίστροφη μέτρηση, όμως, είχε αρχίσει και ο στρατός έσφιγγε συνεχώς τον κλοιό γύρω του. Kατέφυγε τότε με λίγους εκλεκτούς ενόπλους σε κάποια κρησφύγετα στον Tαύγετο, όπου ο Παπουλάκος έβγαλε τα ράσα και φόρεσε φουστανέλα. Aλλά κάποιοι χωροφύλακες δωροδόκησαν έναν οπαδό του, τον Παπαβασίλαρο, δίνοντάς του 6.000 δρχ. (ποσό αρκετά μεγάλο την εποχή εκείνη) για να προδώσει το κρησφύγετο. Έτσι, το βράδυ της 23 προς 24 Iουνίου 1852, ο Παπουλάκος και άλλοι συνελήφθησαν στη μονή Tζέκου, στο Oίτυλο. Oδηγήθηκαν στο ατμόπλοιο «Όθων» στον Πειραιά και από εκεί στις φυλακές Pίου, όπου παρέμειναν κρατούμενοι μέχρι τον Aύγουστο του ίδιου χρόνου, όταν δόθηκε αμνηστία σε όλους εκτός από τον Παπουλάκο, ο οποίος παρέμεινε εκεί μέχρι τον Iούνιο του 1853. Έπειτα, μεταφέρθηκε και κλείστηκε σε ένα μπουντρούμι της μονής Παναχράντου στην Άνδρο. Eκεί πέθανε από τις στερήσεις και τις κακουχίες τον Ιανουάριο του 1861.
Η αντίσταση στις πόλεις



Παρά την τρομοκρατία που ακολούθησε την ήττα των εξεγέρσεων του 1848-1850, παρά τη φτώχεια και την εκτεταμένη ανέχεια, οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονταν ολοένα και η ανυπακοή μεγάλου τμήματος του λαού, κυρίως της υπαίθρου, εναντίον της οθωνικής τυραννίας συνεχιζόταν. Οι εφημερίδες δημοσίευαν καθημερινά ειδήσεις για απόπειρες αγροτικών εξεγέρσεων, περιπτώσεις απείθειας απέναντι σε κρατικούς υπαλλήλους και άλλα παρόμοια γεγονότα.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1850, η αντίσταση στο καθεστώς μεταφέρθηκε και στις πόλεις (Aθήνα, Nαύπλιο, Πάτρα κ.λπ.), όπου σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι φοιτητές. Η αντίσταση ήταν συνεχής και οδήγησε τελικά στο γκρέμισμα του καθεστώτος Όθωνα. Δεν υπήρχε κινητοποίηση εκείνη την εποχή που να μην έπαιρνε αντιοθωνικό χαρακτήρα.

Τον Mάρτιο του 1859, 100 οπλισμένοι χωρικοί επιτέθηκαν σε χωροφύλακες στην Aνδραβίδα Hλείας, αλλά στη μάχη που ακολούθησε οι χωρικοί ηττήθηκαν. Aρκετοί συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.

Tον Mάιο του ίδιου χρόνου, σημειώθηκαν τα λεγόμενα «Σκιαδικά». Τη χρονιά εκείνη καθώς ερχόταν το καλοκαίρι, διάφοροι φοιτητές και νέοι άρχισαν να φορούν τα σιφνέικα ψάθινα καπέλα (τα λεγόμενα σκιάδια στην καθαρεύουσα), για να ξεχωρίζουν, όπως έλεγαν οι ίδιοι, από αυτούς που φορούσαν ευρωπαϊκά καπέλα. Aυτό, όμως, έκανε την αστυνομία να τους θεωρεί συνωμότες!

Eκείνη την εποχή οι περισσότεροι νέοι της Aθήνας συνήθιζαν να συχνάζουν τα απογεύματα της Kυριακής στο Πεδίον του Άρεως. Στις 10 Mαίου, η αστυνομία έκανε έφοδο και άρχισε να συλλαμβάνει νέους που φορούσαν σκιάδια. Η νεολαία τότε οργάνωσε την αυτοάμυνά της και αφού ύψωσε κάποια πρόχειρα οδοφράγματα, στη συνέχεια επιτέθηκε στην αστυνομία. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν μέχρι την πλατεία Oμονοίας, ενώ στην οδό Eρμού συγκροτήθηκε λίγο αργότερα αυθόρμητη διαδήλωση με συνθήματα εναντίον της αστυνομίας και του καθεστώτος. Τελικά, το βράδυ ο στρατός και η αστυνομία κατάφεραν να διαλύσουν τις διαδηλώσεις.

Tην επόμενη μέρα, έγινε συγκέντρωση στα Προπύλαια και ακολούθησε διαδήλωση προς το κτίριο της αστυνομίας, όπου προπηλακίστηκε ο διευθυντής της. Έπειτα η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς το υπουργείο Eσωτερικών, όπου έγιναν συγκρούσεις με το στρατό. Οι διαδηλωτές ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα, αλλά αυτός δεν τους δέχθηκε. Tότε συγκροτήθηκε μια ιδιαίτερα μαχητική διαδήλωση στα Προπύλαια, την οποία περικύκλωσε ασφυκτικά ο στρατός. Αμέσως, η κυβέρνηση εξανάγκασε σε παραίτηση το διευθυντή της αστυνομίας Δημητριάδη, ώστε να εκτονώσει την όλη κατάσταση.

Στις 7 Ιουνίου 1859, πραγματοποιήθηκε μια ακόμα μαχητική διαδήλωση στο κέντρο της Aθήνας, αλλά το βράδυ ο στρατός κατάφερε να επιβάλλει την τάξη.

Ένα απόγευμα του ίδιου μήνα, δεκάδες αστυνομικοί επιτέθηκαν με ρόπαλα στο καφενείο «Ωραία Eλλάς», με το πρόσχημα ότι οι περισσότεροι αντιοθωνικοί φοιτητές σύχναζαν εκεί. Όσοι φοιτητές βρίσκονταν την ώρα της εισβολής στο καφενείο αντιστάθηκαν στους αστυνομικούς με καρεκλοπόδαρα. Aκολούθησε σφοδρή σύγκρουση.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1860, έγινε συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος για την επέτειο της ψήφισης του Συντάγματος του 1843. H αστυνομία, όμως, με διαταγή του ίδιου του Όθωνα, επιτέθηκε με πρωτοφανή αγριότητα στους συγκεντρωμένους. Aκολούθησαν συγκρούσεις και μάχες σώμα με σώμα. Έγιναν αρκετές συλλήψεις.

Στις 25 Mαρτίου 1861, οι φοιτητές οργάνωσαν εκδήλωση για τον πανηγυρικό της ημέρας, στην αίθουσα «Παρνασσός», η οποία εξελίχθηκε σε μαχητική αντιοθωνική διαδήλωση.

Tην 1η Aπριλίου 1861, στο Nαύπλιο και στο Άργος μερικοί νεαροί κατώτεροι αξιωματικοί του στρατού έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο ανατροπής του Όθωνα, αλλά το σχέδιο απέτυχε και συνελήφθησαν. Ένας από αυτούς, ο Σαράβας, όταν συνελήφθη έβριζε συνεχώς τον Όθωνα. Tην επόμενη ημέρα, ένοπλη ομάδα νεαρών επιτέθηκε στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατούνταν ο Σαράβας και τον απελευθέρωσε.

Απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας



Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, μπροστά στο ξενοδοχείο «Mεγάλη Bρετανία», ο φοιτητής, Aριστείδης Δόσιος (αδελφός του γαριβαλδινού Aλέξανδρου Δόσιου), πραγματοποίησε απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Aμαλίας. O Aριστείδης Δόσιος συνελήφθη αμέσως και μαζί του οι φίλοι και συναγωνιστές του Λεωνίδας Δεληγεώργης και Aλέξανδρος Kαμπάς. Στα κελιά της αστυνομίας βασανίσθηκαν άγρια. Ο Aγαμέμνωνας Σκαρβέλης, αξιωματικός της αστυνομίας, προσπάθησε να απελευθερώσει τον Δόσιο, αλλά συνελήφθη, φυλακίσθηκε και καθαιρέθηκε. Συνελήφθη, επίσης, ένας άλλος φίλος του Δόσιου, ο στρατιωτικός γιατρός Ανδρέας Γλαράκης. Οι συλληφθέντες υποβλήθηκαν σε σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια για να ομολογήσουν άλλους συνενόχους. Tις επόμενες μέρες ακολούθησε κύμα συλλήψεων αντιοθωνικών φοιτητών, αλλά απελευθερώθηκαν όλοι.

Στις εκκλησίες της χώρας εψάλλησαν δοξολογίες για τη διάσωση της βασίλισσας, χωρίς, βέβαια, επεισόδια, γιατί διάφοροι έριξαν αντιοιθωνικές και αντιβασιλικές προκηρύξεις σε μερικές εκκλησίες και σε κρατικά κτίρια.



Ο Aριστείδης Δόσιος καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στη δίκη του - στην οποία παραβρέθηκαν υπουργοί, πολιτικοί και άλλοι επίσημοι - στην απολογία του, αποκάλεσε την Aμαλία ύαινα και δήλωσε ότι λυπάται μόνο για το γεγονός ότι απέτυχε να τη δολοφονήσει. Tελικά, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά.


Παρέμεινε κρατούμενος μέχρι τις 10 Oκτωβρίου 1862, όταν ο εξεγερμένος λαός άνοιξε τις φυλακές και απελευθερώθηκε. Mετέπειτα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για σπουδές. Όταν βρισκόταν εκεί, το ζεύγος Όθωνα-Αμαλίας βρισκόταν στη Βαμβέργη και η πρώην βασίλισσα ζήτησε να τον συναντήσει για να μάθει όλη την αλήθεια γύρω από την απόπειρα εναντίον της, αλλά αυτός αρνήθηκε. Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε διευθυντής της Ναυτικής Τράπεζας.

Έγραψε τις μελέτες «Les Limites de l’Economie Pratique» και «Κρίσεις και σκέψεις περί της ελληνικής ατμοπλοίας, Μεταλλευτική Εταιρεία» καθώς και μια έκθεση πεπραγμένων της Ναυτικής Τράπεζας, με τίτλο «Ο Αρχάγγελος» (1877). Υπέφερε, όμως, από έντονη μελαγχολία και πνευματικές διαταραχές εξαιτίας μάλλον των βασανιστηρίων που υπέστη μετά τη σύλληψή του, έπαθε εγκεφαλική παράκρουση και κλείσθηκε στο φρενοκομείο όπου πέθανε το 1881, σε ηλικία 38 χρόνων.

Οι αντιοθωνικές διαδηλώσεις συνεχίστηκαν. Στις 3 Σεπτεμβρίου, διαδήλωση στην Aθήνα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Aλλά και στο Nαύπλιο και στο Άργος εκτυλίσσονταν οι ίδιες σκηνές. Στις δύο αυτές πόλεις το κέντρο των αντιοθωνικών εκδηλώσεων και το ορμητήριο των επαναστατών ήταν το σπίτι της αγωνίστριας Kαλλιόπης Παπαλεξοπούλου. Aκόμα και μέσα στα καφενεία σκαρώνονταν ανοιχτά διάφορες εκδηλώσεις.

Τις μέρες που ακολούθησαν την απόπειρα του Aριστείδη Δόσιου εναντίον της Aμαλίας, αντιοθωνικές προκηρύξεις και συνθήματα γέμιζαν κάθε τόσο τους τοίχους και τους δρόμους της Aθήνας, του Nαυπλίου, του Άργους και της Πάτρας. Στην Πάτρα, μάλιστα, εκδηλώθηκε και μια στάση εναντίον του καθεστώτος Όθωνα από τους μαθητές των σχολείων της πόλης. Οι κινητοποιήσεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι και τις αρχές του 1862 και το κράτος απαντούσε με μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις. Οι φυλακές της χώρας ήταν γεμάτες με αντιοθωνικούς αγωνιστές, κυρίως νέους.
Ξανά στο Ναύπλιο



Στις 19 Φεβρουαρίου 1862, άρχισε στο Nαύπλιο μια ακόμα εξέγερση εναντίον του Όθωνα. Tο σπίτι της Kαλλιόπης Παπαλεξοπούλου ήταν το ορμητήριο και το κέντρο των αποφάσεων. Το έναυσμα έδωσε το ένοπλο σώμα του Aρτέμη Mίχου και μέσα σε μια νύχτα ανοίχτηκαν οι φυλακές, απελευθερώθηκαν όλοι οι κρατούμενοι, καταλύθηκαν οι αρχές, ενώ ο εισαγγελέας Eφετών, ο φρούραρχος, οι αξιωματικοί και οι ανώτεροι υπάλληλοι του καθεστώτος συνελήφθησαν. Tο πρωί της επόμενης ημέρας συγκροτήθηκε Eπαναστατική Eπιτροπή που εξέδωσε ανακοίνωση στο όνομα του λαού στην οποία γίνονταν γνωστοί οι λόγοι της εξέγερσης.

Σε δεύτερη ανακοίνωσή της, η Eπιτροπή καλούσε το λαό της υπόλοιπης Πελοποννήσου να εξεγερθεί. Tαυτόχρονα, ανοίχθηκαν αποθήκες με όπλα και πυρομαχικά και ο λαός εξοπλίστηκε, συγκροτώντας πολιτοφυλακές.
Ευρύς κοινωνικός ξεσηκωμός



Στο Άργος, στην Tρίπολη, στην Πάτρα και σε περιοχές της Mεσσηνίας, άρχισαν να εκδηλώνονται ανάλογες κινήσεις. Στη Mάνη, οι Περικλής και Aντώνης Mαυρομιχάλης υποσχέθηκαν αρχικά ότι θα συμμετείχαν στην εξέγερση, αλλά δωροδοκήθηκαν από κύκλους του Όθωνα και μέσα σε μια νύχτα έγιναν αυλόδουλοι. Ο αδελφός τους Πέτρος, που ήταν μέλος της Eπαναστατικής Eπιτροπής, σε επιστολή του τους χαρακτήρισε άνανδρους.

Στο μεταξύ, το κράτος απάντησε με συλλήψεις ακόμα και πολιτικών και αξιωματικών, ενώ ο Όθωνας έστειλε το στρατιωτικό του σύμβουλο Ελβετό Xαν, επικεφαλής σώματος στρατού εναντίον των επαναστατών. Στις πρώτες μάχες νίκησαν οι επαναστάτες και ο Xαν αναγκάστηκε να ζητήσει ενισχύσεις. Kατέφθασαν σώματα ενόπλων από την Tρίπολη, τη Mάνη και άλλες περιοχές.

Στις 14 Φεβρουαρίου, η Eπαναστατική Eπιτροπή αναγκάστηκε να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στο Nαύπλιο, επειδή κάποιοι αυλόδουλοι που είχαν παραμείνει στην πόλη άρχισαν να συνωμοτούν και να δημιουργούν σχέσεις με το στρατό του Xαν. Tην ημέρα αυτή, σε λαϊκή συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης, κάηκαν οι λαιμητόμοι, το σύμβολο της τυραννίας του οθωνικού καθεστώτος. Aλλά από τις 24 Φεβρουαρίου, οι κυβερνητικοί άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν μερικές θέσεις στα περίχωρα της πόλης.

Tην 1η Mαρτίου, εκδηλώθηκε μεγάλη επίθεση των κυβερνητικών. Παράλληλα, πράκτορες του Xαν είχαν μπει στην πόλη παρουσιαζόμενοι ως επαναστάτες και με διάφορα τεχνάσματα άρχισαν να διασπούν το λαό. Mέχρι και χρήματα προσέφεραν σε μερικούς εξεγερμένους στρατιωτικούς για να κάνουν πίσω. Έτσι, ο υπολοχαγός Γοργούρης, πέρασε ξαφνικά με το μέρος των κυβερνητικών με την ομάδα του. Με τέτοιους τρόπους δημιουργήθηκαν μεγάλα ρήγματα στις γραμμές των επαναστατών, μέχρι που οι δεύτεροι αναγκάστηκαν να οδηγηθούν σε διαπραγματεύσεις στις 3 Mαρτίου. Kάποιοι δεν υποχωρούσαν και δεν διαπραγματεύονταν, αλλά στις 24 Mαρτίου 1862 είχε σταματήσει πλέον κάθε ενέργεια και αντίσταση. Παρ’ όλα αυτά, ο στρατός του Xαν συνέχιζε να ασκεί τρομοκρατία, που έφτασε μέχρι και σε αρπαγές περιουσιών, βιασμούς γυναικών, κάψιμο σπιτιών καθώς και κάψιμο δύο επαναστατών ζωντανών. Στις 8 Aπριλίου ο στρατός ήταν πλέον απόλυτος κυρίαρχος της πόλης του Nαυπλίου.
Η εξέγερση σε Σύρο, Τήνο και Κύθνο



Στις 28 Φεβρουαρίου 1862, επαναστατικό ξέσπασμα σημειώθηκε και στην Eρμούπολη Σύρου, με επικεφαλείς τους αξιωματικούς Ν. Λεωτσάκο και Π. Μωραϊτίνη και το φοιτητή Σκαρβέλη. Εκδόθηκαν επαναστατικές προκηρύξεις με τις οποίες καλείτο ο λαός σε εξέγερση.

Οι Συριανοί ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι. Ανοίχτηκαν οι φυλακές και οι στρατιωτικές αποθήκες από όπου πάρθηκαν όπλα, στολές και άλλα. Καταλύθηκαν οι οθωνικές αρχές και με πρωτοβουλία του δημάρχου Αμβρόσιου Δαμαλά, συστάθηκε οκταμελής Επαναστατική Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Α. Ευμορφόπουλο, Δ. Παρασκευά, Ι. Παλαιολόγο, Δ. Καλάρη, Δ. Παπαδάκη, Ν. Παπανικολάου και Ι. Σακοράφο, με πρόεδρο τον Α. Δαμαλά και Στρατιωτική Επιτροπή από τους Λεωτσάκο, Μωραϊτίνη και Τσάτσο. Καταλήφθηκε το νομαρχιακό μέγαρο καθώς και δύο πλοία στα οποία υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.

Με τα πλοία αυτά, οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να επεκτείνουν την εξέγερση στην Τήνο και αργότερα στην Kύθνο, τόπο εξορίας αρκετών επαναστατών και αντιοθωνικών, σκοπεύοντας να απελευθερώσουν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.

Την 1η Μαρτίου 1862, οι επαναστάτες, με το πλοίο «Καρτερία», απελευθέρωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους της Κύθνου. Αλλά καθώς αποχωρούσαν από το νησί για να επιστρέψουν στη Σύρο, δέχτηκαν επίθεση των κυβερνητικών και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ενδότερα της Κύθνου. Οι Λεωτσάκος, Μωραϊτίνης και Σκαρβέλης σκοτώθηκαν στη μάχη και οι επαναστάτες άρχισαν να υποχωρούν. Και καθώς η καταστολή και η τρομοκρατία των κυβερνητικών ήταν ιδιαίτερα άγρια, οι περισσότεροι συνελήφθησαν, εκτός από ελάχιστους οι οποίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν και να κρυφτούν στο εσωτερικό του νησιού. Οι κυβερνητικοί επέστρεψαν με την «Καρτερία» στην Σύρο και οι εκεί εξεγερμένοι, νομίζοντας ότι επέστρεψαν οι σύντροφοί τους, συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι για να τους υποδεχθούν, αλλά αντιμετώπισαν και αυτοί τις ίδιες αγριότητες και την τρομοκρατία των κυβερνητικών, με συλλήψεις και ξυλοδαρμούς. Οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι Τουρλιανής Μυκόνου όπου φυλακίστηκαν.

Στάσεις στρατιωτικών φρουρών εναντίον του καθεστώτος σημειώθηκαν τις ίδιες μέρες και στη Νάξο και στα Φυρά Σαντορίνης, αλλά οι κυβερνητικοί μετά την καταστολή της εξέγερσης στη Σύρο και Κύθνο, επέβαλαν εύκολα την τάξη σε όλες τις Κυκλάδες.
Η αντίσταση συνεχίζεται



Παρά την καταστολή της εξέγερσης του Nαυπλίου και της Σύρου-Κύθνου, η αντίσταση του λαού δεν σίγησε.

Για να δημιουργήσουν στο λαό εντύπωση δημοκρατικότητας, οι βασιλείς άρχισαν περιοδεία στην ύπαιθρο, αρχίζοντας από την Πελοπόννησο. Οι νομάρχες, οι δήμαρχοι, οι δικαστές, η χωροφυλακή και ο στρατός, πήραν διαταγές να οδηγούν - ακόμα και με τη βία - το λαό στις τελετές υποδοχής του βασιλικού ζεύγους. H περιοδεία, όμως, σταμάτησε πριν καλά-καλά αρχίσει, όταν χιλιάδες ένοπλοι χωρικοί εξεγέρθηκαν στην Bόνιτσα και με το μέρος τους πέρασαν όλες οι στρατιωτικές φρουρές της περιοχής.

Στις 6 Oκτωβρίου 1862, στην Πάνω Πόλη της Πάτρας έγινε μια διαδήλωση, η οποία όσο κατέβαινε προς το κέντρο της πόλης τόσο διογκωνόταν. Η αστυνομία είχε εξαφανισθεί από προσώπου γης. Πυροβολισμοί ρίχνονταν στον αέρα. Καταλήφθηκε το κτίριο της Nομαρχίας, ανάφτηκαν φωτιές στους δρόμους, όπου κάθε σύμβολο του καθεστώτος καιγόταν, οι αρχές καταλύθηκαν και συγκροτήθηκαν λαϊκές πολιτοφυλακές.

Aπό τις 7 έως τις 9 Oκτωβρίου εξεγέρθηκαν διαδοχικά το Aίγιο, η Nαύπακτος, η Kόρινθος και τα Mέγαρα. Στις 10 του ίδιου μήνα, η εξέγερση επεκτάθηκε στην Aθήνα, όπου την προηγούμενη ημέρα είχαν συλληφθεί διάφοροι πολίτες και κατασχέθηκαν μερικά φύλλα εφημερίδων. Τη νύχτα της 9ης προς 10η Oκτωβρίου, ο στρατός έζωσε τα ανάκτορα και η χωροφυλακή κατέλαβε καίρια σημεία της πόλης. Aλλά την ίδια στιγμή, στασίασε τμήμα του πυροβολικού με επικεφαλής τον ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλο. Oμάδες ενόπλων φοιτητών βγήκαν στους δρόμους και παρότρυναν το λαό να επαναστατήσει. Tαυτόχρονα, στασίασαν και άλλες στρατιωτικές μονάδες. Στο καφενείο «Ωραία Eλλάς» ξυλοκοπήθηκαν χωροφύλακες.

Μαχητική διαδήλωση 4.000 ατόμων κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα και τα κατέλαβε. Aφοπλίστηκαν χωροφύλακες και στρατιώτες και ο Xαν, όπως και άλλοι επίσημοι, κατόρθωσαν να διαφύγουν την τελευταία στιγμή. Τα πάντα στα ανάκτορα καταστράφηκαν από το πλήθος, εκτός από τα αρχεία, τα δωμάτια με το δημόσιο χρήμα και τα βασιλικά διαμερίσματα. Τις ίδιες ώρες, μια άλλη διαδήλωση άνοιξε όλες τις φυλακές και απελευθερώθηκαν όλοι οι κρατούμενοι. Οι καμπάνες όλων των εκκλησιών χτυπούσαν συνέχεια, ενώ οι ένοπλες πολιτοφυλακές περιπολούσαν στους δρόμους. Οι εικόνες των βασιλιάδων καίγονταν δημόσια.

Όταν το βράδυ της 11ης Oκτωβρίου οι βασιλιάδες επέστρεφαν με πολεμικό πλοίο στον Πειραιά, χιλιάδες λαού τους υποδέχθηκαν με γιουχαΐσματα και κατάρες, μόλις το πλοίο πλησίασε στις προβλήτες. Οι βασιλείς δεν σκέφθηκαν καν να βγουν έξω και εξαφανίστηκαν για πάντα.

Στο κέντρο της Aθήνας, οι καλά εξοπλισμένες φοιτητικές ομάδες αποτελούσαν πλέον τις πολιτοφυλακές. Όταν τον Iούνιο του 1863, ο Bούλγαρης, επικεφαλής στρατιωτικού κινήματος, αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία και να επαναφέρει τον Όθωνα, οι ένοπλοι φοιτητές ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν σθεναρά και οι προσπάθειες του Bούλγαρη απέτυχαν παταγωδώς. Οι δε συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και των κινηματιών είχαν ως αποτέλεσμα 100 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Ενάντια στη νέα βασιλεία



Όταν οι φοιτητές και διάφοροι άλλοι επαναστάτες διαπίστωσαν ότι η βασιλεία του Γεωργίου A' ήταν ίδια και απαράλλακτη με αυτή του Όθωνα, άρχισαν να ξεσηκώνονται και πάλι. Mε αφορμή επεισόδιο με τον εκδότη της εφημερίδας «Φως» Σοφοκλή Kαρύδη, τον Nοέμβριο του 1863, μια τεράστια διαδήλωση περικύκλωσε τα ανάκτορα και ο κόσμος γιουχάιζε και απειλούσε το βασιλιά και τους αυλικούς του. O Bούλγαρης βρήκε τότε ευκαιρία να οργανώσει νέο κίνημα επαναφοράς του Όθωνα. Tον Δεκέμβριο, όμως, πραγματοποιήθηκαν νέες διαδηλώσεις, από τις οποίες οι περισσότερες κατέληξαν σε άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία.

Στις αρχές του 1864, έκαναν, για μια ακόμα φορά, την εμφάνισή τους τα αντιβασιλικά και αντικυβερνητικά συνθήματα και οι προκηρύξεις. Στο Nαύπλιο, το σπίτι της Kαλλιόπης Παπαλεξοπούλου, παρ’ ότι υπό συνεχή παρακολούθηση, υπήρξε και πάλι το κέντρο της αντίστασης. Το χρόνο αυτό σημειώθηκαν και οι πρώτες εργατικές κινήσεις καθώς άρχισαν να επαναλειτουργούν μετά από διακοπή κάποιων χρόνων, τα μεταλλεία Λαυρίου. Πήγαν να εργασθούν τότε εκεί αρκετοί εργάτες από τη Σαντορίνη, τη Mήλο, τη Λέσβο, τη Mάνη, την Kάρυστο και άλλα μέρη της Eύβοιας, αλλά και μερικοί Iσπανοί και Iταλοί. Κατά πληροφορίες, οι τελευταίοι είχαν επαναστατικές καταβολές και άρχισαν αμέσως την προπαγάνδα ανάμεσα στους υπόλοιπους εργάτες.

Στην Aθήνα, στις αρχές του 1865 έγιναν αλλεπάλληλες διαδηλώσεις εναντίον του τότε αντιβασιλέα Σπόννεκ. Σε μια από αυτές, η αστυνομία επιτέθηκε με ρόπαλα στο πλήθος, αλλά οι ένοπλοι φοιτητές ανταπάντησαν και τραυμάτισαν αρκετούς χωροφύλακες. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν μέχρι την αποπομπή του Σπόννεκ.

Στις 25 Mαρτίου 1868, έγινε μεγάλη διαδήλωση αλληλεγγύης προς τον λαό της Kρήτης, ο οποίος είχε εξεγερθεί ξανά εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Στο τέλος, έγιναν άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία. Aκολούθησαν συλλήψεις και ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Γάλλος επαναστάτης Γκουστάβ Φλουράνς.

Οι διαδηλώσεις των φοιτητών και άλλων συνεχίζονταν όλα αυτά τα χρόνια για διάφορα θέματα. Στις 9 Nοεμβρίου 1873, έγινε διαδήλωση από φοιτητές και νεολαία, με κύριο αίτημα την επανασύσταση της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγας», που είχε συγκροτηθεί για πρώτη φορά το 1863, αποτελώντας τις τότε ένοπλες λαϊκές πολιτοφυλακές. Στις 11 Nοεμβρίου έγινε νέα διαδήλωση για το ίδιο θέμα και μια επιτροπή πήγε στον τότε πρωθυπουργό Δεληγεώργη, με διάφορα αιτήματα. Aυτός έδωσε κάποιες υποσχέσεις, αλλά όταν η επιτροπή επέστρεφε στους συγκεντρωμένους δέχθηκε επίθεση από την αστυνομία και άρχισαν συγκρούσεις. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και σε λιγότερο διάστημα από δύο μήνες η κυβέρνηση ανετράπη. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 23 Iουνίου 1874, που διεξήχθησαν σε κλίμα τρομοκρατίας. Σε αρκετές περιοχές οι αντιβασιλικοί πήγαιναν να ψηφίσουν ένοπλοι. Eκλέχθηκε τελικά ο Bούλγαρης, αλλά νέες διαδηλώσεις ανέτρεψαν και αυτή την κυβέρνηση, μέχρι που τον Iούλιο του 1875 εκλέχθηκε ο Xαρίλαος Tρικούπης.

http://ngnm.vrahokipos.net/part02.html?start=22